Ο τρόπος γραφής της Ανθούλας Δανιήλ στο Ψηφιδωτό, προ πάντων.
Η ποιητική πρόζα δεν άρεσε στον Σεφέρη, αλλά τίποτε δεν είναι οριστικό. Η ποιητική πρόζα του Ελύτη ανατρέπει την αυστηρή σεφερική άποψη, όσο κι αν αυτή εκφράζει μια κυρίαρχη θέση. Η παρέκκλιση όμως επιτρέπεται, γιατί η ποιητική πνοή σ΄ ένα κείμενο το κάνει περισσότερο ευέλικτο και περιεκτικό, αφού του χαρίζει κάτι από τη δυνατότητα του Πρωτέα να παίρνει πάμπολλες μορφές και να υπονοεί περισσότερα πράγματα απ΄ όσα δηλώνει.
Πιο κοντά στην ελυτική πρόζα η Ανθούλα Δανιήλ έχει κι αυτή τον τρόπο της να εκθέτει τα πράγματα, όπως γράφει στην εισαγωγή του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου της από τις καλές εκδόσεις «Νίκας»: Ψηφιδωτό, προ πάντων. Άλλωστε και το κάθε κείμενο έχει δικό του τρόπο και, θα έλεγα, εξαρτάται από τη δική του αφορμή. Κι όσο πιο ασήμαντες είναι οι αφορμές, τόσο κι ο πνευματικός κόπος του συγγραφέα είναι μεγαλύτερος κι αντίστοιχα η δημιουργία σημαντικότερη. Η τέχνη, δεν ξεχνάμε ότι, είναι δημιουργία εκ του μηδενός. Από μικρές αφορμές ξεκινούν τα κείμενα της Α.Δ., αλλά μετά αναπτύσσονται σε γεωγραφικές συντεταγμένες που αγνοούν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ήδη στην εισαγωγή του βιβλίου γράφει: «Το δορυφορικό κεφάλι μου, σαν τεράστιος αχινός, κοιτάζει ένα γύρο για να συλλάβει ό,τι κινείται στην περιφέρεια με άπειρα μάτια». Κι αυτό που κινείται και δίνει την αφορμή μπορεί να είναι ένας στίχος, ένα δέντρο, ένας κήπος σε ταράτσα, η παραλία στο εξοχικό της σπίτι, μια επίσκεψή της σ΄ ένα νησί, ο κήπος της, η συμμετοχή της σε πολιτιστική εκδήλωση κάποιου Σωματείου κ. ά. Και βέβαια πολύ μεγαλύτερη από τις μικρές αφορμές και τις μικροαιτίες στέκεται η πρόθεσή της να γράψει και να φανερώσει τα πράγματα που συνωθούνται μέσα της και κάθε φορά που δημοσιεύει ένα κείμενο προσθέτει και μια ψηφίδα στο όλο ψηφιδωτό του κόσμου της, σ΄ αυτό το «Ψηφιδωτό, προ πάντων». Πάνω από 70 τέτοιες ψηφίδες το συνθέτουν, όμορφες, φιλοτεχνημένες μία-μία με μαεστρία.
