Αν θα μπορούσε να αποδοθεί ένας μόνο χαρακτηρισμός για το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου “Μπαρόκ” (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), θα διαλέγαμε τη λέξη πρωτότυπο. Σε αντίθεση με ό,τι συναντάμε συνήθως στη λογοτεχνία, δηλαδή την πορεία μιας ιστορίας από την αρχή της μέχρι το τέλος της και την παράλληλη εξέλιξη των ηρώων μέσα σε αυτήν, εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: την αντίστροφη πορεία της ζωής της ηρωίδας, από τη στιγμή που είναι πενήντα ετών μέχρι τη στιγμή της σύλληψης της.
Το “Μπαρόκ” δηλώνεται ως μυθιστόρημα, αλλά είναι τέτοιο με την ευρεία έννοια του όρου˙ αποτελείται από πενήντα κεφάλαια-μικρά διηγήματα, κάθε ένα από τα οποία περιλαμβάνει και ένα περιστατικό από κάθε ηλικία της ζωής της ηρωίδας, αριθμός που φιγουράρει και στον εκάστοτε τίτλο. Εύκολα θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομο το κάθε κεφάλαιο, κι ας δένονται μεταξύ τους με το νήμα της ζωής της ίδιας ηρωίδας.
Είναι ενδιαφέρον το πώς το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στην (αυτο;)βιογραφία και τη μυθοπλασία, ενώ οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κάθε κεφάλαιο (οι περισσότερες από το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως) και υπογραμμίζουν το κείμενο, αλλά και συμβάλλουν στο χτίσιμο μιας οικειότητας με τον αναγνώστη, όπως και επιβάλλεται ίσως σε ένα είδος κειμένου σαν αυτό.
Το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο στο “Μπαρόκ” -εκτός από τη δομή του- είναι η ποικιλία του. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου εξαντλεί κάθε μέσο για να αφηγηθεί την ιστορία της: άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, άλλα σε δεύτερο, άλλα σε τρίτο. Άλλα αποτελούνται από διάλογο, άλλα είναι μία επιστολή ή ένα ποίημα ή μια ημερολογιακή καταγραφή, άλλα η περιγραφή ενός ονείρου. Ομοίως έχουμε ποικιλία στο ύφος και στο θέμα: η συγκίνηση εναλλάσσεται με το χιούμορ, τα πιο σπουδαία περιστατικά με τα πιο ασήμαντα, τα κομβικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας με τις πιο προσωπικές στιγμές. Και φυσικά μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις του βιβλίου -χωρίς την επίτευξη της οποίας θα αποτύγχανε το όλο εγχείρημα- είναι η προσαρμογή της γλώσσας στην εκάστοτε ηλικία: η ηρωίδα μας δε μικραίνει μόνο βιολογικά, αλλά και ως προς τον τρόπο που εκφράζεται, μέχρι τη στιγμή που παύει να …μιλά!
Τι είναι αυτό λοιπόν που προσφέρει λογοτεχνικά μια (αυτο;)βιογραφία προς τα πίσω; Αν θέλει να ξεκινήσει κανείς από το τέλος και να προχωρήσει μέχρι την αρχή, και πάλι θα βγαίνει νόημα. Επομένως προς τι αυτή η αντίστροφη πορεία; Η Αμάντα Μιχαλοπούλου, μέσα από το αυτό το πρωτότυπο συγγραφικό τέχνασμα, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να καταδυθεί στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και να εντοπίσει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ηρωίδα της (και κατ’ επέκταση ο κάθε άνθρωπος) διαμορφώνει την προσωπικότητά της. Ξεκινάει από το αποτέλεσμα για να καταλήξει στο αίτιο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά την αποσπασματική φυσιογνωμία του βιβλίου (εφόσον πρόκειται για διηγήματα, όχι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους), την όλη αφήγηση διατρέχουν οι ίδιες ιδέες, οι ίδιες προσδοκίες, τα ίδια πρόσωπα. Ξεκινάμε από την παντρεμένη γυναίκα, την αναγνωρισμένη πλέον συγγραφέα, με την εμπειρία της ώριμης ηλικίας, για να την δούμε στα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα, στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, με την διστακτική ορμή μιας νεαρής που ονειρεύεται. Το παράδοξο αυτό φέρνει μια αμηχανία στον αναγνώστη, αμηχανία όμως που λειτουργεί ιντριγκαδόρικα για να συνεχίσει το βιβλίο.
Παρότι γραμμένο με ύφος απλό, ανάλαφρο, ευχάριστο, το “Μπαρόκ” καταφέρνει τελικά να είναι ένα βαθύτατα υπαρξιακό μυθιστόρημα, καθώς παρουσιάζει με τρόπο εύστοχο το μεγαλύτερο δράμα της ανθρώπινης φύσης: πού καταλήγουν οι προσδοκίες και τα σχέδια των ανθρώπων, πού οδηγούνται οι ανθρώπινες σχέσεις, πώς το βίωμα μετατρέπεται σε εμπειρία. Το ότι το βλέπουμε αυτό από το τέλος κρύβει μια μικρή ειρωνεία, κρύβει όμως και μια αθωότητα.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με ωραία τοποθετημένες αναφορές στη λογοτεχνία, στην ιστορία, στην πολιτική, κι έχουμε ένα μυθιστόρημα-έκπληξη.