Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στα Κούρεντα Ιωαννίνων, ένα χωριό που βρίσκεται πολύ κοντά στο μέσον της διαδρομής της παλαιάς εθνικής οδού Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας, για μια απλή περιήγηση. Εκτός από την ομορφιά της ηπειρωτικής φύσης είναι πολλά αυτά που μπορεί να θαυμάσει κανείς σ’ αυτά τα μικρά χωριά της Ηπείρου: μνημεία, εκκλησιές, σχολεία, γεφύρια κ.ά., που ανήκουν σε παλαιότερες εποχές. Φανερώνουν μάλιστα τη θέληση των ανθρώπων, ιδίως εκείνων που βρίσκονται στην περιφέρεια μακριά από τα εκάστοτε εξουσιαστικά κέντρα, να κρατηθούν κοντά στην παράδοση του τόπου, στη θρησκεία τους, στη γλώσσα τους, στη φυλή τους. Φανερώνουν ακόμη την αισθητική τους, όπως την εκφράζουν αυτά τα λαϊκά δημιουργήματα, τα οποία, όπως ο Παρθενώνας εκφράζει την αισθητική του 5ου αι. π.Χ., έτσι κι αυτά εκφράζουν την αισθητική του τόπου και της εποχής. Κι επειδή αυτό που έχει ουσιαστικά αξία είναι η τάση για έκφραση, θα μπορούσα απ’ αυτή την άποψη να ισχυριστώ, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι τα δημιουργήματα αυτά, mutatis mutandis έχουν την ίδια αξία με τον Παρθενώνα και τουλάχιστον οπωσδήποτε την ίδια συναισθηματική βαρύτητα.
Ένα τέτοιο μνημείο κοσμεί τα Κούρεντα Ιωαννίνων, ο «Άγιος Γεώργιος». Πρόκειται για ένα ζωντανό μνημείο ναοδομίας και ζωγραφικής τέχνης της μεταβυζαντινής περιόδου, ιδιαίτερης αισθητικής αξίας. Μνημείο μεγάλων διαστάσεων, μήκους 20 περίπου μέτρων και πλάτους 12 μέτρων. Τρίκλιτη, καμαροσκεπής βασιλική με τρούλο και ευρύχωρο νάρθηκα στα δυτικά, διαδεδομένος αρχιτεκτονικός τύπος κατά τον 18ο αιώνα. Η ανέγερσή του πραγματοποιήθηκε, όπως μας πληροφορεί εξωτερική εγχάρακτη επιγραφή στο νότιο τοίχο, το 1774. Ο «Άγιος Γεώργιος» ήταν ένα συλλογικό όνειρο ζωής όλων όσοι κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή των Κουρέντων, στα Κουρεντοχώρια. Φτωχοί βιοπαλαιστές σ’ εκείνα τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας πρόσφεραν από το υστέρημά τους για να χτίσουν τον ναό και να δώσουν έτσι υπόσταση στη χριστιανική τους πίστη και στις παραδόσεις τους. Για να κληροδοτήσουν ακόμη στις επόμενες γενιές ένα λατρευτικό χώρο υψηλής καλαισθησίας: δωρικές γραμμές, λιτή και απέριττη αρχιτεκτονική και ένας θαυμαστός διάκοσμος, με εικόνες μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας.
Ο χρόνος που πέρασε από τότε άφησε το αποτύπωμά του: φούσκωσαν από την υγρασία οι τοίχοι, σάπισαν τα ξύλινα μέλη, ξάρμωσε η στέγη και από την αιθάλη των κεριών που άναβαν οι πιστοί καλύφτηκαν οι άλλοτε λαμπρές τοιχογραφίες. Το αίσθημα ευθύνης της Αδελφότητας Κουρέντων «Άγιος Γεώργιος» απέναντι στην πνευματική κληρονομιά της την οδήγησε στην υποβολή αιτήματος για την αποκατάσταση του Μνημείου στη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Εκτιμώντας το Υπουργείο την ιστορική, θρησκευτική, αρχιτεκτονική και αισθητική αξία της εκκλησίας ανέλαβε και υλοποίησε το 2013 πρόγραμμα καθαρισμού και συντήρησης των τοιχογραφιών κι έτσι ήλθε στο φως ένας κρυμμένος θησαυρός εξαιρετικής μεταβυζαντινής ζωγραφικής και άνοιξε ο δρόμος για μια συστηματική μελέτη και ερμηνεία του.
Η Κατερίνα Κοντοπανάγου, διδάκτωρ Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ανταποκρίθηκε με ανιδιοτέλεια και προθυμία στην πρόσκληση της Αδελφότητας Κουρέντων να αναλάβει μαζί με την ομάδα της το έργο της συστηματικής καταγραφής, ερμηνείας και αξιολόγησης της ζωγραφικής που ανήκει στους Καπεσοβίτες ζωγράφους Αθανάσιο, Ιωάννη και Γεώργιο. Αποτέλεσμα αυτής της πολύμηνης επιτόπιας έρευνας και μελέτης είναι το εν τίτλω αυτού του σημειώματος βιβλίο, την έκδοση του οποίου ανέλαβε η Αδελφότητα Κουρέντων. Πρόκειται για αξιόλογη δίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά) επιστημονική εργασία και μια καλαίσθητη έκδοση, μεγάλων διαστάσεων (22Χ29 εκατοστά) για να αποδίδει με ευκρίνεια τις τοιχογραφίες στο χαρτί. Σκοπός του βιβλίου είναι «να γνωρίσουν οι αναγνώστες σε βάθος τις μοναδικές τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου Κουρέντων και να συμβάλει στην έρευνα και στη μελέτη της μεταβυζαντινής τέχνης».
