Στο Παρίσι χιονίζει. Στο Παρίσι οι μεγάλες ξυλόσομπες πυρώνουν κατακόκκινες έξω απ’ τα καφέ. Στα τραπεζάκια άνθρωποι κουκουλωμένοι, με σηκωμένους τους γιακάδες, κρατούν ποτήρια γεμάτα γκρογκ αμερικέν, ενώ οι μικροί εφημεριδοπώλες διαλαλούν τις απογευματινές εφημερίδες.
Τα λεωφορεία μουγκρίζουν σαν πράσινα μεγαθήρια μες στο χιόνι που πέφτει ψιλό, θαρρείς ανάμεσα από σίτα, καθώς σουρουπώνει. Λευκοί τοίχοι σπιτιών υψώνονται το χιονισμένο τούτο απόβραδο. Το χιόνι πουθενά δεν είναι πιο όμορφο απ’ ότι μες στην πόλη. Τι υπέροχο να είσαι στο Παρίσι, να στέκεσαι στη γέφυρα του Σηκουάνα και ν’ αγναντεύεις την απαλή κουρτίνα του χιονιού πέρα από τον γκρίζο όγκο του Λούβρου ως πάνω στο ποτάμι με τις τόσες γέφυρες, πλαισιωμένο από τα γκρίζα σπίτια του παλιού Παρισιού ως εκεί που η Νοτρ Νταμ κάθεται βαριά μες στο σύθαμπο.
Το Παρίσι είναι πολύ όμορφο. Το Παρίσι είναι πολύ μοναχικό τα Χριστούγεννα.
Ο νεαρός με το κορίτσι ανηφορίζουν από την αποβάθρα στην οδό Μποναπάρτ, κάτω από τη σκιά των υψηλών κτιρίων προς το κατάφωτο δρομάκι της οδού Ζακόμπ. Σε ένα μικροσκοπικό ρεστοράν δύο δωματίων του δευτέρου ορόφου, στο “Veritable restaurant de la 3me Republique”, με τέσσερα τραπεζάκια και μια γάτα, σερβίρουν ένα «εκλεκτό» χριστουγεννιάτικο δείπνο.
«Καθόλου δεν μου μοιάζει με Χριστούγεννα», λέει το κορίτσι.
«Να ’χαμε λίγα κράνμπερις!» λέει ο νεαρός.
Πέφτουν με τα μούτρα και οι δυο στο «εκλεκτό» χριστουγεννιάτικο δείπνο. Η γαλοπούλα, κομμένη σε κάτι περίεργα γεωμετρικά σχήματα, έχει μια κάποια γεύση ψαχνού, μπόλικο πετσί και ένα μεγάλο κόκαλο.
«Θυμάσαι τη γαλοπούλα στα μέρη μας;» λέει το κορίτσι.
«Μη λες τέτοια πράγματα», λέει ο νεαρός.
Πέφτουν με τα μούτρα στις πατάτες – τηγανητές, κολυμπάνε στο λίπος.
«Τι να κάνουν άραγε στα μέρη μας;» λέει το κορίτσι.
«Δεν ξέρω», λέει το αγόρι. «Άραγε θα γυρίσουμε ποτέ πίσω;»
«Δεν ξέρω», λέει το κορίτσι. «Άραγε θα γίνουμε ποτέ πετυχημένοι καλλιτέχνες;»
Ο ιδιοκτήτης μπαίνει με το επιδόρπιο και ένα μικρό μπουκάλι κρασί.
«Είχα ξεχάσει το κρασί», λέει ο νεαρός στα γαλλικά.
Το κορίτσι βάζει τα κλάματα.
«Δεν το περίμενα έτσι το Παρίσι», λέει τώρα. «Νόμιζα ότι είναι κεφάτο, γεμάτο λάμψη κι ομορφιά».
Ο νεαρός την παίρνει στην αγκαλιά του. Αυτό τουλάχιστον είναι κάτι που επιτρέπεται σ’ ένα παριζιάνικο ρεστοράν.
«Μη στεναχωριέσαι, αγάπη μου», της λέει. «Είμαστε μόλις τρεις μέρες εδώ. Δεν ειν’ έτσι το Παρίσι. Θα δεις».
Τρώνε το επιδόρπιο χωρίς κανείς τους να αναφέρει ότι είναι κάπως καμένο. Έπειτα πληρώνουν, κατεβαίνουν τις σκάλες και βγαίνουν στο δρόμο. Χιονίζει ακόμα. Βγαίνουν έξω στους δρόμους του παλιού Παρισιού, του Παρισιού εκείνου που έχει δει λύκους να τριγυρνούν πεινασμένοι κι ανθρώπους να κυνηγούν αδυσώπητα, ενώ τα μεγάλα παλιά κτίρια κοιτούν τα πάντα από ψηλά, βλοσυρά και ασυγκίνητα από τα Χριστούγεννα.
Ο νεαρός και η κοπέλα νιώθουν νοσταλγία. Είναι τα πρώτα τους Χριστούγεννα μακριά από την πατρίδα. Δεν ξέρεις τι θα πει Χριστούγεννα αν δεν τα χάσεις πρώτα σ’ έναν ξένο τόπο.
Ο Χέμινγουεϊ και η πρώτη του σύζυγος Χάντλεϋ Ρίτσαρντσον