Το πρώτο ποιητικό βιβλίο που δημοσίευσε η Τασούλα Καραγεωργίου ήταν το Fragmentum αριθμός 53 (Ήτοι λόγος ποιητικός περί Παιδείας), Εκδ. Πλέθρον, στα 1986. Περιέχει ποιήματα που με σατιρικό τρόπο διεκτραγωδούσαν τα παράξενα της τότε ελληνικής Εκπαίδευσης, στην οποία η ποιήτρια υπηρετούσε ως φιλόλογος. Ποιήματα δηλαδή βγαλμένα από τη σχολική ζωή. Εξού κι ο υπότιτλος του βιβλίου. Το βρήκα στα Γραφεία της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, στο Δ.Σ της οποίας συμμετείχα. Ένα μικρό βιβλίο με τη γνωστή ζωγραφιά στο εξώφυλλο ενός αγγέλου που προστατεύει δυο μικρά παιδιά. Μου τράβηξε την προσοχή. Το διάβασα. Ενθουσιάστηκα. Το παρουσίασα στο περιοδικό της ΠΕΦ, τη «Φιλολογική» (τεύχος 25). Έγραφα τότε:
Πρέπει να το πω εξαρχής: τα ποιήματα της Τ. Καραγεωργίου μ’ εντυπωσίασαν… εκείνο που αμέσως νιώθει κανείς, με το πρώτο κιόλας ποίημα, είναι ένα φρέσκο αεράκι να φυσά… Το πιο έντονο στοιχείο της συλλογής είναι η καυστική σάτιρα που εξαπολύει η Τ.Κ. προς πολλές κατευθύνσεις…, κρατάει όμως πάντοτε ποιητική έκφραση και περιπαικτική διάθεση… Εκείνο όμως που πρέπει να τονίσω είναι ότι η ποίηση της Τ.Κ. είναι ευρηματική, με φρέσκια ποιητική έκφραση… Το πρώτο άλλωστε ποίημα δίνει και το ήθος αυτής της ποιητικής εξόδου της Τ.Κ., που προσδιορίζεται από αμφιβολία, τρέμουλο, δισταγμό και φόβο,… γιατί, όπως και η ίδια αντιλαμβάνεται, η ποίησή της είναι ακόμη «μια κραυγή, σπαραχτικά ανολοκλήρωτη» σαν ένα Fragmentum αριθμός, ας πούμε, 53.
Η Τασούλα Καραγεωργίου διήνυσε από τότε μέχρι την έκδοση της τελευταίας, όγδοης, ποιητικής συλλογής της, που είναι: Η πήλινη χορεύτρια, μεγάλες αποστάσεις στο χώρο της Εκπαίδευσης και της λογοτεχνίας και γενικότερα της πνευματικής ζωής του τόπου. Εξαιρετική φιλόλογος, με αφομοιωμένη γνώση της Αρχαίας και Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με διαρκή συγγραφική δραστηριότητα, με πλούσια αρθρογραφία σε περιοδικά και σε συλλογικά έργα, με μεταφράσεις (Σαπφώς, Ήριννας και επιτυμβίων επιγραμμάτων από την Παλατινή Ανθολογία), με δοκίμια (Αίθουσα της ποίησης, Το ατάρακτον βλέμμα του Ανδρέα Κάλβου) κ.ά. Είναι διδάκτωρ Φιλολογίας, διετέλεσε για πολλά χρόνια Σχολική Σύμβουλος και σήμερα διδάσκει στο Εργαστήρι Ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος και επιπλέον είναι Πρόεδρος της Π.Ε.Φ.
