Στο εμπροσθόφυλλο του βιβλίου διαβάζω ότι η Βάννα Πασούλη σπούδασε Νομικά και Βυζαντινή-Νεοελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο εν Αθήναις, και ότι εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εμπειρίες δηλαδή και γνώσεις που αποτελούν, μαζί με το αφηγηματικό της βέβαια ταλέντο, το διαβατήριό της για το ταξίδι της στην ονειροχώρα της λογοτεχνίας. Ήδη μάλιστα, εκτός απ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων, που σήμερα παρουσιάζουμε, έχει εκδώσει το 2008 και μια ποιητική συλλογή: Μέρες του Νόστου.
Το βιβλίο «Ο εφταξούσιος και άλλα διηγήματα», που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα, αξίζει να το διαβάσουν οι φίλοι του είδους και όχι μόνο, γιατί περιέχει αξιόλογα διηγήματα. Πλούσιο στην υπαινικτική έκφραση συναισθημάτων, εύστοχο στη διατύπωση κάθε φορά του μύθου, πιστό στο τυπικό του αντίστοιχου λογοτεχνικού είδους. Κι όπως ξέρουμε το διήγημα δεν είναι βέβαια μυθιστόρημα.. Το δεύτερο είναι πολυσέλιδο, έχει μια εκτεταμένη αφήγηση, είναι πολυπρόσωπο, πολύπλοκο, πολύπτυχο και ο μυθιστοριογράφος έχει την άνεση, χρησιμοποιώντας πλούσια μυθοπλασία, να ολοκληρώνει τους χαρακτήρες των ηρώων του. Αντίθετα, το διήγημα είναι ένα πολύ σύντομο κείμενο. Έχει περιορισμένη έκταση, όχι μόνο σε σελίδες, αλλά και στην εσωτερική εξέλιξη του μύθου. Στο διήγημα τα περισσότερα στοιχεία της υπόθεσης είναι όχι φανταστικά, αλλά πραγματικά ή φαίνονται ως πραγματικά και σχετίζονται με τη ζωή του κεντρικού ήρωα, για τον οποίο ο διηγηματογράφος οφείλει να δώσει στον αναγνώστη μια πλήρη ηθογράφηση και ψυχογραφία, αλλά και μια γενικότερη αίσθηση της ζωής του. Για να το πετύχει αυτό αναγκάζεται να αφηγηθεί τα γεγονότα μ’ ένα πυκνό και λιτό λόγο. Τελείως απαραίτητο κρίνεται άλλωστε η πολύ καθαρή σύλληψη του θέματος, ο μετρημένος συνδυασμός αφήγησης-διαλόγου και περιγραφής, η ανάλογα με την περίπτωση σωστή χρήση της γλώσσας, η αφαιρετική διάρθρωση της πλοκής κ.ά
Ο διηγηματογράφος ακόμη, χωρίς να δηλώνει τι θέλει να πει, κατευθύνει την αφήγησή του με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή από μόνη της να δείχνει στον αναγνώστη τον σκοπό του που ασφαλώς επιδιώκει ο συγγραφέας, ο οποίος τι άλλο θέλει παρά να ερμηνεύσει τη ζωή μέσα από αντιπροσωπευτικές-σημαντικές μορφές της. Έτσι, η περιγραφή ή η αφήγηση του διηγήματος εντατικοποιείται και εστιάζεται γύρω από έναν ήρωα και από ένα δραματικό ή εξαιρετικό γεγονός, έτσι ώστε ο αναγνώστης να συνάγει διδάγματα και συμπεράσματα για τη ζωή και την πραγματικότητα.
Σ’ αυτό τα τυπικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού είδους η Βάννα Πασούλη μένει πιστή και πολλαπλώς τα αξιοποιεί. Έχοντας ως υπόβαθρο τις γνώσεις της, που λέγαμε στην αρχή, τις εμπειρίες από τη ζωή της επαρχίας, του νησιού της (της Χίου), και γενικότερα της ζωής, έχοντας ακόμη ώριμες ιδεολογικές θέσεις, αλλά και την ευαισθησία να παρατηρεί και να εσωτερικεύει καταστάσεις, μας δίνει σ’ αυτό το βιβλίο 11 αξιόλογα διηγήματα, η θεματολογία των οποίων είναι ενδιαφέρουσα και πλούσια:
Στο διήγημα π.χ. Η παράσταση ξεσκεπάζει τον βρώμικο τρόπο ανάδειξης μιας ηθοποιού, η οποία, ενώ παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπος και με κοινωνικά αισθήματα, στην ουσία το μόνο που επιζητούσε ήταν η προσωπική της ανάδειξη. Είναι ηρωίδα αντιπροσωπευτική ανάλογων περιπτώσεων του σήμερα.
