Τήν παραμονή τῆς πρωτοχρονιᾶς τοῦ μακρινοῦ ἐκείνου ἔτους, προτοῦ ἀκόμα φέξῃ, ὁ Λευτέρης ὁ Γκρέκας, νεαρός βοσκός στό μοναστήρι Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καντύλας, κατέβαινε ἀπό τοῦ Καλόγερου τό Μύλο, σιγομουρμουρίζοντας ξανά καί ξανά τά κάλαντα πού ἐπρόκειτο νά τραγουδήσῃ στόν κῆπο ἐκείνης πού τοῦ ᾿χε κλέψει τήν καρδιά: Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, / ψηλή μου δεντρολιβανιά, /κι ἂς εἶ- κι ἂς εἶν᾿ καλός μας χρόνος / λεμονιά, λεμονιά μου μὲ τοὺς κλώνους…
Ἡ «ψηλή δεντρολιβανιά» καί ἡ «λεμονιά μέ τούς κλώνους» πού τραγουδοῦσε ὁ Λευτέρης ὁ Γκρέκας ἦταν ἡ κόρη τοῦ παππᾶ, ἡ Γιωργίτσα, πού μικρός, στήν πρώτη δημοτικοῦ, τήν εἶχε γνωρίσει καί τήν εἶχε ἀγαπήσει μέ ὅλη τήν ἀθωότητα καί τή θέρμη τῆς παιδικῆς του καρδιᾶς. Δέν πέρασε ἔκτοτε οὔτε μιά μέρα πού νά μήν ἀναπολήσῃ τό βελουδένιο, γελαστό πρόσωπό της μέ τά λακκάκια στά ροδαλά μάγουλα, τίς ἀνταύγειες τοῦ χρυσαφιοῦ ἀπ᾿ τά δυό μικρά της σκουλαρίκια, τή ζέστα τῶν γαλανῶν της ματιῶν, καί –πρᾶγμα παράξενο, πῶς τοῦ ᾿χει μείνει τόσο ζωηρά στήν μνήμη- τήν ζέστα τῶν ποδιῶν της τυλιγμένων μέ διπλό ζευγάρι κάλτσες καί χωμένων σέ ψηλές, στεγανές, ζεστές μπότες, πού τῆς φόραγε ἡ μάννα της ἡ παππαδιά, γιά νά μήν κρυώνῃ τίς παγερές μέρες τοῦ χειμῶνα.
Θυμᾶται καί τά δικά του τά παλιοπάπουτσα, τρύπια ἀπό κάτω κι ἀπό μπρός, πού ἔμπαζαν τή λάσπη καί τήν ὑγρασία μέσα ἀπό τίς χιλιοτρυπημένες καί χιλιομπαλωμένες κάλτσες. Κι ὅταν πέθανε κι ἡ μάννα του -ὁ πατέρας του ἦταν φευγᾶτος ἀπό καιρό- κι οἱ κάλτσες τρύπησαν ὁλότελα, καί δέν ὑπῆρχε πιά στοργικό χέρι νά τίς μπαλώσῃ, ἕνας θειός του παρακαλέθηκε στόν ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ νά πάρῃ τό «μαῦρο» καί τό «ἄλοτρο» καί τό «καταχυδεμένο» νά φυλάῃ τά πρόβατα τοῦ μοναστηριοῦ:
-
Πάρ᾿ το παππούλη τό ὀρφανό, ψυχικό θά κάνῃς…
-
Μά ἄκουσα πώς τά παίρνει τά γράμματα…
-
Τά γράμματα θά τηράξουμε τώρα παππούλη, πὄχουμε χίλιες δουλειές τσαί χίλιες φτώχειες…
Κάπως ἔτσι ἀποχαιρέτησε ὁ Λευτέρης ὁ Γκρέκας τό σχολεῖο, κι ἀρκοῦνταν ποῦ καί ποῦ νά ἀγναντεύῃ ἀπό ψηλά, ἀπό τή Σκίπιζα, τό προαύλιό του ὅταν εἶχε διάλειμμα, καί νά μαντεύῃ σέ μιά γωνιά τῆς αὐλῆς τή Γιωργίτσα, νά τιτιβίζῃ χαρούμενα, μαζί μέ τ᾿ ἄλλα κορίτσια, καί ν᾿ ἀναρωτιέται ἄν τόν θυμᾶται ἄραγε καθόλου ἀπό τότε, τότε πού κλαμένον καί παντέρημον τοῦ ᾿χε δώσει ἐκεῖ, στήν ἐξώπορτα τοῦ σχολείου, ἕνα παρηγορητικό, ἀποχαιρετιστήριο φιλί στό μάγουλο.
