Τήν 4η Ἰουλίου 2043, ἀνήμερα τῆς ἐθνικῆς γιορτῆς, ὁ ἀστυνόμος Μπίκας, ἀποσυρμένος ἐδῶ καί χρόνια ἀπό τήν ἐνεργό ὑπηρεσία, κλήθηκε ἀπό μιά παλιά συνάδελφό του γιά νά διερευνήσῃ τήν ὑπόθεση ἐξαφάνισης τοῦ ἐγγονοῦ της.
Βέβαια τήν ὑπόθεση χειριζόταν -ἤ «διαχειριζόταν» κατά τήν τρέχουσα ὁρολογία- τό τοπικό ἀστυνομικό τμῆμα Αἰγάλεω / Egalei P. D., ἀλλά ἡ γηραιά συνάδελφός του δέν τούς εἶχε καί πολλή ἐμπιστοσύνη. Εἶχαν ἐρευνήσει ἀσφαλῶς τόν χῶρο ἐξαφάνισης, τό ὑπνοδωμάτιο τοῦ ἐγγονοῦ της, μέ τήν χρήση ἑνός τελευταίας τεχνολογίας robocop, ἀλλά ὁ ἀπαγωγέας δέν εἶχε ἀφήσει τό παραμικρό ἴχνος.
Εἶχαν ἐπί πλέον ἀξιολογήσει τό γεγονός ὅτι τήν τελευταία ἑβδομάδα εἶχαν σημειωθῆ ἄλλες τρεῖς ἐξαφανίσεις μικρῶν παιδιῶν στή γειτονιά, ὅλες κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας, καί προσανατολίζονταν πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀναζήτησης ἑνός μανιακοῦ, παιδεραστῆ ἴσως, ἐνήμερου ὅμως πάνω στά ζητήματα τεχνολογίας τελευταίας λέξης, ἀφοῦ δέν ἄφηνε τό παραμικρό ἴχνος. Δέν ἀποκλειόταν ἐντελῶς καί ἡ περίπτωση ἐμπορίας σωματικῶν ὀργάνων, ἄν καί μέ τίς νέες προόδους στόν τομέα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης ἡ σωματεμπορική ἔτεινε νά ἐξελιχθῇ σέ μιά ἐντελῶς παρωχημένη ὑπόθεση.
Φυσικά δέν ἔδωσαν καμμιά σημασία στήν παρατήρηση τῆς γιαγιᾶς ὅτι ὁ ἀγαπημένος σκύλος τοῦ ἐγγονοῦ της, ὁ Σπότ / Spot, τῆς τράβαγε ἐπίμονα τό φουστάνι, ὥσπου τήν ἀνάγκασε νά τόν ἀκολουθήσῃ μέχρι τήν εἴσοδο τοῦ συγκροτήματος Sfaxt and Fast, ἑνός τεράστιου ἠλεκτρονικοῦ σφαγείου / κρεοπωλείου / φαστφουντάδικου πού εἶχε πρόσφατα ἀνοίξει στήν περιοχή. Ἡ δικαιολογία τους: Δέν ὑπῆρχε κωδικός γιά νά εἰσαγάγουν τήν πληροφορία στό σύστημα ἐπεξεργασίας δεδομένων.
Ἐν τούτοις, ὁ ἀστυνόμος Μπίκας, ὅπως καί κάθε φυσιολογικά σκεπτόμενος ἄνθρωπος, ἀξιολόγησε τήν πληροφορία ὡς πολύ σημαντική, καί, πιστός στήν ἀρχή Wer den Dichter will verstehen, muss in Dichters Lande gehen (: ὅποιος θέλῃ νά καταλάβῃ τόν ποιητή πρέπει νά ἐπισκεφθῇ τόν τόπο του), ἔσπευσε νά ἐπισκεφθῇ τό ἐν λόγῳ κατάστημα, ἕνα μεγαθήριο πού δέσποζε τῆς λεωφόρου Κηφισοῦ / Kifissou.
Τόν περίμενε μιά ἀχανής τραπεζαρία, στά τραπέζια τῆς ὁποίας ἦταν προσαρτημένες κάτι περίεργες καρέκλες, σχεδόν ἠλεκτρικές θά μποροῦσες νά τίς χαρακτηρίσῃς, μέ ἐνσωματωμένους μηχανισμούς στούς ὁποίους ἔπρεπε νά καλωδιωθῇς γιά νά μπορέσῃς νά παραγγείλῃς.