Η πήλινη χορεύτρια (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2019), είναι καρπός της ώριμης πλέον ποιήτριας που ασφαλώς δεν βρίσκεται στο «σκαλί το πρώτο» στης «Ποιήσεως» τη σκάλα αλλά σε κάποιο πολύ υψηλότερο. Κρατάει όμως, νομίζω, τα αρχικά ποιητικά χαρακτηριστικά της πρώτης συλλογής της: ευρηματικότητα, σάτιρα και ήθος με μια όμως προχωρημένη γνώση που πρόσθεσε ο χρόνος. Η θεματολογία αυτής της συλλογής βέβαια είναι πολύ ευρύτερη κι εκφράζει την ευαισθησία της ποιήτριας για όλο το πλάτος και το βάθος της ζωής. Οι δύο λέξεις του τίτλου στο βαθύ νόημα της ζωής μάς παραπέμπουν: στον πηλό (τον εύθραυστο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης) και στον χορό (τη χαρά της ζωής), σ’ αυτούς δηλαδή τους δύο πόλους της ζωής που με την ποίηση και την τέχνη μπορεί και πρέπει να κρατηθούν σε μια ποθητή ισορροπία. Η Τασούλα Καραγεωργίου αισθάνεται έντονα αυτή την αλήθεια για τη ματαιότητα του πηλού, αλλά και τη χαρά και το μήνυμα της μικρόσωμης πήλινης χορεύτριας «που στροβιλίζει διαρκώς μέσα στην κωνική φουστίτσα της τον χρόνο». Θα έλεγα ότι στο «μάταιο πείσμα του πηλού» η ποιήτρια αντιτάσσει «ένα δόσιμο χωμάτινης αγάπης», τη «ζεστασιά απ’ το αργιλώδες χώμα», μια διάσταση πέρα από τη ματαιότητα της ζωής μας. Αυτά μάλλον αποτελούν και το νοηματικό πλαίσιο του ποιήματος: «Η πήλινη χορεύτρια» και μου θυμίζει τη θητεία της ποιήτριάς μας στην άλλη μεγάλη μας ποιήτρια Κική Δημουλά, στην οποία είναι κιόλας αφιερωμένο το ποίημα. Η παρένθεση, με την οποία κλείνει: (Είμαστε χώμα και νερό/ κι όλο διψάμε για ουρανό.) εκφράζει το κεντρικό, ας πούμε, νόημά του και μας θυμίζει τον Μίλτο Σαχτούρη.
Στα ποιήματα αυτής της συλλογής φαίνεται η μεγάλη αγάπη της Καραγεωργίου για την ποίηση, αρχαία και νεότερη, και τους ποιητές, από τον Όμηρο και τους αρχαίους λυρικούς μέχρι τους σύγχρονους (Μίλτο Σαχτούρη, Κώστα Στεργιόπουλο, Τίτο Πατρίκιο, Δημουλά κ.ά.), με μιαν ιδιαίτερη όμως προτίμηση και επιμονή στον Σολωμό και στον Κάλβο. Με όλους αυτούς τους ποιητές, τους μεγάλους προγόνους μας, συνομιλεί η ποιήτρια και τους τιμά γιατί αποτελούν το θησαυροφυλάκιο της ελληνικής γλώσσας και την ψυχή των ελληνικών πνευματικών επιτευγμάτων και ιδεολογιών κι ακόμη, γιατί της κληροδότησαν το ποιητικό της χάρισμα. Παραπέμπει φανερά σ’ αυτούς χωρίς να αγωνιά για τις τυχόν ποιητικές επιδράσεις τους στην ποίησή της και «σεμνά και ταπεινά καταθέτει το ατομικό και ποιητικό της τάλαντο στην ποιητική παράδοση του τόπου της, με δεδομένη την αγάπη και τον σεβασμό, με αναγνωρισμένη την οφειλή στον πρόγονο, τον μακρινό και τον κοντινό, και ευτυχής που έχει να συναναστρέφεται μαζί τους μιλώντας την ίδια γλώσσα», όπως γράφει ο Κώστας Μπαλάσκας.