Νά τό θυμόταν ἄραγε ἐκεῖνο τό φιλί; Πάντως ὁ φτωχός, ἐρωτευμένος βοσκός φρόντιζε νά τῆς τό θυμίζῃ κάθε παραμονή πρωτοχρονιᾶς, ὅταν, κρυμμένος πίσω ἀπ᾿ τούς κλώνους τῆς λεμονιᾶς τοῦ κήπου της, νύχτα, προτοῦ νά φέξῃ, τραγουδοῦσε μέ ἀργυρόηχη φωνή τήν «ψηλή του δεντρολιβανιά», κι ἀκόμα πιό πολύ τήν «λεμονιά του μέ τούς κλώνους». Καί καλά ὅταν ἦταν δέκα κι ἕντεκα, ἄντε καί δώδεκα χρονῶν, ὅταν ὅμως ἄρχισε νά φυτρώνῃ στό πάνω του χεῖλος τό μουστάκι, κι ἄρχισαν καί τῆς Γιωργίτσας τά λεμόνια νά γουρμάζουν, ἄρχισαν καί τῆς γειτονιᾶς οἱ φαρμακόγλωσσες νά κόβουν καί νά ράβουν πώς «σήκωσε, λέει, ἐτσεῖνο τό χαημένο τῆς Βασιλάτσαινας τῆς συχωρεμένης τά μάτια του νά τηράξῃ τή Γιωργίτσα τοῦ παππᾶ», καί «δέν τηράει πού γυρνάει μέ τό μισό παπούτσι μέσα τά βουνά, παρά μοῦ θέλει τσ᾿ ἀγάπες, θέ μου συχώρα με!». Μάλιστα ἡ γυναίκα τοῦ φούρνιαρη, ἡ Ντίναινα, τήν ὥρα πού πέρναγε κάτω ἀπό τό μπαλκόνι της, τοῦ τό πέταξε, δήθεμου πώς μίλαγε στή γειτόνισσα: «Ψηλά τή χτίζεις τή φωλιά / τσαί θά σοῦ σπάσῃ ὁ κλῶνος / τσαί θά σοῦ πέσῃ τό πουλί / τσαί θά σοῦ μείνῃ ὁ πόνος! Τ᾿ ἀκοῦς; Τ᾿ ἀκῶ νά λές!»
Ἑπόμενο ἤτανε νά φτάσουνε οἱ διαδόσεις καί στ᾿ αὐτιά τοῦ παππᾶ, ἕνα θεριακωμένο βόϊδι ὥσαμε ᾿κειπάνου, ὁ θεός νά σέ φυλάῃ ἀπό δαῦτον. Παραμόνεψε λοιπόν τό θερίο, παραμονή πρωτοχρονιᾶς, καί μέ τό πού ἔφτασε ὁ ἐρωτοχτυπημένος βοσκός στούς κλώνους τῆς λεμονιᾶς, ἄνοιξε μέ βρόντο τό παράθυρο: «Ἄϊτε νά γαδῇς νά γάνεσαι! Μήν ξανακοτήξῃς νά ξανάρθῃς γιά θά σέ πιάσω μέ τή λούρα τσαί θά σέ κάνω τ᾿ ἁλατιοῦ! Λέρα, ἔ λέρα!».
Παράξενο· πιό πολύ κι ἀπό τό «λέρα» τόν Λευτέρη τόν εἶχε πειράξει ἐκεῖνο τό «Ἄϊτε νά γαδῇς νά γάνεσαι!» πού ὁ παππᾶς τό εἶχε προφέρει μέ τέτοια ἠχηρή βδελυγμία καί περιφρόνηση, σάν νά ᾿φτυνε λές τίς λέξεις καί τόν παραλήπτη τους, ἔτσι πού τό χού ἔγινε γού καί τό θού δού!