Και θα άξιζε πολύ να παρακολουθήσουμε το πώς η Α.Δ. φιλοτεχνεί, έστω, για παράδειγμα, μια-δυο απ΄ αυτές, για να καταλάβουμε και τον τρόπο γραφής της. Ανεβαίνει π.χ. τυχαία στην ταράτσα του σπιτιού εξαδέλφων της ( «‘Ένας κήπος στην ταράτσα») –κι αυτό το ασήμαντο γεγονός αποτελεί την αφορμή-μήτρα του κειμένου της–κι από εκεί ασκεί εποπτεία σε όλο το λεκανοπέδιο. Αρχίζει και μαζεύει μικρές-μικρές ψηφίδες που όλες μαζί θα συναποτελέσουν τη μεγάλη ψηφίδα της Αθήνας. Καταρχάς, βάζει προμετωπίδα τέσσερις στίχους του Παλαμά που υμνούν την Αθήνα. Έναν ύμνο άλλωστε για την Αθήνα αποτελεί το κείμενό της αυτό. Από την ταράτσα, με την ανατολή του ήλιου, απολαμβάνει τα μενεξελιά χρώματα του Υμηττού και στη συνέχεια αναφέρεται στα βυζαντινά μοναστήρια του και τους μύθους του. Βλέποντας την Πάρνηθα φέρνει στο μυαλό της τους δικούς της μύθους, το φρούριο της Φυλής, τον Θρασύβουλο, τους Τριάκοντα Τυράννους και τον τύμβο του αρχαίου ποιητή Σοφοκλή. Ύστερα τους μύθους της Πεντέλης, τη Σπηλιά δηλαδή του Νταβέλη, τη Δούκισσα της Πλακεντίας, το Μέγαρό της, το Μετρό, το σπήλαιο των Νυμφών. Το ίδιο για το Ποικίλο Όρος και το Αιγάλεω και το μυαλό της γεμίζει με εικόνες του Ξέρξη που η αλαζονεία τού τύφλωσε τα μάτια.
Τίποτε δεν ξεφεύγει από τη ματιά της καθώς είναι ανεβασμένη στην ταράτσα. Βλέπει τη θάλασσα στο βάθος, θυμάται τη γοργόνα του ποιήματος του Σεφέρη «Λεωφόρος Συγγρού», που υποβάλλει το θαλασσινό ταξίδι του ελληνισμού για την εύρεση της σύγχρονης ταυτότητάς του. Βλέπει την Ιερά Οδό (οπωσδήποτε θυμάται Σικελιανό) που οδηγεί δυτικά στον άλλοτε ποτέ καθαρότατο Σκαραμαγκά και στο Θριάσιο Πεδίο, βλέπει τη Μεσογείων, βλέπει τους πευκόφυτους λόφους του λεκανοπεδίου, του Φιλοπάππου, του Λυκαβηττού, του Στρέφη, τα Τουρκοβούνια και θυμάται το στίχο του καλύτερου Αθηναιογράφου, του Κωστή Παλαμά,: Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Η ματιά της Α.Δ. τ΄ αγκαλιάζει όλα, τ΄ αγαπάει όλα κι όλα τα πράγματα έχουν κάτι να της πουν. Από την ταράτσα που είναι ανεβασμένη η αθηνοκεντρική και ελληνοκεντρική ματιά της όλα τα βλέπει όμορφα. Αυτό δε σημαίνει ότι δε βλέπει και τις άσχημες πλευρές της Αθήνας, όπως στενά μπαλκόνια, σκοτεινούς ακάλυπτους, τεράστιες πολυκατοικίες που τρώνε τον χώρο και τη θέα, τα δάσος από τις κεραίες των τηλεοράσεων. Όλα αυτά δεν είναι για την Α.Δ. ικανά να αμαυρώσουν την ομορφιά της αιώνιας πόλης. Ως αντιστάθμισμα υπάρχει πάντα η δυνατότητα πάμπολλες ταράτσες να μετατραπούν σε κήπους με λεβάντα, δενδρολίβανο και μαντζουράνα, λουΐζες,, πασχαλιές, γαρδένιες, τριανταφυλλιές και τόσα άλλα που ένα-ένα με τη σειρά τους τα ονοματίζει η φίλανθη Ανθούλα. Ύστερα σχεδόν όλες οι ταράτσες της Αθήνας έχουν το μοναδικό προνόμιο να βλέπουν την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό κι αυτό δεν είναι λίγο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει· εξαρτάται από την οπτική του γωνία. Η ίδια πάντως βλέπει μαζί με τον Σεφέρη, όταν ο ήλιος ανατέλλει, να λάμπουν τα «χρώματα της Αττικής και οι μενεξελιές γραμμές των βουνών σαν χαραγμένες από χέρι ανθρώπου» και βολτάρει στα σύννεφα μαζί με τον Ελύτη σαν την «όμορφη αστραπή». Και το βράδια, «όταν χαμηλώνουν τ΄άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου», κατά τον Σεφέρη, βλέπει τον γαλαξία τ΄ουρανού να μοιάζει με στρας και τον περιφερειακό του Καρέα σαν περιδέραιο στον λαιμό του Υμηττού.