Στο διήγημα Ο καλογιάννος η ηρωΐδα Βέρα προβαίνει σε μια κριτική για τον πολιτισμό της Αμερικής σε σύγκριση με τον ελληνικό πολιτισμό. Η σύγκριση συμπυκνώνεται στα δύο αγάλματα: της Ελευθερίας στο Liberty Island, τεράστιο κι άχαρο, και στο άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη. Αυτή η σύγκριση αναδεικνύει ασφαλώς την υπεροχή του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού που στοιχεία του ως παραδοσιακός απόηχος αλλά και πνευματική κατάκτηση του νεοελληνισμού χαρακτηρίζουν το παρόν. Κάποια συναισθηματική αντίθεση εκφράζει η φίλη της η Ελένη που σπούδασε στην Αμερική κι είχε αφήσει εκεί τον άνθρωπο που αγάπησε και για την τύχη του οποίου αγωνιά, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, όταν έπεσαν οι δίδυμοι πύργοι, όπου εργαζόταν ο αγαπημένος της. Ο καλογιάννος, αυτό το μικρό μεταναστευτικό πουλί που φεύγει το φθινόπωρο και επανέρχεται την άνοιξη, είναι το εύρημα της Βέρας, της συγγραφέως δηλαδή, που συμβολίζει την ερωτική άνοιξη που θα έρθει για τη φίλη της. Λογική και συναισθηματική τρυφερότητα χαρακτηρίζει όλο το διήγημα.
Δεν θα ήθελα να προχωρήσω παρακάτω και να παραλείψω δυο λόγια για το διήγημα: Ο συλλέκτης. Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα, όχι μόνο για τη θεματολογία του, αλλά κυρίως, θα έλεγα, για τη λογοτεχνικότητά του. Αφήγηση και περιγραφή βρίσκονται σε μια πολύ δίκαιη και αποδοτική αντιστοιχία. Περιεχόμενο και λεκτική του έκφραση σε μια «σολωμική», θα έλεγα για να συνεννοηθούμε, αγαστή συγκυρία για τον πεζό λόγο.
Κλασική, τέλος, για την εποχή μας είναι η θεματολογία του, καθώς αποτελεί ένα λογοτεχνικό-διηγηματικό δοκίμιο για την μέσα στο χρόνο αλλαγή των συνειδήσεων, των αξιών του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος σιγά-σιγά εγκλωβίζεται μέσα σε καβαφικά τείχη. Ένας ευαίσθητος συλλέκτης ομορφιάς και ανθρώπινης ευαισθησίας στα παιδικά και νεανικά του χρόνια μεταμορφώνεται σε έναν κομπιουτερά, έναν πρακτικό και συμφεροντολόγο άνθρωπο, στο πρότυπο της τεχνολογικής μας εποχής. Πολύν καημό φαίνεται να έχει η συγγραφέας γι’ αυτή τη σύγχρονη αλλοτρίωση του ανθρώπου. Και όλοι μας ίσως, γιατί την έχουμε ζήσει στο πετσί μας. Καθώς τελείωνα το διάβασμα του Συλλέκτη, δεν ξέρω γιατί, για να ισορροπήσω ίσως ψυχικά, θυμήθηκα, κι ας μη φανεί παράξενο, το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», που διδάσκει ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία και πειθαρχία στο νόημα του ανθρώπου. Ίσως το θυμήθηκα , γιατί οδηγήθηκα συνειρμικά από τα Τείχη του Καβάφη, στις Θερμοπύλες του και στη συνέχεια στο επίγραμμα.
Επειδή ασφαλώς δεν είναι σκόπιμο να αναφερθώ σε όλα τα διηγήματα της συλλογής, θα προσεγγίσω λίγο περισσότερο ένα μόνο ακόμη, το πρώτο με τίτλο: Επιστροφή στο αμετάκλητο.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Ζωρζής, διαπρεπής φυσικός επιστήμονας που ζει στον Καναδά, καθηγητής εκεί Πανεπιστημίου, συνεργάτης της NASA. Άνθρωπος παρά ταύτα χαμηλών τόνων. Φτωχόπαιδο που γεννήθηκε στη Χίο, «κοιλάρφανο» που τον μεγάλωσε αβοήθητη η μάνα του, για την οποία ο Ζωρζής τρέφει μεγάλη αγάπη. Η Αλεξάνδρα είναι η δεύτερη γυναίκα του που τη γνώρισε στο Τορόντο, όπου ήταν αποσπασμένη από το Υπουργείο Παιδείας στο γραφείο εκπαίδευσης ελληνοπαίδων εξωτερικού και την παντρεύτηκε μετά από λίγους μήνες γνωριμίας στην Αμερική. Ίσως ήταν η μοναξιά του εξωτερικού, οι ατέλειωτοι χειμώνες του Καναδά, ίσως τον ενθουσίασαν τα άπταιστα αγγλικά της (ήταν της αγγλικής φιλολογίας), ίσως κιόλας το μεγάλο ενδιαφέρον της που έδειξε γι’ αυτόν, αφού κολακεύτηκε που ο Ζωρζής ήταν ένας πολύ επιτυχημένος επιστήμονας, ίσως… ίσως… Όλα αυτά τον έκαναν να την ερωτευτεί και τον οδήγησαν στη βιαστική, όπως θα φανεί, απόφασή του να την παντρευτεί.