Αὐτό εἶχε γίνει πέρυσι. Ἀλλά ὁ Λευτέρης ἦταν ἀποφασισμένος νά ξανατραγουδήσῃ τή λεμονιά του, ὁ κόσμος νά χαλάσῃ. Κι ἄν ὁ παππᾶς τόν περιλάβαινε μέ τή λούρα, ὅπως εἶχε ἀπειλήσει, αὐτός θά στεκόταν βράχος καί θά ὑπέμενε ἀδιαμαρτύρητα ὅλους τούς ραβδισμούς γιά χάρη τῆς ἀγαπημένης του. Κι ὅταν πιά, αἱμόφυρτος, θά ἔγερνε ἡμιθανής στό πεζούλι τῆς καγκελόπορτάς της, θά ἐρχόταν αὐτή μέ τά λακκάκια της, τίς χρυσές της ἀνταύγειες καί τό βελουδένιο της στόμα, καί θά ἀπόθετε ἕνα φιλί στό ρημαγμένο του πρόσωπο. Γιατί θά τόν ἀγαποῦσε κι αὐτή, δέν μπορεῖ νά μήν τόν ἀγαποῦσε, ἔτσι ὅπως τόν εἶχε φιλήσει τρυφερά τότε, στήν ἐξώπορτα τοῦ δημοτικοῦ, τότε πού ἄφησε τά γράμματα γιά τά πρόβατα, κι ἔγινε βοσκόπουλο, «μαῦρο», κι «ἄλοτρο», καί «καταχυδεμένο»…
Ὅμως δέν τόν ἀγαποῦσε· ὁ πατέρας της τήν εἶχε ἀρρεβωνιάσει πρίν μέρες μέ τόν νεαρό δάσκαλο πού ᾿χε διοριστῆ τόν περασμένο Σεπτέμβρη στό τριτάξιο δημοτικό τοῦ χωριοῦ. Κομψός, μ᾿ ἕνα φτενό μουστακάκι, δέρμα χολερικό καί ὑψηλό ἑλληνοπροτεσταντικό φρόνημα, βάλθηκε νά μορφώσῃ καί νά ἀναμορφώσῃ τήν μικρή, καθυστερημένη κοινωνία τοῦ χωριοῦ, ἀναβαπτίζοντάς την στά νάματα τῆς πατρογονικῆς γλώσσης, θρησκείας καί ἀρετῆς.
Πρῶτο του μέλημα ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος τοῦ χωριοῦ. Δημοφιλές, ὁπωσδήποτε, τό Καντύλα, ἀλλά ὁ βάρβαρος φθόγγος ἔπρεπε νά «καθαρθῇ» καί νά τραπῇ ἀπαραιτήτως σέ «νδ» (: Κανδήλα), οἱ δέ κάτοικοι ἀπό τοῦδε καί εἰς τό ἑξῆς δέν θά ὠνομάζοντο πλέον «Καντυλαῖοι» ἀλλά Κανδηλιῶται, ἴσως καί Κονδυλεᾶται, διότι εἶχε ἀνακαλύψει εἰς τόν Παυσανίαν ἀρκαδικόν χωρίον Κονδυλέαν καί ναόν Κονδυλεάτιδος Ἀρτέμιδος. Ὁπότε δέν ἀπεκλείετο ἡ βαρβαρώνυμος «Καντύλα» νά μήν προήρχετο ἀπό τήν ταπεινήν, ρωμαϊκῆς ἀσφαλῶς καταγωγῆς, «καντήλα», ἀλλά νά ἦτο παραφθορά τῆς ἐνδόξου Κονδυλέας – τώρα, γιατί ἐνδόξου, τρέχα γύρευε, ἐνδόξου διότι ἦτο ἀρχαιοελληνική καί ὡς γνωστόν πᾶν τό ἀρχαιοελληνικόν ὑπῆρξεν ἔνδοξον, ἀκόμη καί τό πλέον ποταπόν!
Ὁ νεαρός δημοδιδάσκαλος δέν ἤργησε νά «τακιμιάσῃ» μέ τόν ἱερέα τοῦ χωρίου, τόν πατέρα τῆς Γιωργίτσας, ὁ ὁποῖος συχνά πυκνά τόν προσεκάλει τάς Κυριακάς, μετά τήν τέλεσιν τῆς θείας λειτουργίας, εἰς τόν οἶκόν του, ὅπου ἡ Γιωργίτσα, ὡς οἱονεί οἰκοδέσποινα, ἐπεδείκνυε σερβίρουσα τό μεσημεριανόν γεῦμα ὅλας τάς κρυφάς καί φανεράς της ἀρετάς.