Το κείμενο αυτό, πρώτο κιόλας στη σειρά των ψηφίδων, είναι αντιπροσωπευτικό του τρόπου γραφής της Α.Δ. Πρόκειται για μια λογοτεχνική περιγραφή με πυκνές συνυποδηλώσεις, αλλά όχι μόνο περιγραφή. Προσεγγίζει και τη στοχαστική δοκιμιακή γραφή καθώς περιφέρεται ελεύθερα, χωρίς θεματολογικούς και χρονικούς περιορισμούς, χωρίς συγκεκριμένη σειρά. Τα στοιχεία, πληροφορίες-σκέψεις, που συνθέτουν το εν λόγω κείμενο είναι πάρα πολλά. Αξιόλογη είναι η συχνή χρήση στίχων κατάλληλων κάθε φορά γι΄ αυτό που αφηγείται. Όλ΄ αυτά είναι μικρές ψηφίδες στη μεγαλύτερη ψηφίδα. Τα σταχυολογεί εύκολα με αυτόματους συνειρμούς και τα συνδυάζει και τα συνθέτει με ποητική πνοή.
Παρά το πλήθος όμως των πληροφοριών, και ιδίως των ποιητικών αναφορών, μένει πιστή στην αρχική της ιδέα, των όσων δηλαδή βλέπει από το ύψος μιας ταράτσας. Δεν ξεχνάει ποτέ το κύριο θέμα της. Γι΄ αυτό και το κείμενο τελειώνει με αναφορά σε ταράτσες που θυμάται είτε στην τέχνη είτε στην πραγματικότητα και που για την κάθε μία δίνει βασικές πληροφορίες. Τέτοιες ταράτσες αναφέρει: του Ιάκωβου Ρίζου, εκείνη στο 1900 του Μπερτολούτσι, του Εττόρε Σκόλα, την ταράτσα του Μουσείου της Ακρόπολης απέναντι στον Παρθενώνα, του Μουσείου Μπενάκη κ.ά.
Ως δεύτερο παράδειγμα που θα δείξει εμφανέστερα τον χαρακτήρα της γραφής της Α.Δ. διαλέγω μιαν άλλη ψηφίδα του βιβλίου της: τη «Φλόρα Μιράμπιλις». Έχει ως προμετωπίδα το στίχο του αγαπημένου της ποιητή Ελύτη:
Ύστερα φαίνεται να ΄ρχεται η Flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της (Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Τετάρτη, 1β).
Στο κείμενό της αυτό αφηγείται μια συνηθισμένη έξοδό της, όταν ήταν φοιτήτρια, και συγχρόνως περιγράφει την παρέα της με τον τότε ποιητικό συνοδοιπόρο και κατόπιν σύζυγό της. Σκοπός μου στα παρακάτω είναι να δείξω πώς σε καθημερινές συνήθειες και ενέργειες εισβάλλει στη γραφή της η ποίηση και γενικότερα η τέχνη. Έτσι θα ανιχνεύσουμε για δεύτερη φορά ποιος είναι ο τρόπος για τον οποίο κάνει λόγο στην εισαγωγή του βιβλίου.
