Μητέρα Τερέζα
Ὤ, ὤ, Τερέζες,
φώναξε ὁ ἐκταφέας
τινάζοντας μὲ σιχασιὰ τὰ παντελόνια του,
καθὼς ἕνα μιλιούνι κατσαρίδες
χύθηκαν χαρχαλεύοντας
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματα τοῦ τάφου.
Παρακολούθησα μιὰν ἀπ᾿ αὐτὲς
ποὺ κουτσοπεταρίζοντας μὲ τὰ τεφρὰ φτερά της
ἀνάμεσα σὲ πιάτα, χώματα καὶ μάρμαρα σπασμένα,
ξέκοψε ἀπὸ τὶς ἄλλες,
ὥσπου ὁ κοντόχοντρος δημοτικὸς ὑπάλληλος
τὴν ἔλιωσε κάτω ἀπὸ τὸ βαρὺ παπούτσι του.
Ἀκούστηκε ἕνα κρὶτς μονάχα·
καὶ τότε κάτι ἔσπασε μέσα μου
κι ἔνιωσα
πὼς εἶχε πιὰ πεθάνει ἡ μάννα μου γιὰ πάντα.