Εἰς ἕν ἀπό τά γεύματα αὐτά, θά ἦτο ἀρχάς Νοεμβρίου, ἔλαβεν χώραν ὅλως τυχαίως καί συζήτησις περί τῶν τοπικῶν καλάντων τῆς πρωτοχρονιᾶς, τά ὁποῖα κατά τήν γνώμην τοῦ ἱερέως δέν διεπνέοντο ἀπό πνεῦμα χριστιανικόν ἀλλά ἐθύμιζον περισσότερον ἐρωτικήν ἐξομολόγησιν:
-Ἔχουμε ᾿δῶ τσ᾿ ἕνα χαημένο, τσιοπάνη στά βουνά, πού ᾿ρχεται τσ᾿ οὕλο τραγουδάει κάθε παραμονή «λεϊμονιά μου μέ τούς κλώνους», τσαί «λεϊμονιά μου μὲ τοὺς κλώνους», βγῆκα πέρυσι μέ τή λούρα τσαί τόν ἀχούγιαξα, ἀλλά εἶναι τσαί τά παιδιά τοῦ σχολείου, ντροπῆς πρᾶμα δέν ἔναι νά λένε ἐρωτόλογα χρονιάρα ἡμέρα;
Ὁ δημοδιδάσκαλος συνεφώνησε καί ὑπεσχέθη νά ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος, διότι ὑπεράνω ὅλων ἔθετε τήν ἠθικήν καί ἑλληνοπροτεσταντικήν διαπαιδαγώγησιν τῶν νέων, καί δή τῶν εὑρισκομένων εἰς τήν τρυφεράν, παιδικήν ἡλικίαν, ὅτε τίθενται αἱ βάσεις τῆς ἐναρέτου προσωπικότητος. Καί ἐτήρησε τήν ὑπόσχεσίν του. Ἐπί ἑβδομάδα ὅλην «ἔστιψε» οὕτως εἰπεῖν τό μυαλό του διά νά ἀντικαταστήσῃ τούς βλασφήμους στίχους μέ ἄλλους, θρησκευτικοῦ περιεχομένου, καί ἰδού, τέλος, ὅτι τό ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ἐξόχως ἐντυπωσιακόν. Καίτοι μέ τήν «ὑψηλήν δενδρολιβανιάν» δέν ἠμπόρεσε νά ἐπιτύχῃ κάτι τι, κατώρθωσεν ἐν τούτοις νά ἀντικαταστήσῃ τήν «λεμονιάν» μέ τήν «ἐκκλησιάν» -βλέπεις, εἶπε, πρέπει αἱ λέξεις νά ὁμοιοκαταληκτοῦν- καί τούς «κλώνους» μέ τούς «θρόνους», ὁπότε ἀντικαθιστῶμεν καί ἔχομεν: Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, / ψηλή μου δενδρολιβανιά, /κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος / ἐκκλησιά, ἐκκλησιά μου μὲ τοὺς θρόνους.
Ὁ ἱερεύς ἦτο ἐνθουσιασμένος, πλήν εἶχε μίαν μικράν, ἐλαχίστην ἔνστασιν: Αὐτό μέ τούς θρόνους, τί ἤθελε νά πῇ, μήπως γιά τήν Ἁγία Τράπεζα;
Ὁ δημοδιδάσκαλος ἐδαγκώθη. Ἡ ἀλήθεια ἦτο ὅτι ἀνεζήτησε λέξιν ὁμοιοκαταληκτοῦσαν μέ τό «κλώνους» καί οὐδεμίαν ἄλλην εὗρεν πλήν τῶν κακοζήλων θρόνων τούς ὁποίους «ἐκότσαρεν» τρόπον τινά εἰς τό κείμενον, ἐλπίζων ὅτι δέν θά γίνῃ ἀντιληπτόν τό ἀτυχές καί ἀνακόλουθον τοῦ πράγματος.
-Ἔ, βέβαια, διά τήν Ἁγίαν Τράπεζαν, δέν εἶναι ἀντιληπτόν; ἐψέλλισεν τέλος.
-Ἀπέ ξές τί κάνε; συνεβούλευσεν ὁ ἱερεύς, βάλε «ἅγιους θρόνους», νά φαίνεται…
-Ὡραῖα, θά εἴπωμεν λοιπόν: κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος / ἐκκλησιά, ἐκκλησιὰ μὲ τσ᾿ ἅγιους θρόνους.