Τα καλοκαίρια συνήθιζε να κάνει για ένα κάποιο διάστημα διακοπές, πού αλλού, στη Χίο. Δεν ήταν μόνον ο νόστος για τον τόπο του, αλλά και η μάνα του που τον έφεραν κι αυτό το καλοκαίρι στο νησί μαζί ασφαλώς με την οικογένειά του, την Αλεξάνδρα και τη μικρή κόρη τους. Η δεύτερη μέρα στο νησί κύλησε με τον συνηθισμένο για διακοπές τρόπο: ξύπνημα αργά το πρωί, πρωινό, θάλασσα όλο το μεσημέρι. Για το απόγευμα είχε προγραμματίσει να πάνε και οι τρεις να δούνε τη μάνα του που τον περίμενε ολόκληρο τον χειμώνα. Η γυναίκα του όμως αντί να τον ακολουθήσει, βρήκε την πρόφαση πως η κόρη του γιατρού έχει γενέθλια και έχουν κανονίσει έξοδο να παίξουν τα παιδιά τους, αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Άλλωστε, όπως του είπε, οι μαμάδες έχουν κανονίσει μια παρτίδα μπριζ.
Μόνος του, πικραμένος, επισκέφτηκε τη μάνα του, δικαιολόγησε την απουσία της γυναίκας του. Και της κόρης του. Όλα όσα έβλεπε μέσα στο σπίτι του έφερναν βροχή τις μνήμες. Μια φωτογραφία της πρώτης του γυναίκας, που έφυγε από τη ζωή από την επάρατο, του θύμισε τις δυσκολίες του ώσπου να ξανασταθεί στα πόδια του. Και τώρα ερχόταν στην επιφάνεια η απογοήτευσή του από τη συμπεριφορά της γυναίκας του, η οποία σε κάποια συζυγική διένεξη του πέταξε» «Σιγά τώρα μη μας πεις πως παντρευτήκαμε κι από έρωτα, στην ηλικία που ήμασταν».
Αποχαιρετά τη μάνα του και καθώς την ασπάζεται της ψιθυρίζει: «παρηγοριά μου». Χαμηλών τόνων άνθρωπος καθώς ήταν νιώθει ότι μετά από τη ζεστασιά της μάνας, , που αποτελεί κάτι αμετάκλητο, που δεν αλλάζει, επιστρέφει στην ψυχρή καθημερινότητά του, στην προβληματική σχέση με τη γυναίκα του, που κι αυτό μάλλον δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Επιστροφή δηλαδή και στη μια και στην άλλη περίπτωση στο αμετάκλητο.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο μύθος του διηγήματος, ο σκελετός. Ένα σπίτι όμως γίνεται όμορφο όταν διακοσμηθεί με μεράκι, μπούνε κουρτίνες, έπιπλα , μικροστολίδια, μικροπράγματα κτλ. Δεν φτάνει μόνον ο σκελετός. Ούτε στην Ιλιάδα δεν φτάνει μόνο το κύριο θέμα της: ο θυμός του Αχιλλέα. Χρειάζεται το υπόλοιπο ποιητικό σώμα του ομηρικού έπους. Το ίδιο και στο διήγημά μας. Χρειάζονται όλα τα άλλα: περιγραφική ικανότητα, διηγηματική χάρη, λεκτική ευαισθησία, πετυχημένη έκφραση συναισθημάτων, αναδρομές, αρχιτεκτονική διάταξη κ.ά. Κι όλα αυτά τα στοιχεία, που κάνουν τα υλικά του μύθου λογοτεχνία, τέχνη, υπάρχουν στο διήγημα, γιατί θεωρώ ότι η Πασούλη είναι, όχι μόνο καλή αρχιτέκτων, αλλά και καλή διακοσμήτρια.
Ο τόμος παίρνει τον τίτλο του από το τελευταίο ωραίο διήγημα που γράφεται με τον τρόπο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο οποίο ο κεντρικός ήρωας Μαθιός του Σταματιού, « αγαθός την ψυχήν», προκειμένου να υπερασπίσει την ελευθερίαν του, το «αυτεξούσιον», όπως είχεν ακούσει τους λογίους να λέγουν, επικαλέστηκε λανθασμένα το επίθετο που στο στόμα του έγινε «εφταξούσιος».
Μ’ αυτό το βιβλίο της η Βάννα Πασούλη νομίζω ότι έκανε μια πολύ καλή εμφάνιση στο χώρο της πεζογραφίας.