Ὁ Μπίκας, καί γιατί δέν ἦταν ἐξοικειωμένος μέ τά ἠλεκτρονικά μαραφέτια ἀλλά καί ἐπειδή ὁ χειρισμός τους τοῦ προκαλοῦσε μιά σχεδόν αὐθόρμητη ἀναγούλα, προτίμησε νά κάνῃ τήν παραγγελία του μέ τόν κλασικό τρόπο. Χτύπησε παλαμάκια, καί, πρός μεγάλη του ἔκπληξη, ἕνα γιαπάκι ντυμένο μέ τήν στολή τῶν ὑπαλλήλων τοῦ καταστήματος (κατάλευκη ρόμπα μέ ἕνα γιακαδάκι στό χρῶμα τοῦ κιμᾶ) ἔκανε ἀμέσως τήν ἐμφάνισή του. Ὅπως τοῦ ἐξήγησε, μέ κάποια συγκατάβαση, ὑπῆρχε εἰδικό τμῆμα στό προσωπικό γιά τή «διαχείριση» τῶν ἠλεκτρονικά ἀναλφάβητων πελατῶν, πού μποροῦσαν νά τούς βοηθήσουν νά παραγγείλουν, ἄν καί τό σύστημα ἦταν ἁπλούστατο, κι ὁ πιό χοντροκέφαλος θά μποροῦσε νά τό καταλάβῃ.
-Κατάλογο δέν ἔχετε; παράστησε τόν ἀνίδεο ὁ Μπίκας.
-Stin epoxi mas? ἀναρωτήθηκε τό γκαρσόνι. Ἤθελε νά τοῦ πῇ «pou zite?», ἤ ἐκεῖνο τό πιό εὔγλωττο: «Helloo!», ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀστοιχείωτος κι ἔπρεπε δυστυχῶς νά τόν ἀρχίσῃ ἀπό τήν ἀλφαβήτα. Πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νά φορέσῃ ἐκεῖνα τά εἰδικά γυαλιά καί νά ἀναζητήσῃ μέ τό προσαρτημένο σ᾿ αὐτά maous / mouse αὐτό πού ἤθελε νά παραγγείλῃ. Ἡ διαδικασία ἦταν ἁπλούστατη: πήγαινε στό μενού καί ἐπέλεγε μιά ἀπό τίς πολλές κατηγορίες ὅπως kreas / meat, psari / fish κ.ο.κ.
-Γιατί τά ᾿χετε στά γκρήκλις, στά ἑλληνικά δέν ἔχετε;
Τό γιαπάκι ἀναστέναξε μέ ἀνυπομονησία κι ἔστρεψε τό βλέμμα πρός τούς οὐρανούς (: Oh! my God!). Εἶχαν καί στά ἑλληνικά γιά τούς ἐντελῶς ἀστοιχείωτους, ἀρκεῖ νά πήγαινε στήν ἔνδειξη “Language” καί νά ἐπέλεγε “Greek”. Τό οὐσιῶδες ὅμως, πού δέν θά τό ξέρῃ ἀσφαλῶς ὁ κύριος καί πού δέν πρόλαβε νά τοῦ τό ἐξηγήσῃ, εἶναι ὅτι τό Sfaxt and Fast, ὅπως τό λέει καί τ᾿ ὄνομά του (“kala, poly cool”), σέ περίπτωση πού παραγγείλῃ π.χ. κρέας, δέν σερβίρει ἤδη σφαγμένο κρέας ἀλλά τό σφάζει ἐκείνη τήν στιγμή στά εἰδικά σφαγεῖα τοῦ συγκροτήματος, τό ἐπεξεργάζεται ταχύτατα καί τό μαγειρεύει ἐπίσης ταχύτατα, ἔτσι ὥστε σέ ἕνα δεκάλεπτο –θά τό πιστέψῃ αὐτό;- ἡ παραγγελία νά βρίσκεται ἀχνιστή στό τραπέζι τοῦ πελάτη.
-Καί καλά, πῶς γίνεται αὐτό; ἀναρωτήθηκε ὁ Μπίκας μέ εἰλικρινῆ περιέργεια.
-Afto ginetai, εἶπε μέ ἔπαρση τό γιαπάκι, giati den parembainei katholou o anthropinos paragontas.
Κοντολογίς, ὅπως τοῦ ἐξήγησε, ὁ κεντρικός ὑπολογιστής διεκπεραιώνει ὅλες τίς διαδικασίες μόνος του.
-Καί καλά, τί συμβαίνει ἄν, γιά ὁποιονδήποτε λόγο, παρουσιασθῇ κάποια ἔλλειψη σέ ζῶα ἄς ποῦμε, ἄνθρωποι εἴμαστε, γίνονται αὐτά…
-Emeis eimaste anthropoi, alla aftos den einai, χασκογέλασε τό γιαπάκι, pou leei o logos tha kopsei to laimo tou alla to belath tha ton eksyphrethsei oposdhpote. An kai, xa xa, allo laimo tha kopsei…, παρατήρησε μακάβρια. Pantos, ola diaxeirizontai apo to kentriko computer, κατέληξε.
-Ἔεεπ, λάθος, τόν διώρθωσε ὁ Μπίκας, δέν λέμε «ὅλα διαχειρίζονται ἀπό τόν κεντρικό ὑπολογιστή», λέμε «ὅλα τά διαχειρίζεται ὁ κεντρικός ὑπολογιστής», δέν ὑπάρχει ρῆμα «διαχειρίζω», μόνο «διαχειρίζομαι»…
– Kala, akoma ekei eisaste eseis, den exete akousei pos ousiastika den yparxoun lathh, pos prepei epitelous na xalarosoume? To exoun paradextei akoma kai oi glossologoi, kai malista edo kai kairo!
