Από του εξωφύλλου άρξασθαι με ένα άστοχο ερώτημα. Ποιος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Χωρικά ύδατα; Στο χώρο της λογοτεχνίας δεν υπάρχει, φαντάζομαι, κανείς που να μη γνωρίζει τον ποιητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο, και συγγραφέα με πάνω από 1100 δημοσιεύσεις που έχει κάνει τις τελευταίες δεκαετίες για πρόσωπα, θέματα και περιοδικά της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Έχει ακόμη εκδώσει πολλές βιβλιογραφίες ποιητών και συγγραφέων, όπως των: Γιώργου Σεφέρη, Γ.Κ. Κατσίμπαλη, Άγγελου Σικελιανού, Οδυσσέα Ελύτη, Ρόδη Ρούφου, Αλέξανδρου Κοτζιά, Μανόλη Αναγνωστάκη, Κ.Π. Καβάφη κ.ά., που αποδείχτηκαν πολύτιμα εργαλεία για τους μελετητές της Λογοτεχνίας μας. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε πέντε ερμηνευτικά βιβλία για τον Καβάφη, πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές και το αυτοβιογραφικό έργο Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου. Έχει επίσης επιμεληθεί την έκδοση του τρίτου τόμου των Δοκιμών του Γ. Σεφέρη και τη Νέα Έκδοση των Ποιημάτων του, καθώς επίσης την αλληλογραφία του ποιητή με τον Τίμο Μαλάνο και τον Γ.Κ. Κατσίμπαλη κ.ά.
Για όλη αυτή την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα έχει ανακηρυχθεί το 2006 Επίτιμος Διδάκτωρ Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 2010 του Πανεπιστημίου Πατρών. Τέλος, το 2015 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού έργου του.
Με τον τίτλο Χωρικά ύδατα μας υπενθυμίζει, νομίζω, ο συγγραφέας το λογοτεχνικό πεδίο που διερευνά και στο οποίο μεγάλη έκταση κατέχουν, όπως γνωρίζουμε, οι μείζονες ποιητές Καβάφης και Σεφέρης. Όπως προλογικά δηλώνει, οι συγγραφείς και τα έργα που σχολιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο τον «έχουν απασχολήσει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν» και «συγκροτούν ένα μεγάλο μέρος από το λογοτεχνικό εικονοστάσι» του. Στα Χωρικά ύδατα λοιπόν ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος περιλαμβάνει κι άλλα ονόματα που συνιστούν γι’ αυτόν τον απαραίτητο ζωτικό χώρο του αρχιπέλαγου των ενδιαφερόντων του για την ελληνική λογοτεχνία. Ο τίτλος μάλιστα μας θυμίζει κάπως τον καβαφικό στίχο «αγαπημένα των πατρίδων μας νερά». Μας αποκαλύπτει λοιπόν ο συγγραφέας, ήδη με το εξώφυλλο, αυτά τα επί πλέον ονόματα που αποτελούν πόλους των ενδιαφερόντων του. Είναι κατά σειράν ο Στέλιος Σεφεριάδης, ο Λευτέρης Αλεξίου[1], ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Patrick Leigh Fermor, ο Νίκος Γκάτσος, ο Νάσος Δετζώρτζης, ο Ρόδης Ρούφος[2], o Lawrence Durrell, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γ.Π. Σαββίδης. Οι παραπάνω συγγραφείς, αν και έζησαν και δημιούργησαν σε διαφορετικές εποχές, ωστόσο συστεγάζονται σ’ αυτό το βιβλίο με κοινό κριτήριο, πέρα από την αξία της προσφοράς τους στα Γράμματά μας, την «ηθική στάση που διατήρησαν σε όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής και της δημόσιας παρουσίας τους».
