You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου:Τα Ελληνικά Σχολεία της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή.

Χρ. Δ. Αντωνίου:Τα Ελληνικά Σχολεία της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή.

Εκατό χρόνια κλείνουν εφέτος από την Καταστροφή της Σμύρνης, μιας μεγάλης πόλης για τα δεδομένα της εποχής που αριθμούσε πάνω από 400 χιλιάδες ελληνικό πληθυσμό. Ήταν η μεγαλύτερη πόλη στα παράλια της Μικρασίας και μόνο η Τραπεζούντα στην περιοχή του Πόντου μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Πολλοί, εκ των υστέρων κυρίως, κατέκριναν τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια του Βενιζέλου για την απελευθέρωση αυτών των τόπων αναλαμβάνοντας ένα τόσο μεγάλο ρίσκο τόσο για τον ελλαδικό όσο και για τον μικρασιατικό ελληνισμό. Όμως, ενώ μπορούμε να κατακρίνουμε τις υπερβολές της Μεγάλης Ιδέας, δεν μπορούμε ωστόσο να παραβλέψουμε τη συνεχή εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνική παρουσία σ’ αυτά τα μέρη. Δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψει η κεντρική πολιτική την ελληνική συνείδηση που διατηρήθηκε σ’ αυτά τα παράλια με ζωντανή τη μνήμη των Ιώνων φιλοσόφων, τη μνήμη του Αριστοτέλη, τη μνήμη της ζωντανής παράδοσης του ελληνισμού που δεν έπαψε να παλεύει τόσους αιώνες με την ανατολίτικη αμορφία. Κι αυτή την παράδοση της ελληνικής παιδείας, της ελληνικής γλώσσας διατήρησαν και ανέπτυξαν αυτές οι περιοχές, αλλά κυρίως η Σμύρνη.

Όταν, μάλιστα, στα μέσα του 17ου αιώνα οι πιέσεις των χριστιανικών κοινοτήτων στη Μικρά Ασία από  την Οθωμανική Αυτοκρατορία χαλάρωσαν, τότε άρχισαν να ιδρύονται σε πολλές πόλεις (Φιλαδέλφεια, Κυδωνιές, Πέργαμος) αλλά κυρίως στη Σμύρνη ελεύθερα ελληνικά σχολεία με ευρύχωρες και επιβλητικές κτιριακές εγκαταστάσεις και σύγχρονα εποπτικά μέσα και όργανα. Αυτά τα σχολεία στήριζαν ακόμη περισσότερο το ελληνικό φρόνημα και την ελληνική γλώσσα. Το αρχαιότερο σχολείο που λειτουργούσε στη Σμύρνη από το 1717 ήταν η «Ευαγγελική Σχολή». Πρώτος διευθυντής της μέχρι το 1780 υπήρξε ο Ιερόθεος Δενδρινός. Αρχικά έφερε διάφορες ονομασίες, όπως «Μεγάλο Σχολείον», «Ελληνικό Σχολείον», «Ελληνομουσείο» κ.ά. Οι ομογενείς το υποστήριξαν οικονομικά και η Σχολή αναπτύχτηκε αλματωδώς, ενώ με τη μεσολάβηση της Αγγλικής Κυβέρνησης αναγνωρίστηκε επίσημα από τις τουρκικές αρχές. Από το 1808 ονομάστηκε «Ευαγγελική Σχολή». Παρείχε κυρίως κλασική μόρφωση και καθώς βρέθηκε κάτω από την επιρροή εκκλησιαστικών παραγόντων έλαβε συντηρητικές θέσεις απέναντι στον ευρωπαϊκό και ελληνικό διαφωτισμό. Ο μεγάλος διαφωτιστής του Γένους, ο Αδαμάντιος Κοραής, φοίτησε σ’ αυτή τη Σχολή και σχολιάζοντας τον τρόπο διδασκαλίας της γράφει: «Ο διδάσκαλος και το σχολείον ωμοίαζαν όλους τους άλλους δασκάλους και τα σχολεία της τότε Ελλάδος, ήγουν έδιδον διδασκαλίαν πολλά πτωχήν, συνοδευομένην με πλούσιον ραβδισμόν».

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι προοδευτικοί κύκλοι της Σμύρνης αντιδρώντας στην κλασική μόρφωση που μονομερώς παρείχε στους μαθητές της η Ευαγγελική Σχολή και τον γενικότερο συντηρητισμό της, ίδρυσαν (το 1809-1810) το «Φιλολογικόν Γυμνάσιον», στο οποίο διδάσκονταν και οι θετικές επιστήμες και επικράτησαν οι νεοτερικές τάσεις του διαφωτισμού. Με υπόδειξη μάλιστα του Κοραή ανέλαβε τη διεύθυνσή του ο «σοφός και ενάρετος» Κωνσταντίνος Κούμας με βοηθό του, ως καθηγητή, τον άλλο διαφωτιστή Κωνσταντίνο Οικονόμου. Η λειτουργία  του Φιλολογικού Γυμνασίου τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και αποτέλεσε την αφορμή για τις ιδεολογικές διαμάχες που ξέσπασαν σ’ αυτά τα χρόνια στη Σμύρνη. Γι’ αυτό τον λόγο με την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ της Ευαγγελικής Σχολής το Φιλολογικό Γυμνάσιο έκλεισε το 1819.

