Ας αρχίσω με τον αφορισμό του Ηράκλειτου: «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ΄ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα».
(Αυτόν τον κόσμο, ο οποίος είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, δεν τον δημιούργησε ούτε κάποιος από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους, αλλά ήταν πάντοτε και είναι και θα είναι φωτιά πάντοτε ζωντανή που μόνη της ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένους νόμους).
Αυτά τα «μέτρα», αυτοί οι νόμοι, -που ορίζουν την εσωτερική νομοτέλεια του κόσμου, τον ρυθμό και την τάξη του,- είναι, κατά τον σκοτεινό φιλόσοφο της Εφέσου, ο αιώνιος Λόγος του κόσμου. Με βάση αυτό τον Λόγο γίνονται οι μεταβολές και εναλλαγές του Όντος, η πάλη των αντιθέτων, ο πόλεμος, η ροή μέσα στο διαρκές ηρακλείτειο γίγνεσθαι του κόσμου, αλλά και η παλίντροπος αρμονία. Ο Λόγος είναι η ενοποιητική δύναμη που συνέχει τον κόσμο.
Αν και ο ηρακλείτειος Λόγος διέπει τα πράγματα, όμως δε βρίσκεται έξω από τα πράγματα, έξω από τον κόσμο, αλλά μέσα στο σύμπαν, αφού κατά τον φιλόσοφο όλα ένα είναι. Άλλωστε όλη η Ελληνική Φιλοσοφία μέχρι τον Πλάτωνα απορρίπτει κάθε μορφή δυϊσμού και θεωρεί τον κόσμο, το Ον, ως τη μοναδική ύπαρξη.
Επομένως ο Λόγος δε βρίσκεται κάπου ξεχωριστά, δεν είναι Θεός και δεν έχει καμιά σχέση με τον Λόγο του προλόγου τού κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Με άλλα λόγια, ενώ η ελληνική σκέψη έχει μονιστικό χαρακτήρα, η χριστιανική αντίληψη αποδέχεται τον δυϊσμό, τον διαχωρισμό δηλαδή του δημιουργού και της δημιουργίας. Κι αυτός ο δυϊσμός αποτελεί τη βάση του Χριστιανισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, αλλά είναι ολοφάνερος και στη βυζαντινή αγιογραφία. Η χρήση του χρυσού χρώματος π.χ. θέλει να δηλώσει έναν υπερβατολογικό κόσμο.
Ωστόσο, η απεικόνιση της γέννησης του Χριστού στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ δεν παύει να δηλώνει τον υπερβατολογικό χαρακτήρα, συγχρόνως όμως η λειτουργία της διαφοροποιείται. Τα υπερφυσικά δηλαδή στοιχεία ατονούν, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο γιατί σε πολλές παραστάσεις που έχω δει περιορίζεται η χρήση του χρυσού χρώματος, αλλά γιατί «ενώνονται με τα φυσικά, όπως κι η ουράνια δόξα με την ταπεινότερη φτώχεια», όπως λέει ο Μικρασιάτης μεγάλος αγιογράφος μας Φώτης Κόντογλου.
Τα σταθερά στοιχεία της γέννησης του Χριστού τα βρίσκουν οι αγιογράφοι μέσα στα Ευαγγέλια του Λουκά και του Ματθαίου. Τα κυριότερα από αυτά είναι: η φάτνη, οι ποιμένες, οι Μάγοι, οι άγγελοι, το αστέρι. Λείπει το σπήλαιον που το συναντάμε αργότερα στα κοντάκια, τους ύμνους και στα διάφορα τροπάρια («Και η γη το σπήλαιον το απροσίτω προσάγει…»). Το σπήλαιον καταλαμβάνει το κέντρο της παράστασης της Γεννήσεως. Μπροστά σ’ αυτό εικονίζεται το Θείον Βρέφος στη φάτνη με το βόδι και το άλογο κοντά του, η Παναγία ξαπλωμένη ή γονατιστή και σε μια από τις δύο κάτω άκρες εικονίζεται παράμερα ο Ιωσήφ σκεφτικός και με λυπημένη έκφραση. Εικονίζονται κι άλλες μορφές βέβαια, αλλά η ύπαρξή τους δεν βασίζεται στα επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας.