Από του τίτλου άρξασθαι. Η Φλόρα Μιράμπιλις (=Μαγική Άνθηση) είναι ο τίτλος μιας όπερας του Σπυρίδωνος Σαμάρα που παίχτηκε στην Αθήνα το 1979. Πρόκειται για όπερα με ερωτικό περιεχόμενο που στο τέλος της παράστασης όλοι θα τραγουδήσουν: «Ημέρα δίχως ήλιο είναι η ζωή δίχως έρωτα». Όμως η Ανθούλα στο νου της είχε το 2ο ποίημα της συλλογής του Ελύτη Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, όπου αναφέρεται η «Flora Mirabilis αδειάζοντας από ΄να πελώριο χωνί λουλούδια», όπως άλλωστε εικονίζεται και στην πομπηιανή τοιχογραφία του 4ου αι. π.Χ. στο Μουσείο της Νεαπόλεως, Flora/Χλωρίδα, που κοσμεί και την είσοδο στο βιβλίο της για τον Οδυσσέα Ελύτη: Μια Αντίστροφη πορεία… Στα κείμενα της Ανθούλας τίποτε δεν είναι τυχαίο και πάντα ένας Ελύτης αφανής και αόρατος της κρατά το χέρι και την καθοδηγεί.
Στην πρώτη κιόλας παράγραφο του κειμένου της μας θυμίζει μιαν άλλη μυθολογική ερωτική ιστορία: «Ντυμένη Άνοιξη, ζεσταινόμουνα και θυμόμουνα τον Άρη μου και η μνήμη μου ξετύλιγε το κουβάρι μου…». Εκείνη την ιστορία μάλλον που ο Ήφαιστος άπλωσε ένα δίχτυ στο κρεβάτι του για να αιχμαλωτίσει το παράνομο ζευγάρι, τον Άρη (τον θεό του πολέμου) και την Αφροδίτη. Ο μύθος αυτός έχει δώσει πολλή τροφή στην τέχνη και ιδίως στη ζωγραφική. Η Α.Δ. παίρνει από την ιστορία μόνο το όνομα του Άρη, για να υπονοήσει τον δικό της αγαπημένο, αλλ΄ όμως και μόνο η αναφορά αυτή κρατάει το κείμενο σ΄ ένα ερωτικό κλίμα, που αποτελεί συγχρόνως κι ένα αισιόδοξο, ανοιξιάτικο μήνυμα, γιατί «η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική, ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό, των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη, τα παιδιά της Κλεοπάτρας όλο χάρις κι ομορφιά». Παρασυρμένη από τους όμορφους αυτούς στίχους του Καβάφη φαίνεται να ξεστρατίζει από το θέμα της, αλλ΄ ωστόσο η ομορφιά είναι μέσα στο θέμα του έρωτα και της άνοιξης. Γρήγορα με στροφή της κεφαλής προς τον Ελύτη επανέρχεται στο θέμα με την αναφορά της στη «φανατικιά παπαρούνα» του από το πολύ ερωτικό πεζό κείμενό του «Άνοιξη παρά τέταρτο» («Ανοιχτά χαρτιά»):
Λοξά, και στο πείσμα του ανέμου, που γι’ αλλού ταξίδευε το σπόρο της,
θα μπουκάρει μεσ’ από δυο σκιστές μαλτεζόπετρες
να σαλέψει κάτω απ’ τα ρουθούνια της χειμωνιάς
το κόκκινο μπαϊράκι της η φανατικιά παπαρούνα.
Κι ευθύς αμέσως αναφέρεται στο ποίημα, πάλι του Ελύτη τον οποίο γνωρίζει βαθιά μέχρι μυελού των οστέων του, «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα» αποκαλύπτοντάς μας έτσι και την καταγωγή του τίτλου του βιβλίου της και παρατείνοντας το ερωτικό κλίμα του κειμένου της. Και καθώς παραθέτει απ΄ αυτό το παρακάτω απόσπασμα: «Στ΄ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία/μια κηλίδα/μωβ/πήγαιν΄/ερχότανε» μας υποβάλλει και την άλλη όψη του έρωτα, το πένθος του («μια κηλίδα μωβ»), τον θάνατο που επιφέρει. Και τελείως συνειρμικά, όπως και στα παραπάνω, πετάγεται στη γνωστή ανάλαφρη φράση, όσο αφορά τον περίπατο: «στης Ακρόπολης τα μέρη, ο Μιμήκος και η Μαίρη». Ο παιγνιώδης όμως τρόπος τής αναφοράς της στο ερωτευμένο ζευγάρι, μοιάζει σαν ανάλαφρος σχολιασμός στο προηγούμενο νόημα της μωβ κηλίδας, αφού όπως είναι γνωστό, το ερωτευμένο ζευγάρι αυτοκτόνησε. Κι εδώ ο λόγος είναι συνυποδηλωτικός θυμίζοντάς μας ότι η Άνοιξη δεν είναι μόνο λουλούδια και έρωτας αλλά και θάνατος.