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου./ Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου», γράφει ο Ελύτης. Και φαίνεται ότι η υπόθεση της «συνέχειας» της ελληνικής γλώσσας συγκινεί την ποιήτρια σε τέτοιο βαθμό που σ’ αυτή τη συλλογή δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ενσωματώσει στα ποιήματά της αρχαιοελληνικές λέξεις και φράσεις πιστεύοντας ότι μία και ενιαία είναι η γλώσσα μας από τα χρόνια εκείνα που σώζεται το παλαιότερο δείγμα γραφής σε ελληνικό αλφάβητο: «ος νυν ορχεστών πάντων αταλότατα παίζει του τόδε» («στον χορευτή που καλύτερα απ’ όλους χορεύει για έπαθλο τώρα αυτό ας δοθεί». Η φράση «έχει χαραχτεί κυκλικά στην οινοχόη του Διπύλου, η οποία εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιοελληνικό Μουσείο και χρονολογείται περί το τελευταίο ήμισυ του 8ου αι. π.Χ.», μας πληροφορούν οι διαφωτιστικές για την κατανόηση των ποιημάτων της σημειώσεις. Αυτή η φράση, που αποτελεί τεκμήριο της ευρηματικότητας της ποιήτριας, χρησιμοποιείται στο πρώτο ποίημα της συλλογής : «Το ανεξίτηλο χάραγμα», για να υπερασπιστεί η ποιήτρια την ποίηση, σατιρίζοντας καυστικά αλλά με ήθος, εκείνους που, ενώ μάλιστα βρίσκονται σε ώριμη ηλικία, τη θεωρούν μάταιη και άχρηστη (Εάν μάταιη πείτε τη γραφή/–και μάλιστα «Σ’ αυτή την ηλικία;–). Μέσα στην παρένθεση με την οποία τελειώνει το ποίημα, κρύβεται η άποψή της, κάτι σαν σάτιρα και παράπονο:
(Κάτι άχρηστο ίσως
όπως μοιάζει εν γένει η ποίηση
–σαν χορού το κυμάτισμα
σαν σημάδι βαθύ
στης ψυχής χαραγμένο τη μνήμη.)
Στα παρακάτω σε τέτοιες λέξεις και παρενθέσεις θα επιμείνω για λίγο που, όπως νομίζω, βοηθούν στην ερμηνευτική προσέγγιση των ποιημάτων αυτής της συλλογής.
Στο δεύτερο λοιπόν ποίημα: «Κι ο Αίαντας δεν έρχεται…» η αρχαιοελληνική φράση που χρησιμοποιείται ως μότο είναι στίχοι του αποσπάσματος 133 του Αρχιλόχου : «χάριν…του ζοού διώκομεν/οι ζοοί, κάκιστα δ’ αιεί τω θανόντι γίνεται» («Του ζωντανού οι ζωντανοί αποζητούν τη χάρη/ κι είναι μαυρίλα ο θάνατος», όπως με ελευθερία τους μεταφράζει η ποιήτρια μέσα στο ποίημα καθώς κλείνει το μάτι της στον Σολωμό). Το ποίημα αποτελεί προσομοίωση μαθήματος Ιλιάδας μέσα σε μια τάξη του 7ου π.Χ. αι. ή οποιουδήποτε χρόνου. Στα τελευταία θρανία, στη «γαλαρία», κάθεται ο Αρχίλοχος που διαρκώς διαταράσσει με τις αντεγκλήσεις του το μάθημα και ειρωνεύεται όσα η δασκάλα του λέει για την αριστεία του ομηρικού Αίαντα και για τα όπλα του Αχιλλέα.
–Ποια αριστεία του Αίαντα; Ποια όπλα του Αχιλλέα;
Ο μύθος είναι γνωστός: Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα τα όπλα του θεϊκού ήρωα δόθηκαν τιμητικά όχι σ’ αυτόν , παρά την αριστεία του ενάντια στον Έκτορα και παρά το γεγονός ότι λογίζονταν ως ο πιο ανδρείος μετά τον Αχιλλέα Αχαιός, στον Οδυσσέα. Δέσμιος των ηρωϊκών ιδεωδών της ομηρικής εποχής αισθάνθηκε εξαιρετικά μειωμένος και γεμάτος από θυμό αποπειράθηκε να σκοτώσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Ή Θεά Αθηνά τότε του προκάλεσε πνευματική διαταραχή και τον έκανε να ξεσπάσει πάνω σ’ ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν συνήλθε την άλλη μέρα το πρωί, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας πάνω στο ξίφος του. Η αυτοκτονία του δηλώνει ίσως και το τέλος των ηρωϊκών ιδεωδών.