Οι αναλύσεις που κάνουν οι ειδικοί σε σχέση με την αξία και τη θεολογική ερμηνεία αυτής της παράστασης είναι πολλές φορές αξιοθαύμαστες. Εμένα όμως με ενθουσιάζει η προσωπική μου παρατήρηση, όσο αφορά τον ενοποιητικό ρόλο που διαδραματίζουν αυτές οι παραστάσεις της γέννησης του Χριστού, όχι από τη θεολογική, αλλά από τη φιλοσοφική ελληνική άποψη του ηρακλείτειου Λόγου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι διακρίνω όλα αυτά τα στοιχεία και oi μορφές να παρατίθενται σε τρία επίπεδα που τα χωρίζουν με, περισσότερη σε ορισμένες περιπτώσεις ή λιγότερη σε άλλες, ακρίβεια δύο οριζόντιοι άξονες: το υψηλότερο περιέχει μεταφυσικά στοιχεία και μορφές (αγγέλους, άστρο, ως συμμετοχή γενικά του θείου), το κατώτερο που περιέχει μορφές ανθρώπων και στοιχεία από την καθημερινή ζωή (ποιμένες, Μάγους, γυναίκες, δενδρύλλια, κατσίκες, λουτρό…) και το μεσαίο επίπεδο που περιέχει την Παναγία και το Θείο Βρέφος, το οποίο συνδέει το πάνω και το κάτω επίπεδο, αφού είναι και θεός και άνθρωπος. Όλο το Σύμπαν δηλαδή σε μια παράσταση, σε μια γιορτή, σε μια οντολογική εν κινήσει ενότητα. Όλα ένα είναι.
Το πιο ενδιαφέρον βέβαια σ’ αυτή την υπόθεση είναι η διαλεκτική των ιδεών, η σύνθεση των αντιθέσεων, των ελληνικών μονιστικών αντιλήψεων και των χριστιανικών δυϊστικών θέσεων. Στις ωραιότερες παραστάσεις γέννησης Χριστού, που είναι της Μονής Δαφνίου, του Οσίου Λουκά και της φορητής εικόνας του Αντρέι Ρουμπλιόφ, μπορούμε καλύτερα να χαρούμε το νόημα της ελληνικής-ηρακλειτικής ενότητας του κόσμου. Φαίνεται ότι μετά το 843 μΧ , μετά δηλαδή την αποκατάσταση των εικόνων, το ελληνικό πνεύμα αρχίζει να επιβάλλεται περισσότερο και να διαμορφώνει μια χαλαρή αλλά ικανοποιητική συναντίληψη, όσο αφορά την τέχνη, ανάμεσα στον ελληνισμό και τον Χριστιανισμό.
Ο Ιωσήφ, αν και Εβραίος, αλλά της ελληνιστικής Ανατολής, παραμερισμένος στην παράσταση, όπως ήδη είπαμε, σε μια από τις δύο κάτω γωνιές της, και χωρίς ουσιαστική σύνδεση με τη γέννηση, με έκφραση σκεφτική και λυπημένη, φαίνεται ότι δεν δέχεται τη μεταφυσικού χαρακτήρα γέννηση του Χριστού. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ο Ιωσήφ ήθελε να εγκαταλείψει την Παναγία κρυφά και να φύγει, όταν την είδε ετοιμόγεννη, πλην όμως τον εμπόδισεν ο άγγελος («Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής , δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν»).
Αλλά και στο δοξαστικό των Μεγάλων Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων «Τάδε λέγει Ιωσήφ προς την Παρθένον Μαρίαν. Τι το δράμα τούτο, ο εν σοι τεθέαμαι? Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι. Λάθρα τοίνυν απ’ εμού γενού …». Η αμφιβολία του για το υπερλογικό γεγονός είναι έκδηλη. Το προσωπικό του βέβαια δράμα μέσα από την τέχνη μετατρέπεται σε καθολικό- ανθρώπινο. Ο Έλληνας ζωγράφος δεν παραλείπει ποτέ να το επισημαίνει, καθώς η ψυχή του γεμίζει με νόστο για κείνη την ηρακλείτεια ενότητα του κόσμου.
Είναι έτσι τα πράγματα ή έτσι εγώ νομίζω? Πάντως ως δείγμα καλής θέλησης εκ μέρους μου θα κλείσω με το αντίπαλο δέος, με το κοντάκιο των Χριστουγέννων:
Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι.
μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον
ο προ αιώνων θεός.