Το πρώτο δοκίμιο του βιβλίου αφορά τον Καβάφη και περιέχει πρωτότυπα σχόλια στα ερωτικά ποιήματα του Αλεξανδρινού. Καταρχάς, προσπαθεί να προσδιορίσει την έννοια του ερωτικού ποιήματος και ύστερα να προσδιορίσει ποσοτικά τον αριθμό των ερωτικών ποιημάτων. Στο σύνολο των 305 καβαφικών ποιημάτων βρίσκει ως ερωτικά τα 89, αριθμός δηλαδή όχι ευκαταφρόνητος, καθώς αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου. Ο συγγραφέας με λόγο λιτό, ρεαλιστικό και ευθύγραμμο διεξέρχεται το σύνολο αυτών των ποιημάτων και βρίσκει ότι οι πριν από τον Καβάφη ποιητές μας που έχουν γράψει ερωτικά ποιήματα «στιχουργούν τον καημό τους με ευγένεια, τρυφερότητα και συχνά με υπερβολική γλυκερότητα και αισθηματολογία», ενώ ο Αλεξανδρινός εκφράζεται απροκάλυπτα, με λιτό ρεαλισμό, έχοντας «ως πρωταρχικό συστατικό των στίχων του την ηδονική απόλαυση». Προς επίρρωση της άποψής του παραθέτει τη γνώμη του Σεφέρη ότι «Ολόκληρη η ποίηση του Καβάφη κρυσταλλώνεται γύρω από το στέλεχος ενός νέου σώματος» καθώς και τη γνώμη του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη ότι ο Καβάφης «Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής που ο λόγος του είναι λόγος σωματικός». Αυτή τη διαφορά κλίματος υποθέτει ο συγγραφέας ότι είχε στο μυαλό του ο Καβάφης, όταν στα 1932 στην Αθήνα σε ιδιωτική συζήτηση με τον Γιώργο Θεοτοκά είχε χαρακτηρίσει εμφαντικά όλους τους Αθηναίους ποιητές ρομαντικούς. Και πέρα απ’ όλα τα άλλα καίρια και πρωτότυπα σχόλια, που κάνει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος επί του θέματος, καταλήγει στις καβαφικές βιοθεωρητικές θέσεις και συμβουλές, όπως είναι διατυπωμένες στο ποίημα «Δυνάμωσις», για το οποίο μάλιστα μεταξύ άλλων γράφει ότι «υπαινίσσεται και τη δικαίωση του ερωτικού πάθους»:
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει από το σέβας κι από την υποταγή
….από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί….
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.
Το δεύτερο δοκίμιο αφορά και πάλι τον Καβάφη με τίτλο «Η μορφή του Καβάφη-καμωμένη από φίλον του-ερασιτέχνην». Εξετάζει δηλαδή ο συγγραφέας την εικαστική αποτύπωση της μορφής του ποιητή και μας εκπλήσσει με την ενδελεχή έρευνά του σχετικά με τα πορτρέτα και τα σκίτσα που απεικονίζουν τον Καβάφη από τους συγκαιρινούς του έως και από σημερινούς εικαστικούς. Με μεγάλη υπευθυνότητα στην αναζήτηση των πληροφοριών και τη διατύπωση των σχολίων του ο Δασκαλόπουλος διεξέρχεται ένα πολλαπλά δύσκολο θέμα καθώς έπρεπε να λαμβάνει υπόψη του τον μεγάλο αριθμό των καλλιτεχνών που φιλοτέχνησαν κατά καιρούς πορτρέτα του ποιητή, τις αντιδράσεις του ίδιου του ποιητή, ενόσω ζούσε, απέναντι στα πορτρέτα του (λίγα του άρεσαν) και τα έργα που κόσμησαν τις κατά καιρούς εκδόσεις των ποιημάτων του Καβάφη. Πρόκειται πραγματικά για έναν ερευνητικό άθλο. Στην έρευνά του εστιάζει στην προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Κεφαλληνός στα 1921 και που έγινε πασίγνωστη χάρη στο εξώφυλλο της δίτομης έκδοσης των καβαφικών ποιημάτων από τον Γ.Π.Σαββίδη, εκδ. Ίκαρος. Την καλλιτεχνική εργασία της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Αλεξανδρινού (1935) ανέλαβε με την παρότρυνση του φίλου του ο Τάκης Καλμούχος, που είναι «κατά την άποψη των ειδικών περί τα τυπογραφικά, ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχουν τυπωθεί στη χώρα μας». Έβαλα σε εισαγωγικά την προηγούμενη πρόταση από το βιβλίο, για να φανεί ότι ο Δασκαλόπουλος δεν βγαίνει ποτέ από τα χωρικά του ύδατα, αλλά όταν οι αξιολογήσεις ανήκουν σε άλλους αρμοδιότερους παραχωρεί αμέσως τη θέση του. Με την ίδια ευαισθησία, όταν εκφράζει κάποια άποψη, σπεύδει να την τεκμηριώσει προσφεύγοντας σε άλλους που αντιμετώπισαν το ίδιο θέμα. Το δοκίμιο συνεχίζει την έρευνα και αναφέρεται και σε πολλούς άλλους καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με τη μορφή του Καβάφη : Κωνσταντίνο Μαλέα, Γιώργη Δήμου, Ευθύμη Παπαδημητρίου, Γιώργο Γουναρόπουλο, Νίκο Γώγο, Α. Τάσσο, Νίκο Εγγονόπουλο, Παναγιώτη Τέτση και δεκάδες άλλους.
