Σε πρώτο πρόσωπο
Το «Υπέρ Κεκοιμημένων…», τριακοστό ένατο λογοτεχνικό δημιούργημα της Ελένης Γκίκα, συγκροτεί μία συλλογή από εικοσιτέσσερα αλληλένδετα αλλά και αυτόνομα αφηγήματα, εκδομένα τον Ιούνιο του 2019 από τις εκδόσεις ΑΩ. Πρόκειται για κείμενα μικρής έκτασης, χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες, τα περισσότερα πλαγίως αυτοβιογραφικά και με αναφορές στις πρώτες παιδικές μνήμες και τον γενέθλιο τόπο.
Γερνάει η μνήμη; Γερνάνε οι λέξεις; Από παιδάκι μιλούσε μόνη. «Το κάνουν αυτό τα μοναχοπαίδια» τους καθησύχαζε ο παιδίατρος.
Η αφηγήτρια, με ύφος απροκάλυπτα εξομολογητικό, μιλά για το κοριτσάκι που υπήρξε κάποτε, ένα συνεσταλμένο μοναχοπαίδι γεννημένο πρόωρα και με το τραύμα της θερμοκοιτίδας (παιδί της γυάλας), ύπαρξη που «εφ’ όρου ζωής» φαίνεται να κουβαλά το άγχος μιας μάνας που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ξανά να κυοφορήσει. Η καθημερινότητα αυτής τη γυναίκας, από τη στιγμή που θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέχρι και την ωριμότητά της, δεν θα είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα φανταστικό ταξίδι με ένα βιβλίο ατέλειωτο, ένα μεγάλο αφήγημα με την πρώτη σελίδα να χάνεται στις ζωγραφιές και την τελευταία στον άπειρο χρόνο. Ωστόσο, χάρη σ’ αυτό το ταξίδι που στη συνέχεια θα της ανοίξει το δρόμο της συγγραφής, όλοι οι αγαπημένοι της, ζώντες ή κεκοιμημένοι, ─ οι φιγούρες του μπαμπά και της μαμάς αλλά και ο τόπος της, το Κορωπί μιας άλλης εποχής με τους τότε κατοίκους και τις συνήθειές τους να έχουν πλέον δραματικά εκλείψει −, ζουν και θα συνεχίζουν να ζουν ακέραια μέσα της.
Γερνάει ή δεν γερνάει τελικά η μνήμη; Χαμένος είναι μόνο ο ξεχασμένος μας χρόνος. Η αφηγήτρια αναφέρεται στη μητέρα της ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται στον εαυτό της έτσι όπως τον θυμάται παιδί (σε θυμάμαι κρεμασμένη στη φούστα της) και στη συνέχεια, με φωνή πρωτοπρόσωπη και γλυκόπικρη αποφαίνεται: «Όταν ήμουν μικρή με πήγαινε αυτή στο βουνό. Τώρα την πηγαίνω εγώ. […] Γελούσαμε και γελούσε μαζί μας και η γάτα η Ρίτα. […] Η μάνα μου ήταν πολύ καλή ράφτρα.[…] Τριάντα χρόνια δεν ήμουν τίποτα, ούτε βελόνα χρυσή, ούτε πένα μπικ».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η πρώτη ψήφος, οι παλιές φωτογραφίες μαζί με τα μαδημένα καπέλα και τις αποκριάτικες μάσκες, η πατρική φιγούρα (ο «φωτογραφημένος μπαμπάς» που θα τον έβαζε στο ίδιο κουτί με τα άθικτα παπουτσάκια της νούμερο 29) τα καλοκαίρια με τον τρύγο (από τότε στον νου της όλα ήταν φράκταλ) η αυλή της γιαγιάς και η συντροφιά του παππού, οι θείες (όλες έτσι τις λέγαμε τότε, θείες) αλλά και οι πρώτες μέρες στο σχολείο με τη μπλε-του Τσεκλένη- ποδιά, το αχρηστεμένο πια πατητήρι και τα αμπέλια που ξεριζώθηκαν για να στηθεί το αεροδρόμιο, τα πανηγύρια και όλα όσα αμετάκλητα χάθηκαν, πονάνε σαν ζωντανά όταν γράφει γι αυτά. Η χαμένη θαλπωρή μπλέκει με τη μυρωδιά του μούστου, μια Λουίζα που τη φώναζαν Μέντα αναδύεται σαν ένα βιβλίο κραυγή μέσα σε ένα παράξενο βιβλιοπωλείο με τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής» του Γκαελάνο δίπλα στη «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα. Η διήγηση, άλλοτε δραματική και άλλοτε ανάλαφρη, χάρη σε μια γλώσσα πλούσια σε εικόνες και διερωτήσεις, αναδεικνύει λόγο πολύτροπο, ειλικρινή, απτό και σωματικό: Το κρύο το αισθάνεται στα γόνατα. Όπως τον φόβο ακριβώς στο στομάχι. Ακολουθούν οι αρβανίτικες επικλήσεις της μάνας: βάιζεζα ιμε (κοριτσάκι μου) και ένας, τις περισσότερες φορές, ζοφερά επαναλαμβανόμενος Ιούλιος, μήνας που μέσα του γεννιούνται και χάνονται όλα τα σημαντικά: γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι, ατυχήματα και έρωτες, αλλά και ένας πατέρας που πλέον δεν τη θυμάται, αφού, όπως χαρακτηριστικά γράφει: μόνο με την αφή γίνομαι κόρη του, σκέφτηκα. Και πάλι η αναφορά στον Μπόρχες και τους Συνωμότες του, και το τέλος που βρίσκεται στην αρχή μέσα από φράσεις αποφθεγματικές που συνδέονται άρρηκτα με διηγήσεις όχι και τόσο συνηθισμένες και φιγούρες που στην παιδική φαντασία μοιάζουν με όνειρα ─ αφού, όπως διαβάζουμε στο απόσπασμα του Πάουλ Τσέλαν και μότο στην τρίτη ενότητα: η πραγματικότητα δεν υπάρχει, η πραγματικότητα πρέπει να αναζητηθεί και να κερδηθεί.
