Παίζοντας έντονα με την έννοια της μνήμης, ο Ηλίας Μαγκλίνης στο μυθιστόρημα του “Είμαι όσα έχω ξεχάσει” προσπαθεί όχι να θυμηθεί, αλλά να μάθει όσα περισσότερα γίνεται για το οικογενειακό του παρελθόν, πασχίζοντας έτσι να γνωρίσει λίγο καλύτερα και τον εαυτό του.
Η αναζήτηση αυτή -η οποία σε κάποια σημεία παρουσιάζεται ξεκάθαρα ως δημοσιογραφική έρευνα, που ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα βήμα- θα οδηγήσει τον αφηγητή/συγγραφέα στον παππού του, ο οποίος το μακρινό 1944 πυροβολήθηκε πισώπλατα στο Αγρίνιο από μια κομμουνιστική οργάνωση. Τα εξιστορούμενα γεγονότα δεν περιορίζονται μόνο στη δολοφονία, αλλά απλώνονται σε όλο το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της περιόδου, καθώς και στις επιπτώσεις που είχε αυτή στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον.
Ο αφηγητής/συγγραφέας δεν αναζητά μόνο την ιστορία του παππού του, αλλά προσπαθεί να ανακαλύψει και τον “άγνωστο” πατέρα του, έναν ιδιαίτερα κλειστό άνθρωπο, με τον οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να έρθει κοντά συναισθηματικά και ο οποίος έφυγε νωρίς νικημένος από τον καρκίνο.
Ο Μαγκλίνης με ιδιαίτερη μαεστρία εντοπίζει το αόρατο νήμα που ενώνει τρεις γενιές, εστιάζοντας στις ανοιχτές πληγές, στους κοινούς φόβους, στις ομοιότητες σε συμπεριφορές, καταφέρνοντας έτσι να δώσει στην ιστορία του έναν καθολικό χαρακτήρα.
Το ενδιαφέρον με το “Είμαι όσα έχω ξεχάσει” είναι ότι συνδυάζει στοιχεία από πολλά είδη γραφής. Μπορεί να διαβαστεί ως μαρτυρία, ως ιστορία, ως έρευνα, ως εξομολόγηση. Τα γεγονότα παρουσιάζονται ξεκάθαρα, χωρίς περιττά στολίδια, φλυαρίες ή μελοδραματισμούς, το κείμενο όμως από την άλλη δε χάνει στιγμή το λογοτεχνικό του ύφος και αυτό είναι που το καθιστά τόσο ελκυστικό στην ανάγνωση.
Αντίβαρο στη νηφαλιότητα αυτή είναι κάποια κείμενα ποιητικού, κατά κάποιον τρόπο, ύφους που βρίσκονται εμβόλιμα ανάμεσα στα κεφάλαια: εδώ ο συγγραφέας απελευθερώνει τις σκέψεις του, τα συναισθήματα του, τον λόγο του, λέει όσα δε χωράνε να ειπωθούν στις υπόλοιπες σελίδες, τις γεμάτες γεγονότα, δολοφονίες, ενοχές, αδικίες.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης μπαίνει μέσα στην ιστορία του, με όση απόσταση χρειάζεται για να την αφηγηθεί ψύχραιμα και όσο βαθιά πρέπει για να της δώσει συναίσθημα. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με ενδιαφέρον τόσο για τις ιστορικές του πληροφορίες όσο και γιατί ο καθένας μπορεί να βρει κομμάτια του εαυτού του στις σκέψεις που καταθέτει ο συγγραφέας.