Το δοκίμιο για τον ποιητή Στέλιο Σεφεριάδη, τον πατέρα του Γιώργου Σεφέρη, έχει ως αφόρμηση την παρατήρηση του Γιώργου Θεοτοκά στο κείμενό του «Ο Γιώργος Σεφέρης όπως τον γνώρισα», όταν το περιοδικό Εποχές αφιέρωσε κάποιες σελίδες στον ποιητή μετά τη βράβευσή του με Νόμπελ. Έγραφε τότε ο Θεοτοκάς: «Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, απ’ όλους τους μελετητές που καταπιάστηκαν με το έργο του Γιώργου Σεφέρη, κανείς, απολύτως κανείς δεν φαίνεται να σκέφτηκε το πολυσήμαντο θέμα πατέρας». Αυτό το βιβλιογραφικό κενό οδήγησε τον συγγραφέα να διερευνήσει την ποιητική και μεταφραστική πορεία του Στυλιανού Σεφεριάδη, για να διαπιστώσει κυρίως τις πιθανές επιδράσεις στο έργο του Σεφέρη. Απ’ αυτή τη διερεύνηση προκύπτει ότι ήταν ακραίος δημοτικιστής και στα ποιήματά του είχε έντονη Παλαμική επίδραση. Ο Παλαμάς μάλιστα του αφιέρωσε ως αντίδωρο ένα τετράστιχο, ενώ κι ο Καβάφης ξεχώρισε μερικούς στίχους του. Όσο αφορά τις μεταφράσεις του ισχύουν τα ίδια που χαρακτηρίζουν την ποίησή του: «γλώσσα αμιγώς δημοτική, συνεχείς ρίμες, επίμονος και ισοπεδωτικός δεκαπεντασύλλαβος που αγνοεί και παραβλέπει τις τυχόν μορφικές και ρυθμικές ιδιαιτερότητες του κάθε πρωτοτύπου. Η Σαπφώ για παράδειγμα, ο Σοφοκλής, ο Μπωντλαίρ, ο Βύρων μεταφράζονται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο», διαπιστώνει ο συγγραφέας. Δεύτερη διαπίστωση του κριτικού Δασκαλόπουλου είναι ότι πατέρας και γιος «δεν έχουν κανένα κοινό σημείο στην ποίησή τους». Επισημαίνεται όμως ότι ο δεύτερος «έχει τις ρίζες του στο λόγιο πνευματικό περιβάλλον του πατέρα του», όπως ακριβώς και τα δύο αδέρφια του. Σεφεριάδης και Σεφέρης ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους στην ποίηση και τη ζωή.