Να ’χεις να χάνεις.
Τώρα ανάβω κεριά, γράφω σαν να ξύνω πληγές.
Φοβίζει το άγνωστο όσο κι αν εκείνο, τελικά, που μας σκοτώνει δεν είναι παρά το γνωστό.
Η ζωή είναι μια σειρά από μισοτελειωμένες κινήσεις.
Στους μικρούς τόπους όλα συμβαίνουν στον υπερθετικό.
Ένας πατέρας που η μνήμη φαίνεται να τον εγκαταλείπει, μια γυναίκα που ονειρεύεται πως γράφει, ένα κορίτσι (η Αρασέλη), που όταν γεννιέται, μαζί της γεννιέται κι ένα βιολί, ένας μεγάλος παραμυθάς κι ένας σοφός μ’ ένα λυχνάρι, ένα Μαγικό Βουνό που συνομιλεί θαυμάσια με Τη μαγική πέτρα και Τα ρέμπελα με τα τρία κεφάλια, ένα πηγάδι βγαλμένο από παραμύθι αλλά και ένα πραγματικό πηγάδι που το συνοδεύει η ιστορία μιας μάνας που παραλίγο να γίνει Μήδεια, μια πόλη που μοιάζει με σκηνικό θεάτρου και μια ιδιόρρυθμη σκακίστρια που αναρωτιέται πώς γίνεται να συνυπάρξει η αυτοχειρία με την καλοπαιγμένη παρτίδα ενός ικανού σκακιστή, ένα μυστήριο γύρω από ένα ζευγάρι που με Μπόρχες συναντήθηκε, σκοτώθηκε, βασανίστηκε, εκδικήθηκε, αγαπήθηκε […] και με τον Μπόρχες δραπέτευσε από το προγονικό χρέος, δυο φίλες, η Μαριάννα και η Τιτίνα, που ώριμες πια τα ανακαλούν όλα αυτά και παραδέχονται ότι όλα μαζί είναι και θα είναι πάντα το είναι τους, η αφετηρία και οι ρίζες τους.
Με προμετωπίδα την πρόταση από την «Απορία του Αβερρόη» του Χ. Λ. Μπόρχες: «Αναλογίστηκε (χωρίς να το πολυπιστεύει) ότι αυτό που ψάχνουμε είναι συνήθως πολύ κοντά μας», και αφετηρία το απόσπασμα: «[…]Περπάτησε με το βλέμμα καρφωμένο στα ίχνη των βημάτων του, χωρίς να προσέξει ότι η άμπωτη τα έσβηνε σιγά σιγά και πως κάθε καινούριο βήμα ήταν ο μοναδικός, εφήμερος μάρτυρας του εαυτού του», από το: «ο ήλιος ήταν στο ύψος των ματιών του- Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους» του Κάρλος Φουέντες ─ μότο στην πρώτη ενότητα, η γραφή της Γκίκα, μέσα από αλλεπάλληλες αναδρομές και συνεχή φλας μπακ φωτίζει επεισόδια αλλά και εικόνες και πράγματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη σημάδεψαν, πυροδοτώντας μιαν εναγώνια ενδοσκόπηση και έναν διαρκή και πυκνό στοχασμό και αναστοχασμό, σκέψεις και αισθήσεις που ενώ προσπαθούν να ξεδιαλύνουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, πολύ γρήγορα θα διαπιστώσουν ότι: φαντασία, φόβος, όνειρο, ζωή που ζήσαμε, τελικά είναι ένα. Ποιητική νοσταλγία που θυμίζει Ταρκόφσκι, συγκρατημένος λυρισμός και στοχασμός χαμηλόφωνος∙ σε όλα τα κείμενα η γραφή είναι ασθματική και ακολουθεί τη συνειδησιακή ροή, με οδηγό της ένα βλέμμα ευφάνταστο και ευαίσθητο και έναν ήχο εξαιρετικά ρυθμικό που σε σημεία θυμίζει τραγούδι.