Την τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Ταύροις επέλεξε για την πρώτη του σκηνοθετική δοκιμή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ο Γιώργος Νανούρης. Πρόκειται για την τραγωδία, στην οποία ο τραγικός ποιητής, κατά την πραγμάτευση του μύθου, συνδυάζει τρεις μυθολογικές παραδόσεις γύρω από την Ιφιγένεια: της Ιφιγένειας που ο ίδιος της ο πατέρας την οδήγησε για θυσία στην Αυλίδα, της ταυρικής Ιφιγένειας που είχε το θλιβερό καθήκον να επιτελεί τα προκαταρκτικά ανθρωποθυσιών προς τιμή της θεάς Αρτέμιδος στη μακρινή χώρα των Ταύρων (σημερινή Κριμαία) και της αττικής Ιφιγένειας που σχετίζεται με την Άρτεμη-Ταυροπόλο, η οποία λατρεύεται στη Βραυρώνα, σε ναό αφιερωμένο σε αυτή που περιείχε το ξόανο της θεάς, το οποίο μεταφέρθηκε -υποτίθεται- από τη χώρα των Ταύρων. Ο Ευριπίδης καινοτομεί, όπως συνηθίζει, στη δραματοποίηση κι αυτού του μύθου τόσο με τον συνδυασμό των μυθολογικών παραδόσεων όσο και με την επινόηση ότι οι Ερινύες που ψήφισαν στον Άρειο Πάγο εναντίον της αθώωσης του Ορέστη συνεχίζουν να τον καταδιώκουν και γι’ αυτό ο χρησμός του Απόλλωνα τον στέλνει στην Ταυρίδα για να πάρει το ξόανο της θεάς, όπως και με την επινόηση της «διπλής αναγνώρισης» των αδελφών με το εύρημα της επιστολής.
Η παράσταση, που έγινε σε μια ταραγμένη για την Αθήνα εποχή (414/413 π.Χ) λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου, έχει ως κεντρικό μήνυμα ότι ο άνθρωπος, ενώ είναι κάτω από την εξουσία ισχυρών εξωανθρώπινων δυνάμεων (θεοί, μοίρα), μπορεί με την επινοητικότητά του, την τόλμη του, τη δράση του να ξεπεράσει δυσκολίες και να ορίσει τελικά τη ζωή του. Καταξιώνεται έτσι η προσωπική ευθύνη και η ανθρώπινη ελευθερία. Παράλληλα προς το κεντρικό μήνυμα λειτουργούν συμπληρωματικά η αδελφική αγάπη (εκφρασμένη από την ηρωίδα προς τον Ορέστη), η ειλικρινής αφοσίωση του Πυλάδη προς τον Ορέστη και αντίστροφα, που συνιστά πρότυπο φιλίας, και ο πόθος για την πατρίδα που χαρακτηρίζει εντονότερα τον κάθε ξενιτεμένο. Ο Ευριπίδης σε αυτή την τραγωδία δίνει και θεολογικό στίγμα δια στόματος της Ιφιγένειας, όταν εκείνη εκφράζει την άποψη «οὐδένα γάρ οἶμαι δαιμόνων εἶναι κακόν» (στ. 391).
Όλους τους παραπάνω άξονες υπηρέτησε υποδειγματικά η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Νανούρης. Η ὄψις (ενδυμασία, σκηνικό), ο Χορός και η συμβολή του, οι ηθοποιοί με την ερμηνεία τους έδωσαν ένα αποτέλεσμα συγκλονιστικό, με σεβασμό στο κείμενο, και ανέδειξαν χωρίς άστοχους δήθεν μοντερνισμούς τα υψηλά και διαχρονικά μηνύματα του έργου. Η επιλογή της ισορροπημένης μετάφρασης του Γιώργου Ιωάννου και η διανομή των ρόλων σε καταξιωμένους ηθοποιούς οδήγησε με ουσιαστικό τρόπο σε μια επιτυχή παράσταση. Η Λένα Παπαληγούρα ως Ιφιγένεια, ο Μιχάλης Σαράντης ως Ορέστης, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος ως Πυλάδης ενσάρκωσαν με ακρίβεια τους τραγικούς ήρωες. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης απέδωσε πειστικότατα τον Αγγελιαφόρο αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελασσόνων χαρακτήρων στην τραγωδία, ο δε Νίκος Ψαρράς κατάφερε να συνδυάσει πλήρως τη σκληρότητα και τον αυταρχισμό με την αφέλεια στον ρόλο του βάρβαρου βασιλιά Θόα. Όσο για την Αθηνά, που ενσάρκωσε η Χάρις Αλεξίου, ήταν μια γλυκιά και συγκαταβατική θεά, γιατί προφανώς έτσι την ήθελε ο σκηνοθέτης. Η Αθηνά, η θεά της σοφίας και κόρη του Δία με τον αποφασιστικό ρόλο στην αθώωση του Ορέστη, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να είναι περισσότερο στιβαρή και ολύμπια. Ο Χορός ( Ν. Κουνενιδάκη, Μ. Κωνσταντά, Ά. Κωνσταντίνου, Δ. Πολίτη, Β. Συκιώτη, Α. Τίλη) με την Κορυφαία του Κίττυ Παϊταζόγλου ήταν από κάθε άποψη εκπληκτικός.
Ο σκηνοθέτης είχε την ωριμότητα και την καλλιέργεια να κατανοήσει ότι ο ρόλος του είναι με την τέχνη του να υπηρετήσει το κλασικό αυτό κείμενο ώστε να γίνει προσλήψιμο από τον σύγχρονο θεατή και όχι να υποκαταστήσει τον τραγικό ποιητή, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα δεν πρόδωσε το σπουδαίο έργο. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές! Ήταν μια εμπειρία για όσους παρακολουθήσαμε την παράσταση στο μοναδικό αυτό θέατρο της Επιδαύρου.
Η Χρύσα Αλεξοπούλου γεννήθηκε το 1955 στην Αμαλιάδα Ηλείας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα, παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές για το αρχαίο δράμα στη Γερμανία και είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει υπηρετήσει ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και από το 2002 διδάσκει ελληνική γλώσσα και πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Άαχεν στη Γερμανία. Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.