Ο Αρχίλοχος, ό σπουδαιότερος λυρικός ποιητής, που στα νειάτα του, στα είκοσί του χρόνια, έγινε ρίψασπις πολεμιστής, αυτά τα ηρωϊκά ιδεώδη αμφισβητεί μέσα στην τάξη του 7ου π.Χ. αι. εκφράζοντας τα καινούργια ιδεώδη της εποχής του, της αγάπης για τη ζωή και της απέχθειας για τον θάνατο. Δύο ήρωες, δύο εποχές , δύο ιδεώδη. Αναμενόμενη η σύγκρουση. Κι η δασκάλα ποιήτρια προβληματίζεται καθώς ο αμφισβητίας μαθητής της τής δείχνει τη «νέα του ασπίδα». (Σκοτώθηκε αργότερα πολεμώντας ως μισθοφόρος ενάντια στους Νάξιους). Η παρένθεση, με την οποία τελειώνει πάλι το ποίημα, εκφράζει την αμηχανία της μπροστά στο ζήτημα που ανέκυψε και διατυπώνει ίσως τη διαλεκτική της (Πρβ.: «Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο», όπως θα ‘λεγε κι Τάκης Σινόπουλος ή, όπως θα ‘λεγε ο Σεφέρης: «Όχι, δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε/πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος/ είναι να βρούμε το μικρότερο κακό»), αλλ΄ ωστόσο με τον τελευταίο στίχο και με το μότο του ποιήματος παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του Αρχίλοχου, υπέρ της ζωής:
(Αν είναι μάχη να δοθεί
Αλλιώς τα βλέπει ο ποιητής κι αλλιώς ο στρατιώτης.
Κι ο Αίαντας δεν έρχεται στο μάθημά μου πια.)
Στο επόμενο ποίημα: «Έτσι ο Κάλβος με αγάπησε» με τη λέξη αλγεσίδωρος που προσφέρει η ποιήτρια στον Κάλβο κερδίζει την αγάπη του. Πρόκειται για «σπανιότατη λέξη που απαντά σε σπάραγμα της Σαπφώς. Το επίθετο προσδιορίζει τον Έρωτα που δωρίζει πόνους και λύπες. Πλήρης χαράς ο Κάλβος αναφωνεί:
«Ω θαυμασία λέξις
επτασυλλάβου στίχου
ατίμητον χάρισμα·
αλγεσίδωρος έρως
με κυριεύει».
Στην παρένθεση , με την οποία πάλι τελειώνει το ποίημα, η ποιήτρια γράφει περιπαικτικά και με πολύ χιούμορ:
(Κάπως έτσι συνέβη κι ο Κάλβος αγάπησ’ εμένα
και ποτέ δεν παντρεύτηκε
την Αγγλίδα εκείνη Αουγούστα Ουάνταμς.)
Το ποίημα «Κυκλοδίωκτος ήλιος» αποτελεί ένα σχόλιο στο όμορφο επίθετο κυκλοδίωκτος, που χρησιμοποίησε ο Κάλβος και το οποίο απαντά άπαξ «σε ένα ύστερο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας (Π.Α.,9.301) που ανήκει στον επιγραμματοποιό Σεκούνδο». Το ποιητικό σχόλιο:
Κι αυτός (ο Κάλβος δηλαδή)
το επίθετο σήκωσε
απ’ τ’ αρχαίο επίγραμμα·
και ψηλά στα ουράνια τ’ ανέβασε
να στολίζει τον ήλιο
ολοκληρώνεται στις σημειώσεις του βιβλίου και δείχνει πάλι την αγάπη της ποιήτριας στις σπάνιες αρχαιοελληνικές λέξεις που σαν αστραπές φωτίζουν το έρεβος της διαχρονίας της ελληνικής γλώσσας και γίνονται γέφυρες να περάσει ο ποιητικός λόγος.
Στο ποίημα: «Σαν μικρά ελαφάκια», που γίνεται λόγος για την ικανότητα της ποίησης (με αναφορά στη σαπφική) να «ξορκίζει» το «γήρας» και τη «φθορά», πάλι η ποιήτριά μας δείχνει πρωτοτυπία και ευρηματικότητα. «Συνομιλεί με το τραγούδι του Τιθωνού, ένα σχετικά πρόσφατο δημοσιευμένο ποίημα της Σαπφώς(…) που είναι «έμμεσος έπαινος της νεανικής ομορφιάς και συγκρατημένος θρήνος για το γήρασμα του σώματος και της μορφής». Οι στίχοι που της δίνουν την αφορμή για το δικό της ποίημα είναι οι εξής:
Βάρυς δε μ’ ο θύμος πεπόηται, γόνα δ’ ου φέροισι,
Τα δη πότα λαίψηρ’ έον όρχησθ’ ίσα νεβρίοισι.
