Ο Χρήστος Αντωνίου, έγκριτος φιλόλογος και εκλεκτός ποιητής, με την έβδομη ποιητική του συλλογή «ΕΝ ΒΥΘΩ…» επιλέγει τον δρόμο της προσωπικής βυθοσκόπησης με όχημα κατάδυσης τις λέξεις και στόχο τη συνάντηση με την αλήθεια, γιατί η αλήθεια «εν βυθώ» βρίσκεται, σύμφωνα με το δημοκρίτειο παράθεμα (σ.11), που προφανώς ονοματοδότησε τη συλλογή.
Ο βυθός του Αντωνίου δεν είναι θολός και πνιγηρός, δεν είναι βυθός ναυαγίων, είναι «βυθός-ουρανός» (σ.25) με αστερίες-αστέρια, όπως δείχνουν και τα επιλεγμένα κοσμήματα της συλλογής (στο εξώφυλλο και στη σελίδα 33).
«Η παραστατική γεωμετρία μού χρησίμευσε τελικά
να προβάλλω στον ουρανό τους αστερίες
και τα κοχύλια του βυθού μου» (σ.25)
αποκαλύπτει ο ποιητής στον αναγνώστη, «γιατί ο βυθός μου/είν’ ένας άλλος ουρανός!»
Δύο τα βιωματικά επίπεδα, βυθός και ουρανός, βάθος και ύψος. Η πορεία των ψυχών εκτελεί τη διαδρομή μεταξύ αυτών, ή οφείλει να εκτελεί, για να παραχθεί «το ποθούμενο φως» (σ. 25). Δεν είναι εύκολες αυτές οι διαδρομές ούτε να τις αισθανθείς ούτε να τις εκφράσεις: «οι λέξεις μου δεν βγαίνουν εύκολα/στις κρίσιμες στιγμές/σαν άσος από το μανίκι μου», ομολογεί με αυτογνωσία ο ποιητής. Γνωρίζει καλά το αγώνισμα της ποίησης και καταθέτει την επιμονή του στην υπηρεσία της αισθητικής, την προσήλωσή του στον σεβασμό που οφείλει στους καταξιωμένους ομοτέχνους του εν είδει πνευματικών τροφείων, «γιατί μέσα μου ζούνε τόσοι και τόσοι ποιητές» (σ. 12). Αυτά τα όπλα του Αντωνίου, δηλωμένα εξ αρχής, είναι ικανά να αποτρέψουν τον ακαριαίο θάνατο που τον ετοιμάζουν καθημερινά ευτέλειες κι αδιαφορία (σ.13).
Ο ποιητής θέλει να γνωρίζει τον βυθό-ουρανό του, αλλά δεν θέλει να αναπαυθεί σε αυτόν, να βολευτεί στην αλήθεια του, θέλει να δοκιμάζει διαφυγές, να περιφέρεται «δίπλα στους δεσμοφύλακες/σαρκάζοντας την ανικανότητά τους» (σ.14), κρατώντας στο χέρι αυτό που ξέρει καλά να χειρίζεται και του οποίου γνωρίζει εκ πείρας τη δύναμη, «μια κιμωλία στο μαυροπίνακα» (σ.14). Δεν είναι ο ποιητής του αυτοεγκλεισμού και της απομόνωσης, είναι ο ποιητής της κοινωνικής ευθύνης που νιώθει να τον αφορούν όσα συμβαίνουν γύρω του, γι’ αυτό τολμά να αυτοκρίνεται αυστηρά ζητώντας ταπεινά συγχώρεση (σ.15). Δηλώνει έμμεσα ότι αναμετρήθηκε με «πιστεύω», διεκδίκησε δίκαια, παρακολούθησε «την άμμο των –ισμών» να μετακινείται, εννόησε το «εγένετο χάσμα μέγα» (σ.29). Πάντα παρών «με μικρότερες ή μεγαλύτερες επαναστάσεις» (σ.18) και σταθερά αρνούμενος να είναι «απλός ψηφοφόρος/της μετριότητας» (σ.18) οραματίζεται «Ελλάδα που απέχει από την άλλη/λιγότερο ή περισσότερο» (σ. 20).
Η πνευματική του εξάρτυση και η ωριμότητά του του επιτρέπουν να αφαιρεί «διακριτικά μάσκες με πολλά ψιμύθια» (σ.17), να αναγνωρίζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία και να μην της παραδίδεται αυτάρεσκα. Ο ποιητής ξέρει καλά πως ό,τι αξίζει θα φανεί μέσα από τη βάσανο του χρόνου, όπως συνέβη με «τ’ ανάγλυφα του 5ου αιώνα π.Χ. στη μεγάλη αίθουσα/του Μουσείου» (σ.17), με τις ραβδώσεις του Παρθενώνα, με τη γέννηση του Χριστού στο Δαφνί, γι’ αυτό και είναι ικανός να δηλώνει «δεν ξεγελιέμαι απ’ τις φωνές του πλήθους/στις αίθουσες των λογίων και των βιβλιοπωλείων» (σ.17).
Σαν «αμφίβιος άγγελος» (σ.32) ο Χρήστος Αντωνίου εξερευνά γη και θάλασσα και με τις λέξεις του, τις «διαρκώς συλλογισμένες»(σ. 26), διαπιστώνει στωικά σαν ήρωας της αρχαίας τραγωδίας:
«το παρόν όμως δυστυχώς πουθενά δεν είναι καλύτερο
ούτε στη γη ούτε στη θάλασσα
γιατί όσα πονούν, πονούν απαρηγόρητα παντού» (σ.32).
Στον «βυθό-ουρανό» του ποιητή κατέχουν τη θέση τους τα διαχρονικά και πανανθρώπινα προτάγματα: οι ανθρώπινες σχέσεις «που σαν αστερίες φωτίζουν απαλά το βυθό» του (σ.45), ο έρωτας «που σέρνεται πάντοτε δίπλα στα πόδια μας» (σ.42), η αγάπη, «το ομορφότερο κοχύλι μας» (σ.20). Ο πυρήνας της συλλογής είναι ανθρωποκεντρικός, όπως άλλωστε είναι γενικά η ποίηση του Χρήστου Αντωνίου, και εξομολογητικός, άλλοτε άμεσα και άλλοτε υπαινικτικά, καθώς ο ποιητής ευθαρσώς καταθέτει «δεν έμαθα να αμύνομαι» (σ.48). Από το περίσσευμα του αποθέματος φιλίας, αγάπης και αναγνώρισης προκύπτουν, κατά τη γνώμη μου, και τα ποιήματα τα αφιερωμένα στους Γεωργία Δαμοπούλου, Ανθούλα Δανιήλ, Παυλίνα Παμπούδη, Γιώργο Βέη.
Είναι βέβαιο πως, αν επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τις «ΕΝ ΒΥΘΩ…» αλήθειες με πλοηγό τους στίχους της συλλογής, θα μας φανερωθεί ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
«Το ξέρω πως δεν ήρθα άσκοπα στον κόσμο
και πως κάτι τουλάχιστον θ’ αγγίξω,
την αίσθηση ίσως που θ’ ανάψει μέσα μου λαμπάδα
να καίει στην εκκλησιά
για χάρη εκείνης της αγάπης που δεν γνώρισα» (σ.49).
Αξίζει να το δοκιμάσουμε, γιατί πρόκειται για λυτρωτική άσκηση νου και καρδιάς.