Με το δοκίμιο για τον Λευτέρη Αλεξίου ο Δασκαλόπουλος προσπαθεί να επαναφέρει στο λογοτεχνικό προσκήνιο έναν αγνοημένο «από τις σύγχρονες ιστορίες της λογοτεχνίας μας και με περιορισμένη παρουσία στις ποιητικές ανθολογίες» ποιητή, μεταφραστή, μουσικό συνθέτη, εκδότη περιοδικών, επιμελητή. Πρόκειται για έναν πολυσχιδή δημιουργό, για έναν αληθινό homo universalis που γνώριζε γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά, αλλά και αρχαία ελληνικά και λατινικά. Ανήκει στην καταπληκτική οικογένεια των Αλεξίου στο Ηράκλειο της Κρήτης, καθώς ήταν γιος του Στυλιανού Μιχ. Αλεξίου και αδελφός της Γαλάτειας και της Έλλης. Γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1964. Είναι συγγενής και φίλος του Νίκου Καζαντζάκη και είναι επόμενο το έργο του να έχει επιδράσεις του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα. Ο Δασκαλόπουλος δίνει αρκετά στοιχεία από τη ζωή και τις δραστηριότητές του (περιοδικό Κάστρο), αναφέρεται ως βιβλιογράφος στο έργο του (Ανάγλυφα και Σύμβολα, μετάφραση ασμάτων της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, Κρητικό χρονικό των πολέμων και των κατοχών κ.ά.), αλλά και ως κριτικός προβαίνει σε σχολιασμούς και αξιολογήσεις. Αν και ο Λευτέρης Αλεξίου με τον εργασιακό του χώρο, το «studio», αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην πνευματική ζωή του Ηρακλείου κατά τον Μεσοπόλεμο, όμως δυστυχώς, επισημαίνει ο Δασκαλόπουλος, «ακολούθησε την τύχη που επιφυλάχτηκε και σε άλλους παραδοσιακούς ποιητές μας που εμφανίστηκαν και δημιούργησαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, καθώς υποσκελίστηκαν και τελικώς παρασύρθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 από το ορμητικό κύμα του μοντερνισμού και της νεωτερικής ποίησης».
Μιαν απροσδόκητη σχέση μεταξύ Μαλακάση και Σεφέρη ανιχνεύει ο Δασκαλόπουλος στο επόμενο δοκίμιο μέσα σε ένα πλαίσιο αναζήτησης των πιθανών επαφών του Σεφέρη με την μεταπαλαμική παραδοσιακή ποίησή μας. Αν και οι δύο ποιητές έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητα και διαφορετικούς ποιητικούς προσανατολισμούς, ωστόσο υπάρχουν και κάποια κοινά στοιχεία, όπως ότι επηρεάζονται και οι δύο από την ποίηση του Παλαμά και ότι έχουν δεχτεί τα διδάγματα της γαλλικής ποιητικής παραγωγής. Έχουν επίσης και οι δύο δεχτεί δάνεια στοιχεία από τη λαογραφική παράδοση και τους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού. Ύστερα τους συνδέει το κοινό στοιχείο της αγάπης και του θαυμασμού τους προς τον Ζαν Μορεάς. Ο Μαλακάσης είχε μεταφράσει στη γλώσσα μας τις Stances του ελληνογάλλου ποιητή κι ο Σεφέρης το 1921 είχε δώσει στο Παρίσι την πρώτη δημόσια ομιλία του με θέμα τον Ζαν Μορεάς. Γενικά η στάση του Σεφέρη απέναντι στον Μαλακάση είναι μια στάση σεβαστική και είναι αρκετές οι φορές που ο πρώτος μνημονεύει τον δεύτερο είτε θετικά είτε αρνητικά. Στο Σεφερικό μυθιστορημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη παρατίθεται ένα τρίστιχο από το ποίημα «ιφ» του Μαλακάση κι ακόμη ο πρώτος στίχος από το ποίημά του «Το Δάσος». Αλλά και η Μπίλιω της Στροφής του Σεφέρη πασιφανώς είναι η Μπίλιω της κυρ’ Αννιώς του Μαλακάση, όπως καταδείχνουν οι σχολιασμοί του δοκιμιογράφου μας.