-Δέν βλέπω πῶς μπορεῖς νά χαλαρώσῃς ἅμα ὁ ἐργοδότης σου κάνῃ λάθος καί σοῦ δώσῃ πενῆντα ἀντί γιά πεντακόσια εὐρώ…
Τό γιαπάκι αἰφνιδιάστηκε ἀπό τήν παρατήρηση, διότι βέβαια τέτοια λάθη τό ἐνδιέφεραν, τά θεωροῦσε ζωτικά, ὅπως θεωροῦσε ζωτική καί τήν ἐξάσκηση στόν ἐντοπισμό τους, ἐδῶ δέν ἦταν διατεθειμένο νά χαλαρώσῃ. Ἀλλά, πάλι, ἡ μισθοδοσία ἔβγαινε στόν ὑπολογιστή, καί, ὡς γνωστόν, οἱ ὑπολογιστές δέν κάνουν λάθη.
-Ἔεπ! κι ἄλλο λάθος, συνέχισε ὁ Μπίκας, πού ἦταν ἀπασχολημένος μέ τόν κατάλογο, τό «ἰμάμ μπαϊλντί» τό γράφετε «ιμαμ μπαιλντι / imam baildi», χωρίς τόνους καί διαλυτικά.
– Lete xoris dialytika oi melidzanes na einai ligotero nostimes? παρατήρησε μέ τό γνωστό, εἰρωνικό του ὕφος τό γιαπάκι, πού εἶχε ἀρχίσει νά παίρνῃ καί πάλι τ᾿ ἀπάνω του. Mhn anhsyxeite, den kanei lathos o ypologisths…
-Οὔου! κι ἄλλο λάθος, οὔτε τά παϊδάκια ἔχουν διαλυτικά, παρατήρησε ὁ ἀστυνόμος Μπίκας. Ξαφνικά ὅμως χλόμιασε, πέταξε μέ ἀποστροφή τό ποντίκι καί χτύπησε δυνατά στό τραπέζι τά ἠλεκτρονικά γυαλιά, λίγο ἀκόμα καί θά τά ᾿κανε θρύψαλα. «Ἔ, εἶστε ἐγκληματίες… θέλετε κρέμασμα!», ψιθύρισε, κι ἔδειξε στό ἔντρομο γιαπάκι ποιά παραγγελία ἀναλάμβανε νά ἐκτελέσῃ ἐν λευκῷ ὁ εὐσυνείδητος ὑπολογιστής τους: «παιδάκια»…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ὁ Χρίστος Δάλκος γεννήθηκε τό 1951 στά Τρόπαια (πρώην Βερβίτσα) Ἀρκαδίας καί ζῆ στό Αἰγάλεω. Πτυχιοῦχος τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀσχολείται μέ θέματα γλώσσας, καί πιό εἰδικά μέ τήν λεγόμενη «προελληνική» καί τίς σχέσεις της μέ τήν νέα ἑλληνική, καθώς καί μέ τήν «ἐνδοσυγκριτική» διερεύνηση τῆς γλώσσας. Ἔχει συμμετάσχει μέ ἀνακοινώσεις του σέ διάφορα συνέδρια, ἔχει δημοσιεύσει ἄρθρα ἀναφερόμενα σέ ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας καί ἐκπαίδευσης καθώς καί ποιήματα ἤ διηγήματα.
Ἔχει ἐκδώσει τά ἔργα: Μικρές βιομηχανικές τραγωδίες, Διηγήματα, ἐκδ. Ρίγα, Ἀθήνα 1987, Συντακτικό τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σέ κωμικογραφήματα, ἐκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα 1994, Τά ἰδεολογήματα τῆς νέας γλωσσολογίας (ὅπως τά εἶδε ἕνας ἐκπαιδευτικός), ἐκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα 1994, IgnotusAnimus: Ὁ τσύριος καθηγητής, γλωσσολογικό παραμύθι, ἐκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα 1995, Τό μικρό εἶναι μεγάλο, ἀστυνομική νουβέλα, ἐκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα 1996, Νευρόσπαστο τηλεχειριστηρίου, ποίηση, περ. Πλανόδιον 2007, Ἡ παλαιότητα τῆς νέας ἑλληνικῆς, ἐκδ. Μελάνι, Ἀθήνα 2011, Μελανθώ, νουβέλα, ἐκδ. Μελάνι, Ἀθήνα 2016.
Ἔχει ἐπίσης ἀσχοληθῆ μέ τήν διδασκαλία τῆς γλώσσας μέσῳ τῆς μουσικῆς, ἔχει γράψει τραγούδια καί ἔχει μελοποιήσει ἀρχαία καί νέα ἑλληνική ποίηση.