Στις σημειώσεις της παραθέτει όλόκληρο το τραγούδι του Τιθωνού σε δική της μετάφραση. Μέσα στο ποίημα παραθέτει μόνο τους δύο παραπάνω στίχους μεταφρασμένους στο κέντρο του ποιήματος και μέσα σε παρένθεση, πράγμα που σημαίνει, όπως ήδη έγινε νομίζω αντιληπτό, πως τα εν παρενθέσει στηρίζουν και συνέχουν όλο το ποίημα:
(«Η καρδιά μου βαραίνει βαραίνει ολοένα
Και τα πόδια μου δεν με βαστούνε,
Τα ανάλαφρα κάποτε
Που χορεύαν ανέμελα σαν μικρά ελαφάκια»).
Οι στίχοι του ποιήματος χορεύουν κι αυτοί σαν νεβροί (πάλι αρχαιοελληνική λέξη που δηλώνει τα μικρά αρσενικά ελαφάκια) με πατήματα που τους επιβάλλουν οι ανάπαιστοι, τους οποίους χρησιμοποιεί η ποιήτριά μας όχι μόνο σ’ αυτό το ποίημα, αλλά στα περισσότερα.
Το ποίημα κλείνει με δύο στίχους που περιέχονται στη δεύτερη παρένθεση:
(Μένουν πάντα τα ποιήματα
Το ακοίμητο βλέμμα της ωραίας ελάφου).
(Η ωραία έλαφος υποβάλλει, νομίζω, την έννοια συλλήβδην της ποίησης, της προστατευτικής μάνας των ποιημάτων).
Το ποίημα: «Ο ποιητής Μελέαγρος» συνομιλεί, όπως μας πληροφορούν οι σημειώσεις με το αυτογραφικό επιτύμβιο επίγραμμα του ποιητή Μελέαγρου (135 π.Χ.), που είναι Σύρος αλλά ζει στην Κω και γράφει στα ελληνικά. Από το επίγραμμα παρατίθενται ως μότο στο ποίημα μόνο δύο στίχοι: Ει δε Σύρος, τι το θαύμα; Μίαν ξένε, πατρίδα κόσμον/ναίομεν, εν θνατούς πάντας έτικτε Χάος (Κι αν είμαι Σύρος, λοιπόν τι πειράζει; Μια πατρίδα, τον κόσμο, εμείς οι θνητοί κατοικούμε/και όλους μας έχει ένα Χάος γεννήσει),που μαζί με τους εν παρενθέσει στίχους στο κέντρο του ποιήματος, που θεωρούν το επίγραμμα ως κοινό διαβατήριο του κάθε πρόσφυγα, «συνιστούν πρώιμη διακήρυξη υπέρ της πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Το επίγραμμα υπάρχει στις σημειώσεις μεταφρασμένο πάλι από τη φιλόλογο ποιήτριά μας.
Μέσα στη συλλογή υπάρχουν κι άλλα ποιήματα που χρησιμοποιούν παρενθέσεις, οι οποίες με το ένθετο σ’ αυτές ποιητικό υλικό υποστηρίζουν, όπως ειπώθηκε παραπάνω, το βασικό νόημα ή την κύρια αίσθηση που θέλει να δώσει το ποίημα. Κι επειδή η Καραγεωργίου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, θυμήθηκα ότι αυτό το συνήθιζε και ο Καβάφης. Θυμίζω τον εν παρενθέσει στίχο από το ποίημα «Η Σατραπεία»: Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις/(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις). Από το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)» τους στίχους: (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον/ το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος») και από το: «Θάλασσα του πρωϊού» τον στίχο: Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά/(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή που πρωτοστάθηκα). Αυτή όμως η χρήση παρενθέσεων στην Καραγεωργίου στη συλλογή Η πήλινη χορεύτρια είναι αναλογικά (14 παρενθέσεις στα 22 ποιήματα) πολύ πιο πυκνή από εκείνη του Αλεξανδρινού ποιητή, πράγμα που μας δίνει το δικαίωμα να την εκλάβουμε ως μια ars poetica. Ίσως η χρήση της να μοιάζει σαν «επιμύθιο», όταν βρίσκεται στο τέλος του ποιήματος, που από τη μια φωτίζει το ποίημα κι από την άλλη αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να στοχαστεί.