Στα ίδια Χωρικά ύδατα ανήκει και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, που συνδέθηκε με τον Σεφέρη με εγκάρδια φιλία, όπως φαίνεται από την μεταξύ τους αλληλογραφία. Ήλθε στην Ελλάδα το 1934 αλλά με τον διπλωμάτη ποιητή γνωρίστηκε μάλλον το 1945, λίγο πριν τον εμφύλιο. Η φιλία τους βασίστηκε στη λογοτεχνία και τη γενικότερη παιδεία τους. Ο Φέρμορ είχε ζήσει για χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο και γνώριζε καλά τη γαλλική και αγγλική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα διάβαζε μανιωδώς ελληνική ποίηση και ως εκ τούτου ήταν φυσικό να γνωρίσει τον Σεφέρη. Τη φιλία τους δεν την επισκίασε η αγγλική πολιτική στην Κύπρο, γιατί ο Φέρμορ εναντιώθηκε στην προπαγανδιστική αντίληψη ότι οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες και έκρινε το αίτημά τους και τον απελευθερωτικό τους αγώνα για ένωση με την Ελλάδα δίκαιο. Ο Δασκαλόπουλος δίνει πολλά στοιχεία από τα ταξίδια και τη ζωή του Φέρμορ, για τα βιβλία του και τα γεγονότα εκείνα που συνέβαλαν στη διατήρηση του θερμού κλίματος της φιλίας τους, αν και ήταν άνθρωποι και «συγγραφείς διαφορετικής ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας». Αυτό που θαυμάζει κανείς σ’ αυτό το δοκίμιο, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση του βιβλίου, είναι η γνώση εκ μέρους του Δασκαλόπουλου πλείστων όσων λεπτομερειών για τη ζωή των προσώπων που μελετά, το λογοτεχνικό τους έργο, τις ιδεολογικές γραμμές, τις αλληλεπιδράσεις των συγγραφέων, τις πνευματικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Ακόμη ο τρόπος που τα εκθέτει, δίνουν ολοκληρωμένα δοκίμια που μένουν πιστά στο σκοπό που εξυπηρετούν.
Το κύριο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γκάτσου είναι, όπως ξέρουμε, Η Αμοργός, ένα εκτενές ποίημα που καταλαμβάνει ένα περίπου τυπογραφικό δεκαεξασέλιδο και που δημοσιεύεται στα 1943 μέσα στην κατοχή. Η δεύτερη έκδοσή της στα 1963 περιλαμβάνει και δύο ακόμη ποιήματα: «Ο ιππότης και ο θάνατος (1513)» και το «Ελεγείο». Μετά την Αμοργό ο Γκάτσος ασχολήθηκε με μεταφράσεις και με τη σύνθεση στίχων για τραγούδια. Το πλατύ κοινό απ’ αυτά τα τραγούδια τον ξέρει. Κατά την περίοδο 1930-1943 αν έγραψε κάτι, αυτό είχε μείνει στην αφάνεια. Αυτή την περίοδο ακριβώς έρχεται ο Δασκαλόπουλος με το δοκίμιό του: Ο Γκάτσος πριν από τον Γκάτσο να φωτίσει. Είναι μια πρωτότυπη μελέτη, όπως ακριβώς και όλες οι προηγούμενες, γιατί σ’ αυτά τα κείμενα ο συγγραφέας εξετάζει κρυφές πλευρές από απάτητους δρόμους. Έτσι μας αποκαλύπτει καταρχάς την παρθενική εμφάνιση του Γκάτσου που είναι ένα διήγημα που επιγράφεται «Ένας ασήμαντος άνθρωπος», για να ακολουθήσουν λιγοστά ποιήματα σε περιοδικά της εποχής: Νέα Εστία 1931-32 και Ρυθμός 1933. Στα επόμενα χρόνια όλη η ποιητική συγκομιδή δεν ξεπερνάει τα επτά ποιήματα και μερικές βιβλιοκρισίες και σχόλια για τα Δώρα της αγάπης της Μυρτιώτισσας, τις Στεριές και θάλασσες του Κωστή Μπαστιά και για τα διηγήματα Ο ομογενής Βλαδίμηρος του Θράσου Καστανάκη. Ο κριτικός Δασκαλόπουλος σχολιάζει και αξιολογεί μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα και στη συνέχεια, με αφορμή κυρίως την αρνητική βιβλιοκρισία που κάνει ο Γκάτσος στην ποιητική συλλογή της Μυρτιώτισσας Δώρα της αγάπης, διατυπώνει ως έμπειρος κριτικός την άποψη ότι ο Γκάτσος δεν μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στην ιστορία της νεοελληνικής κριτικής. Πάντως, «όταν αρχίζει η δεκαετία του 1950, ο Νίκος Γκάτσος έχει ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους εκπροσώπους του ελληνικού σουρεαλισμού και της νεωτερικής ποίησης, και ως άξιος μεταφραστής», καθώς στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση δημοσίευσε αξιόλογες μεταφράσεις.
