«Ἔρημα τά ἄλση καί θεῶν ναούς πλημμυρίζει ὁ θάνατος»[1],
ἀντηχεῑ ἡ κραυγή-κοπετός ἀπ’ τούς βαθεῖς αἰῶνες,
κάθε πού ἡ γῆ μέ αἷμα φτιασιδώνεται.
Στόν μεγάλο ποταμό -σάν ἄλλο Σκάμανδρο- τό νερό βαρύ
ταξιδεύει ἀποκαΐδια κι ἀδέσποτα παιχνίδια λούτρινα.
Καπνός κι ὀδύνη ἀλλάζουν δρόμο στά πουλιά πού
μνημονεύουν ψίχουλα, νερό κι ἀέρα.
Οἱ πλατιές πεδιάδες ἀνθίζουν ὄλεθρο, κάθε πού ἡ
ὕβρις αὐτάρεσκα καθρεφτίζεται σέ βαρύτιμα
κρύσταλλα λεόντων.
Σέ σπασμένες φωτογραφίες διαθλᾶται ἡ ζωή
σταματημένη σέ λεωφόρους ἀβύσσου, κάθε πού
ἡ δύναμη ἀναποδογυρίζει λέξεις, ἁρπάζει
γεννήματα κι ἀρνεῖται τῆς Κασσάνδρας τή σοφία:
φεύγειν μέν οὖν χρή πόλεμον ὅστις εὖ φρονεῖ[2].
[1] Εύριπ. Τρ. , 15-16, ἔρημα δ’ ἄλση καί θεῶν ἀνάκτορα /φόνῳ καταργεῖ.
[1] Εύριπ. Τρ. , 400