Η χρήση τώρα αρχαιοελληνικών και γενικότερα λογίων λέξεων εξηγείται, ήδη ειπώθηκε, από την αγάπη της ποιήτριας προς την ενιαία ελληνική γλώσσα και την εδώ και χρόνια ενασχόλησή της με τα αρχαία κείμενα. Είναι πολύ συνειδητή η προσπάθειά της να εμπλουτίσει την καθημερινή μας γλώσσα με ωραιότατες λέξεις βγαλμένες από πολύ αξιόλογα και κορυφαία κείμενα της ελληνικής γλωσσικής μας διαχρονίας. Άλλωστε ο εμπλουτισμός της γλώσσας μας με λέξεις είναι μία από τις πιο σημαντικές υπηρεσίες της λογοτεχνίας, γιατί: «Μονάχα οι λέξεις δύνανται να στήσουν σήμα αριφραδές (λαμπρός τάφος) να μη το λιώνει ο καιρός» και «Είναι ένα θαύμα οι λέξεις/ σαν το νεράκι του Θεού», γράφει στο ποίημα: «Μονάχα οι λέξεις». Διαλέγω μερικές αυτού του είδους απ’ όσες χρησιμοποιεί σ’ αυτή τη συλλογή, πέρα απ’ όσες ήδη αναφέρθηκαν, για να φανεί το θαύμα και ν’ ακουστεί ο ήχος από το νεράκι του Θεού: ιοστέφανη και αοίδιμος Αθήνα, καλλίχορος πόλι, δαιμόνιον πτολίεθρον, πολυήρατοι Αθάναι, καλλιβλέφαρο φως, σάνδαλα θαλπτήρια, αλοσύδνη καλλίκομος, αλίκτυποι βράχοι, ασπαίρουσα έλαφος, λυσιμελής, πόθος, ταλαοί, εφημέριοι βροτοί, εικελόνειροι κ.ά.
Το σημείωμα αυτό είχε ένα συγκεκριμένο και περιορισμένο σκοπό : να επιμείνει στις λέξεις και τις παρενθέσεις αυτής της συλλογής. Με την «πήλινη χορεύτρια» όμως δεν τελειώνει κανείς εύκολα. Υπάρχουν πολλά θέματα ακόμη στα οποία θα μπορούσε κανείς να σταθεί, όπως: η μετρική και αισθητική των ποιημάτων της, ο κοινωνικός χαρακτήρας τους, η φθορά, η προσφυγιά, η μυθολογία, η αδικία κ.ά. Είναι ποιήματα με μεγάλο βάθος, όπως και στο σύνολό της όλη η ποίησή της. Όπως γράφει η Ανθούλα Δανιήλ: «Ο αναγνώστης που θα κάνει μια μικρή περιδιάβαση στα βιβλία της Καραγεωργίου θα διαπιστώσει ότι όλα έχουν μια κοινή συνισταμένη, η οποία αφορά τη ζωή στην ουσία της, τη μετατόπιση του βλέμματος από τη φθορά στην ομορφιά, από το παρελθόν στο παρόν, από την εξωτερική εικόνα στην εσωτερική. Θα διαπιστώσει επίσης ένα βλέμμα ελεητικό για τους πάσχοντες και τους αδικημένους είτε είναι αρχαίοι είτε σύγχρονοι επισημαίνοντας ότι τα ανθρώπινα πάθη δεν γνωρίζουν χρόνο και δεν περιορίζονται από τον τόπο, γιατί γνωρίζει καλά ότι μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα μόνο στη σκευή, στα ενδύματα δηλαδή, διαφέρουν από τα σύγχρονα».