Στο πρώτο κεφάλαιο «Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του Αγίου Γεωργίου: Εκφάνσεις και προσανατολισμοί» γίνεται εμπεριστατωμένη μελέτη της ζωγραφικής των Καπεσοβιτών ζωγράφων: Αθανασίου, Ιωάννη και Γεωργίου που αποτελούν μάλιστα μία οικογένεια (πατέρας και δύο παιδιά). Η Κοντοπανάγου, βασισμένη σε συγκριτικές μελέτες, θεωρεί ότι ο σπουδαιότερος ζωγράφος του συνεργείου του Αθανασίου είναι ο γιος του Ιωάννης, στα έργα του οποίου διαβλέπει κανείς την τάση για ανανέωση της βυζαντινής ζωγραφικής στα Βαλκάνια. Στα άλλα κεφάλαια ακολουθεί η παρουσίαση επιγραφικών τεκμηρίων και ενδεικτικών εικονογραφικών θεμάτων (28 τοιχογραφίες και μία δεσποτική βιογραφική εικόνα περιγράφονται και αναλύονται).
Ως ένα γενικό συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε, τελείως συνοπτικά, ότι, κατά την Κοντοπανάγου, ο τοιχογραφικός διάκοσμος παρέχει «εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την τελευταία φάση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, την πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή έργων τέχνης κατά τον 18ο αιώνα στα Βαλκάνια αλλά και τις συλλογικές χορηγίες κατά τον τελευταίο αιώνα της οθωμανικής κυριαρχίας». Αν και βασική μέριμνα όλων των ζωγράφων μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι η συνέχιση της βυζαντινής τέχνης, ωστόσο η τέχνη που αναπτύσσεται στις περιοχές που τελούν υπό οθωμανική ή ενετική διοίκηση, χαρακτηρίζεται από τοπικές ιδιομορφίες, διαφορετικούς ρυθμούς, από τη διείσδυση ξένων στοιχείων, από «αφομοίωση επείσακτων εικονογραφικών μοτίβων και ενίοτε νέων εκφραστικών τρόπων».
Είναι μια ιστορική περίοδος με μεγάλη ελληνική εμπορική κινητικότητα και οικονομική άνθιση που ενισχύονται από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Τα ταξίδια πληθαίνουν και μαζί τους πληθαίνουν και οι πνευματικές και καλλιτεχνικές επιδράσεις. Είχε προηγηθεί άλλωστε και η κατάληψη της Κύπρου (1570) και της Κρήτης (1669) από τους Οθωμανούς και η συνακόλουθη παρακμή του Ενετικού εμπορίου. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναδειχθούν νέα οικονομικά και πνευματικά κέντρα: τα Επτάνησα και ιδίως η Κέρκυρα και η Ήπειρος. Και όσο αφορά την Ήπειρο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, δέχεται άμεσα τις συνέπειες των νέων οικονομικών συνθηκών. Τον 18ο αιώνα εξελίσσεται σε περιοχή με σταθερές οικονομικές και πνευματικές διασυνδέσεις με Δύση και Βαλκάνια. Έτσι, μπορεί κανείς να εξηγήσει τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις κατοίκων μικρών περιοχών, όπως των Κουρέντων, κι ακόμη τις ανανεωτικές τάσεις που ακολουθούν οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι στον Ναό του Αγίου Γεωργίου των Κουρέντων, αλλά και αλλού.
Στην ομάδα της Κοντοπανάγου συμμετείχαν οι ακόλουθες μεταπτυχιακές φοιτήτριες στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Βυζαντινές Σπουδές» του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: Διαμαντίνα Βασιλάκη, Βασιλική Κουτσού, Τσαμπίκα Πάλλα, Φωτεινή Τσακμάκη και ο μεταπτυχιακός φοιτητής Λάμπρος Μαστρογιαννόπουλος. Στην καθηγήτρια και τους εν λόγω φοιτητές αποδίδουμε τα νόμιμα εύσημα. Να συγχαρούμε ακόμη και τους Κουρεντιώτες Μιχάλη Αγγελίδη και Ιωάννη Τζέρπο για το ενδιαφέρον που έδειξαν για τον «Άγιο Γεώργιο» και προσκάλεσαν την πανεπιστημιακό Κατερίνα Κοντοπανάγου να διαθέσει τις γνώσεις της και το χρόνο της για την ανάδειξη του Μνημείου. Τέλος, συγχαρητήρια ανήκουν και στον Κωνσταντίνο Ζιάκα για την αμέριστη βοήθειά του κατά τις επισκέψεις της ερευνητικής ομάδας στο Μνημείο.