Ο Νάσος Δετζώρτζης, ένας ευπατρίδης των ελληνικών γραμμάτων, όπως τον αποκαλεί στον τίτλο του δοκιμίου του ο Δασκαλόπουλος, ήταν μαθητής του Συκουτρή και επιμελητής του έργου του Μελέται και Άρθρα και της ποιητικής ανθολογίας: Σ’ αγαπώ. Τα ωραιότερα νεοελληνικά ποιήματα. Ο δοκιμιογράφος μας τον γνώρισε προσωπικά όταν ετοίμαζε την έκδοση του Γ΄ τόμου των Δοκιμών του Σεφέρη και του πρότεινε να μεταφράσει τη γαλλική διάλεξη, που είχε δώσει ο Σεφέρης στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια στις αρχές του 1944. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον Δετζώρτζη του έκανε εντύπωση η τελειοθηρία του και η εργατικότητά του. «Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή-την εποχή της βαθιάς μόρφωσης, της έμφυτης ευγένειας και της εξαντλητικής επιμονής στις λεπτομέρειες…Είχε πάντοτε το θάρρος της γνώμης του και την καθαρή, ανυστερόβουλη συμπεριφορά σε φιλολογικά θέματα». Πέρασε μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα σε σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων (Συκουτρής, Ξενόπουλος, Άγρας κ.ά) και μόλις τη δεκαετία του 1990 συγκέντρωσε τα γραπτά του σε επτά βιβλία με τον παιγνιώδη τίτλο Άπαντα τα ελάχιστα ευρισκόμενα. Κόντευε στα ενενήντα του χρόνια όταν εκδόθηκε ο τελευταίος τόμος των Ελαχίστων που ολοκλήρωνε την πνευματική διαδρομή του από τα εφηβικά του χρόνια στην Κέρκυρα μέχρι τότε.
Το επόμενο δοκίμιο: Ρόδης Ρούφος – Λόρενς Ντάρελ (Δύο άσπονδοι φίλοι) δίνει πληροφορίες της ζωής και του έργου των δυο ανδρών που γνωρίζονται στην Κύπρο, όταν ο Ντάρελ κατείχε τη θέση του διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών. Οι σχέσεις τους περιορίζονταν στο επίπεδο κοινωνικής τυπικότητας και αμοιβαίας διπλωματικής εγκαρδιότητας, αν και είχαν πολλά πράγματα να πουν σαν άνθρωποι των γραμμάτων. Ο Ρούφος τότε ήταν υποπρόξενος. Οι σχέσεις τους είχαν στην αρχή θετικό πρόσημο, αλλ΄ όταν ο Ντάρελ δημοσίευσε το μυθιστόρημα Τα πικρολέμονα το 1957 στο οποίο υποβάθμιζε τον κυπριακό αγώνα και τον παρουσίαζε στο αγγλόφωνο κοινό σαν ένα περιθωριακό, αποικιακό επεισόδιο «το οποίο προκάλεσαν ορισμένοι θερμοκέφαλοι, σε αντίθεση προς την πλειονότητα των κατοίκων της Κύπρου, οι οποίοι δήθεν αγαπούσαν τους Άγγλους και δεν ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα», ο Ρούφος αποφάσισε να γράψει το δικό του μυθιστόρημα ως απάντηση στα Πικρολέμονα και να αναιρέσει εκεί τις αντικυπριακές θέσεις του Ντάρελ. Το βιβλίο είχε ως τίτλο: Η Χάλκινη Εποχή, δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο και μ΄αυτό το βιβλίο ο Ρούφος επαναφέρει στο προσκήνιο τις οδυνηρές πρόσφατες εμπειρίες, τους απαγχονισμούς, τις διώξεις, την αιματηρή πραγματικότητα του κυπριακού αγώνα.
Σε μια ομιλία του το 2005 στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο είχε οργανώσει μια τιμητική εκδήλωση για τα 80 χρόνια του Μανόλη Αναγνωστάκη, ο Δασκαλόπουλος είχε εκφράσει την άποψη ότι «Ο Αναγνωστάκης είναι, ίσως, ο μόνος από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που συγγενεύει με τη φωνή του Σεφέρη, παρά τη διαφορετική ποιητική κοσμοαντίληψη που διαθέτει ο καθένας από τους δυο τους». Και πως το κοινό μεταξύ τους στοιχείο που τους φέρνει κοντά είναι «ο τόνος της φωνής» τους. Το κείμενο λοιπόν Μανόλης Αναγνωστάκης-Ένας σεφερικός ποιητής αποτελεί μιαν επιβεβαίωση αυτής της αρχικής του άποψης.