Μετά την Επανάσταση Δημογέροντες και Επίτροποι Σμύρνης συμφώνησαν σε μια σειρά μέτρων για τον εκσυγχρονισμό της Σχολής. Σοφοί διευθυντές της πέτυχαν  να δώσουν νέα πνοή στη Σχολή, έτσι ώστε στα 1861 η Ελληνική Κυβέρνηση την θεώρησε ομότιμη με τα Γυμνάσια της Ελλάδας και οι απόφοιτοί της εισάγονταν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ευαγγελική Σχολή πέρα από την κλασική μόρφωση πρόσφερε και γνώσεις χρήσιμες για όσους επρόκειτο να ασχοληθούν με επιχειρήσεις ή με το εμπόριο ή να υπηρετήσουν ως υπάλληλοι τραπεζών και εμπορικών οίκων. Έτσι εισήχθησαν Εμπορικά μαθήματα και στη συνέχεια θα κριθεί απαραίτητο η ίδρυση Εμπορικής καθ’ εαυτό Σχολής. Ήταν άλλωστε επιβεβλημένο να συμβεί κάτι τέτοιο μιας και η Σμύρνη ήταν μεγάλο εμπορικό και οικονομικό κέντρο την περίοδο εκείνη. Όταν τη Δ/νση της Σχολής είχε ο διακεκριμένος παιδαγωγός I. Καπετανάκης 1910-1914, η Ευαγγελική Σχολή απέκτησε και Διδασκαλείο από όπου αποφοίτησαν πολλοί δάσκαλοι που στελέχωσαν σχολεία της Μικράς Ασίας και των Νήσων. Η λειτουργία της Ευαγγελικής Σχολής δεν περιορίστηκε στην πολυμερή Εκπαιδευτική αποστολή της, αλλά ανέπτυξε πολυσχιδή πολιτιστική δραστηριότητα με δημόσιες συζητήσεις για την παιδεία, επιμορφωτικές διαλέξεις, για το ευρύτερο κοινό, εκδόσεις περιοδικών.

Η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1922, έτος καταστροφής της Σμύρνης.  Το 1934 όμως επανιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, στην περιοχή της Νέας Σμύρνης, η «Ευαγγελική Σχολή Νέας Σμύρνης», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Λίγο πριν από την Καταστροφή του 1922 η Εκπαίδευση στη Σμύρνη βρισκόταν σε μεγάλο οργασμό. Στην Ευαγγελική Σχολή φοιτούσαν γύρω στους 1700 μαθητές, ενώ στα 237 ελληνικά σχολεία της περιοχής 62.770 μαθητές με συνολικό αριθμό υπηρετούντων καθηγητών 1047.

Σημαντική συμβολή στην Εκπαίδευση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας είχαν και τα ιδιωτικά σχολεία. Εξέχουσα θέση κατείχε το αλληλοδιδακτικό σχολείο των Αδελφών Μεθοδίου και Νικολάου Αρώνη που έφερε την ονομασία: Ελληνογαλλικόν Λύκειον. Είναι το σχολείο στο οποίο φοίτησε ο Γιώργος Σεφέρης, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Ιωάννης Πεσματζόγλου κ.ά. Αλλά και άλλα ιδιωτικά σχολεία διεδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην Εκπαίδευση της περιοχής, όπως το σχολείο του Βενέδικτου Κωνσταντινίδη, το σχολείο του Κωνσταντίνου Ροδέ, το Ελληνογερμανικόν Λύκειον του Κυριάκου Γιαννίκη, στο οποίο είχε διδάξει για ένα διάστημα και ο Δημήτρης Γληνός.

Τα παραπάνω σχολεία είχαν την ευθύνη για την εκπαίδευση μόνο των αγοριών. Οι αντιλήψεις της εποχής για τη γυναικεία εκπαίδευση, συνηγορούσης και της μακραίωνης τουρκικής σκλαβιάς, καθυστέρησαν πολύ την ίδρυση σχολείων θηλέων. Ωστόσο, σιγά σιγά, καθώς η γυναίκα έβγαινε προς την κοινωνία, και συγκεκριμένα τις δύο δεκαετίες πριν από την Καταστροφή, η περιοχή της Σμύρνης  γέμισε από σχολεία θηλέων, από «Παρθεναγωγεία». Η πρώτη Σχολή Θηλέων άρχισε να λειτουργεί στα 1830 και πολύ σύντομα εξελίχτηκε και ονομάστηκε «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» και λίγο πριν από το έτος της Καταστροφής διέθετε εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο, τριτάξιο γυμνάσιο, τριτάξιο διδασκαλείο, τριτάξια Εμπορική Σχολή, κλασικό γυμνάσιο και διτάξιο διδασκαλείο νηπιαγωγών.

Τη μορφωτική προσπάθεια της Εκπαίδευσης συμπλήρωναν τα διάφορα πολιτιστικά κέντρα και οι πάσης φύσεως σύλλογοι, όπως η Ιωνική Λέσχη, το Φιλολογικό Μουσείο Όμηρος, το Λαϊκό Κέντρο Σμύρνης, το Σωματείο της Φιλοεκπαιδευτικής Αδελφότητας, ο Γυμναστικός Σύλλογος Πανιώνιος, κ.ά.

Μεγάλος εκπαιδευτικός και πολιτιστικός οργασμός παρατηρείται στα χρόνια της Αρμοστείας (1919-1922) με αποκορύφωμα την ίδρυση του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Όμως η Καταστροφή της Σμύρνης άλλαξε τη μοίρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.