Παίρνω την ευκαιρία από την καθιερωμένη γιορτή της Εθνικής Αντίστασης (25 Νοεμβρίου) εναντίον των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής, για να γράψω δυο λόγια για το αντιστασιακό ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου: «Μπολιβάρ». Γράφτηκε τον χειμώνα του 1942-43, στη μέση δηλαδή της Κατοχής. Κυκλοφόρησε στην αρχή σε χειρόγραφα που τα διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Στα 1943 μάλιστα εκδόθηκαν και δύο ακόμη ποιητικά βιβλία, που βρίσκονται μέσα στο ίδιο αντιστασιακό κλίμα, το «Ήλιος ο Πρώτος» του Οδυσσέα Ελύτη και η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου.
Και τα τρία είναι γραμμένα, λιγότερο ή περισσότερο, με υπερρεαλιστική γραφή. Ενώ όμως τα δύο τελευταία αποτελούν μια πολύ λυρική αντίσταση, θα λέγαμε «του ελληνικού φωτός ενάντια στο σκοτάδι του φασισμού» εκείνης της εποχής, που δύσκολα το καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντάς τα, ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου είναι ένα επικολυρικό ποίημα καθαρά αντιστασιακό. Αποτελεί έναν έπαινο στους γενναίους και ελεύθερους ανθρώπους, όπως φαίνεται ευθύς αμέσως στους πρώτους στίχους:
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά…(…)
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις(…)
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Κι ο Μπολιβάρ, ο γνωστός ήρωας-επαναστάτης της Νότιας Αμερικής του 19ου αιώνα, που πέτυχε πολλά σε βάρος της αποικιοκρατικής πολιτικής των Ισπανών, εξισώνεται στη συνείδηση του ποιητή με τον Έλληνα ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Οδυσσέα Ανδρούτσο. Κοινό σημείο της εξίσωσης η επαναστατικότητα που τους χαρακτηρίζει. Αυτό το στοιχείο συγκινεί τον ποιητή και πλάθει στο «Μπολιβάρ» έναν υπέροχο επικολυρικό ύμνο:
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μεσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.(…)
Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου(…). Ροβάλαγες τα βουνά κι’ ετρέμαν τ’ άστρα (…) με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο….
Η πρωτοτυπία του ποιήματος, καθαρά υπερρεαλιστικού χαρακτήρα, είναι ότι ο Μπολιβάρ, μια ξένη προσωπικότητα, εγγράφεται, με το ξετύλιγμα των στίχων, στα ελληνικά δεδομένα. Ο ποιητής τον θεωρεί «του Ρήγα Φεραίου παιδί» και «του Αντωνίου Οικονόμου» κι ακόμη τα νοτιοαμερικάνικα τοπία, που αποτελούν τον χώρο δράσης του Μπολιβάρ, εναλλάσσονται με μεσογειακά και κυρίως με ελληνικά τοπία:
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε την οργή τους
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά(…)
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνεται ένας Μπολιβάρ(…) λαμπρός σαν ήλιος έδυσε(…)
Πίσω από τα βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέος.
Η εναλλαγή των τοπίων ακολουθεί όμως και μιαν αντίστροφη πορεία, από την Ελλάδα δηλαδή προς τη Ν. Αμερική. Ο ποιητής παρουσιάζεται να είναι ξαπλωμένος στην κορυφή του βουνού Έρε, που είναι η ψηλότερη κορφή της Ύδρας, του νησιού που στα χρόνια της Κατοχής είχε γίνει σύμβολο της Ελευθερίας, και να ατενίζει τα νησιά του Σαρωνικού και την Αίγυπτο, αλλά η ματιά του φτάνει και μέχρι τις χώρες της Ν. Αμερικής:
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεμβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παλαμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουραγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Ενώ δηλαδή ένας Έλληνας ποιητής, καλώς εχόντων των πραγμάτων, ξεκινάει την έκθεσή του από τα ελληνικά δεδομένα (πρόσωπα, τοπία) και σταδιακά επεκτείνεται προς τον άλλο κόσμο, όμως στο ποίημα αυτό ο Εγγονόπουλος ακολουθεί αντίστροφη πορεία: όχι από τα μέσα προς τα έξω, αλλά από τα έξω προς τα μέσα. Αυτή η αντιστροφή αποτελεί ένα δείγμα ελληνολατρίας και πατριωτισμού του ποιητή που ελληνοποιεί κάθε άξιο πράγμα. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος μάλιστα, για να δείξει πόσο το ποίημα αυτό διακατέχεται από ελληνολατρία, γράφει στις σημειώσεις του βιβλίου σχετικά με την απαρίθμηση των ονομασιών των κρατών της Νοτίου και Κεντρικής Αμερικής: «Πέρα από την εμορφιά και την ευρυθμία τους, η αναφώνηση των ονομασιών αυτών των κρατών χρησιμεύει εδώ σαν προπέτασμα για την έξαλλη εκδήλωση ελληνολατρίας του ποιήματος». Άλλωστε γι’ αυτό, ενώ ο τίτλος του ποιήματος είναι «Μπολιβάρ», ο υπότιτλος είναι: «ένα ελληνικό ποίημα». Αυτή η ελληνολατρία του Εγγονόπουλου είναι που τον οδηγεί να πολιτογραφήσει Έλληνα ή σχεδόν Έλληνα τον Μπολιβάρ. Ο γνωστός στίχος του ποιήματος που προβαίνει σ’ αυτή την πολιτογράφηση είναι:
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Ο ποιητής δεν γράφει «ωραίος ως Έλληνας», αλλά «ωραίος σαν Έλληνας» και ασφαλώς γνωρίζει τη νοηματική διαφορά του «ως» και του «σαν». Αυτό όμως το «σαν» μήπως είναι η λέξη κλειδί όσο αφορά την ελληνολατρία του ποιήματος; Σ’ ένα σχόλιό του γι’ αυτόν τον στίχο ο ίδιος ο ποιητής γράφει: «Σαν θυμηθεί τον σωκράτειον ορισμό, πως, να είσαι Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής αλλά αγωγής τότε καταλαβαίνει κανείς σε τι ύψη καλλονής έχει τη δυνατότητα να φτάσει ποτέ ένας Έλλην». Κι αυτά τα ύψη καλλονής ίσως αποτελούν και το εγγονοπουλικό όραμα που αποβλέπει στην κατάργηση αυτού του «σαν» και την αντικατάστασή του με το «ως». Ο δρόμος από το «σαν Έλληνας» στο «ως Έλληνας» είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι ίσως ο δρόμος που έκανε στην περίοδο της Κατοχής η Εθνική Αντίσταση. Ίσως είναι ο δρόμος που έχει να διανύσει σήμερα ο ηθικά και οικονομικά χειμαζόμενος ελλαδικός ελληνισμός. Έτσι ο Μπολιβάρ μ’ άλλα λόγια γίνεται το σύμβολο της αντίστασης, του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους από τους Γερμανούς, αλλά και όλου του κόσμου από κάθε είδους Κατοχή.