Ο περίπατος εκείνος της αφηγήτριας μετά από μιαν ανέμελη περιήγηση στο Παναθηναϊκό Στάδιο κατέληξε στον Βύρωνα, στην περιοχή Κοπανά. Αυτό γίνεται αφορμή να θυμηθεί άλλο ένα ερωτικό θέμα, στο οποίο ηρωΐδα είναι η χορεύτρια και κατεξοχήν ερωτική γυναίκα Ισιδώρα Ντάνκαν. Η αδελφή του Σικελιανού, Πηνελόπη, ήταν σύζυγος του αδελφού της Ντάνκαν. Με τ΄αδελφια της είχαν κτίσει σ΄αυτή την περιοχή ένα σπίτι, γνωστό ως Παλάτι του Αγαμέμνονα και σήμερα γνωστό ως σπίτι της Ντάνκαν. Κι εδώ δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί σε πρόσωπα που σχετίζονται με την τέχνη.
Κι όταν κάποια άλλη φορά ο περίπατος κατέληξε στον Κήπο του Μουσείου κι εκεί, ανάμεσα στα φιλιά και τα χάδια, έχασε το σκουλαρίκι της σχολιάζει: «Όχι μαργαριταρένιο σαν του κοριτσιού του Βερμέερ ή της Αφροδίτης, χρυσό όμως σε σχήμα καρδιάς». Η σκέψη της είναι διαρκώς συνδεδεμένη με τους μύθους της λογοτεχνίας και της τέχνης. Όλα τα γεγονότα της καθημερινής της ζωής έχουν την αντίστοιχη πλατωνική ιδέα στην ποίηση και στην τέχνη. Αυτές τις ιδέες ανακαλεί κάθε φορά που η πραγματικότητα της δίνει αυτές τις μικρές αφορμές και είναι η πνευματική της σκευή που της επιτρέπει αυτή τη συνειρμική αναγωγή στην όμορφη πλευρά της ζωής. Λίγο παρακάτω στο ίδιο κείμενο αυτή η ομορφιά την κάνει να γράψει: «Άστραφτα, μέσα κι έξω, κι έτρεμα· να ουρλιάξω από Άνοιξη ήθελα». Αισιοδοξία;; Κάτι περισσότερο μου φαίνεται: χαρά , έντονη χαρά που έρχεται από τον έρωτα και την αγάπη της για τη ζωή. «Τώρα», γράφει «σκέφτομαι τι στιγμές ήταν εκείνες που τις λαχταράει ο λογισμός, τα χέρια του κλαδιά των δέντρων απλωμένα, τα μάτια του όλο το μέλι του Υμηττού. Τα πόδια του δυνατά σαν του Κένταυρου…. Με τη ράχη στη μάντρα, δεν μου έβγαλε τα σκουλαρίκια για να με φιλήσει, ας τα χάσω και τα δύο, αλλά «στο τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω» («Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, «Το κόκκινο άλογο») οφείλω την πιο δυνατή, πρωτόγνωρη και συγκλονιστική εμπειρία». Συγκλονιστικές είναι οι εμπειρίες της και στο παρόν που οφείλονται στην αγάπη της για τη ζωή. Κι αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα της που οφείλεται στη βιοθεωρία της έχει περάσει στη γραφή της, η οποία είναι ποιητική, αισιόδοξη, υμνητική, δοξαστική. Παντού σε κάθε φράση της κρυμμένος ο Ελύτης, ο δάσκαλός της και οδηγός της.