Τον επιφυλλιδογράφο Γ.Π. Σαββίδη έχει ως θέμα του το τελευταίο δοκίμιο του βιβλίου. Το φιλολογικό έργο του Σαββίδη είναι, όπως όλοι οι φιλόλογοι γνωρίζουμε, τεράστιο. Η φιλολογία όμως δεν τον απορρόφησε εξ ολοκλήρου. Ο Δασκαλόπουλος σημειώνει ότι «η νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε η ‘νόμιμη σύζυγός’ του, ενώ η μουσική, οι εικαστικές τέχνες, ο κινηματογράφος, το θέατρο, η δημοσιογραφία, η τυπογραφία, ακόμα και η γαστρονομία στάθηκαν οι ισόβιες ‘ερωμένες’ του». Από τη δεκαετία του 1940 οι εργασίες του είναι στην πλειονότητά τους δημοσιογραφικού, ενημερωτικού χαρακτήρα με αφορμές που πάντοτε του έδινε η κοινωνική πραγματικότητα. Η ευρύτητα όμως των γνώσεων και των ενδιαφερόντων του τού έδωσαν την άνεση να ασχοληθεί και με ένα άλλο είδος δημοσιογραφικού κειμένου, την επιφυλλίδα. Οι επιφυλλίδες είναι κείμενα δημοσιογραφικά, αλλά , όπως γράφει ο Σαββίδης, «γραμμένα με αυξημένες ή συμπυκνωμένες υποχρεώσεις – και με αντίστοιχες απαιτήσεις από τον αναγνώστη». Στην ανανέωση μάλιστα του είδους («φιλολογικής» επιφυλλίδας) αποσκοπεί ο Σαββίδης, είδους που, όπως γράφει, είχε το προνόμιο να διδαχτεί από τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γ. Φτέρη. Τέτοια κείμενα άρχισε ο Σαββίδης να δημοσιεύει με μηνιαίο ρυθμό κατά τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας στο ΒΗΜΑ. Η πρώτη συναγωγή τους σε βιβλίο έγινε στα 1973 με τίτλο Πάνω νερά. Ένα δεύτερο βιβλίο με τίτλο Εφήμερον σπέρμα φιλοξενεί δέκα εννέα ακόμη επιφυλλίδες. Για όλα αυτά κάνει λόγο ο Δασκαλόπουλος δίνοντας μ΄ένα ζωντανό λόγο πολλές λεπτομέρειες για τις επιφυλλίδες και τον επιφυλλιδογράφο Σαββίδη, με τον οποίο τον συνδέουν φιλικές σχέσεις και η ισόβια ενασχόλησή τους με τον Καβάφη και τον Σεφέρη.
Τέλος, το κείμενο Η στήλη αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδικών με τους αναγνώστες τους είναι προϊόν αποδελτίωσης αυτής της αλληλογραφίας που συνηθιζόταν παλαιότερα. Πρόκειται για ένα «σπαρταριστό υλικό στο οποίο η χρονική προοπτική προσδίδει ιδιαίτερες διαστάσεις». Πιο συγκεκριμένα περιέχει απαντήσεις των περιοδικών σε λογοτεχνικούς νεοσσούς εκ των οποίων άλλοι ξεχάστηκαν και άλλοι αναδείχτηκαν και διέπρεψαν. Πρόκειται για κείμενα που αποτελούν ένα ειδικό κεφάλαιο για μια μελλοντική κοινωνιολογία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Επιλογικά, σημειώνω πως η παρουσίαση ενός βιβλίου είναι σκόπιμο να μη περιλαμβάνει τόσα πολλά στοιχεία, έτσι που να αποτελεί μια περίληψή του. Πρέπει απλά να εστιάζει στα κυριότερα και πιθανόν σε κάποιες αξιολογήσεις που ούτως ή άλλως κάνει κάθε φορά ο αναγνώστης. Αν επεκτάθηκα, έστω και με λίγα λόγια, σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου είναι γιατί ήθελα να φανεί ο δοκιμιακός άθλος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου που μας προσφέρει με αυτό το βιβλίο του μια υποδειγματική επιστημονική εργασία, που αυτό που τη χαρακτηρίζει στην άσκηση της κριτικής είναι το ήθος.