– Τσαί δέν τό λέμε ἐκκλησιά, ἐκκλησιὰ μετ᾿ ἅγιους θρόνους; προέτεινεν πάλιν ὁ ἱερεύς. Πῶς λέμε, «ἔλα, ἔλα μετ᾿ ἐμένα;»
-Ἀμέ, μία χαρά πάγει καί αὐτό, συνεφώνησεν ὁ δημοδιδάσκαλος. Ἀπό τῆς αὔριον θά ἀρχίσω νά τό διδάσκω εἰς τούς μαθητάς μου, ὥστε νά παύσῃ πλέον ἡ κακοποίησις τοῦ γλωσσικοῦ καί ἑορταστικοῦ αἰσθήματος…
Αὐτά τά μετασκευασμένα κάλαντα ἄκουσε ἀπό τό στόμα τῶν δασκαλεμένων παιδιῶν ὁ Λευτέρης ὁ Γκρέκας, καθώς ἔμπαινε στό χωριό καί ζύγωνε μέ τρελό καρδιοχτύπι στόν κῆπο τῆς Γιωργίτσας. Μάλιστα, ἐπειδή μερικά δέν καταλάβαιναν, τό ᾿λεγαν ἀκόμα χειρότερα, «ἐκκλησιά μετ᾿ ἅγιος θρόνος!» Δέ βαριέσαι! Ἡ μονέδα νά πέφτῃ!
-Τί ᾿ναι ᾿φτοῦνα ᾿φτοῦ τά κάλαντα, ρέ ἀχρόνιαγα, ποιός σᾶς τά ᾿μαθε;
– Ὁ δάσκαλος, ὁ ἀρρεβωνιάρης τῆς Γιωργίτσας!
Αἰσθάνθηκε μιά ζάλη, σάν νά χτύπησε τό μυαλό του σέ ἀόρατο ντουβάρι, κι ἔνιωσε ἕνα τρέμουλο στά χείλια καί στά δάκρυα. Μιά ριπή παγωμένου ἀνέμου, ἀπ᾿ τήν χιονοσκέπαστη Σκίπιζα, τοῦ ᾿φερε ἕνα ξαφνικό ρίγος κι ἄρχισε νά τρέμῃ σάν τό φύλλο. Πάνω, ἀπό τό φωτισμένο της παράθυρο, ἔφτανε στό σκοτεινό δρομάκι, στήν κλειστή της καγκελόπορτα, κάτω ἀπό τούς κλώνους τῆς λεμονιᾶς τοῦ κήπου της, τό ἀργυρόηχο γέλιο τῆς Γιωργίτσας, κι ὁ ἦχος του εἶχε κάτι ἀπό τά ἀργύρια τῆς προδοσίας.
Ἐν τούτοις ὁ νεαρός βοσκός βάλθηκε νά τραγουδήσῃ, τό ᾿ξερε πιά πώς γιά τελευταία φορά:
… Κι ἂς εἶ- κι ἂς εἶν᾿ καλός μας χρόνος / λεμονιά, λεμονιά μου…
Πάνω ᾿κεῖ ἡ φωνή του ἔσπασε σάν κλωνί λεμονιᾶς, τόν πῆραν τά κλάματα κι ἔφυγε τρέχοντας μέσα στή νύχτα, μέ τή ματιά της καρφωμένη στήν πλάτη του.
Ἔκτοτε ὁ Λευτέρης ὁ Γκρέκας δέν ξανατραγούδησε ποτέ οὔτε αὐτά, οὔτε καί ἄλλα κάλαντα. Καί ἡ λεμονιά πού ᾿ταν στόν κῆπο τῆς Γιωργίτσας πάγωσε ἐκεῖνο τόν χειμῶνα, καί πιά δέν ἔκανε λεμόνια. Ἀπ᾿ τήν Καντύλα ἔφυγε, τόν εἶδαν στοῦ Μποντιᾶ, πού τοῦ ἀλλάξαν κι αὐτουνοῦ τό ὄνομα, τόν εἴπανε Παλαιόπυργο. Ὅμως κάθε παραμονή πρωτοχρονιᾶς ἐπιστρέφει, ἀνεβαίνει μέ κουρασμένο βῆμα στή ράχη τῆς Σκίπιζας κι ἀγναντεύει ἀπό ψηλά τό ἀγαπημένο σπίτι θαμμένο στήν ὁμίχλη, αὐτήν τήν καταραμένη παγωμένη ὁμίχλη πού ρημάζει τίς λεμονιές.