Ο λόγος για την ποιητική συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Νυχτολόγιο που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 από τις Εκδόσεις Ροές. Δεν πρόκειται βέβαια να επιχειρήσω κάποια κριτική αποτίμηση των ποιημάτων της συλλογής, γιατί το ποιητικό έργο της ΠΠ έχει ήδη εδώ και 50 χρόνια καταλάβει την υψηλή θέση του στης ποιήσεως τη σκάλα, αλλά ούτε μιαν ερμηνευτική προσπάθεια, αφού η ποίηση αυτή δεν ερμηνεύεται mot a mot, λόγω της μεγάλης πολυσημία της, παρά μόνο βιώνεται. Τέλος, ούτε καν μια παρουσίαση της συλλογής δεν θα επιχειρήσω, γιατί κάτι τέτοιο θα αντέκρουε στο ήθος της ποιήτριας, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για τον ειλικρινή διάλογο του αναγνώστη με την ποίησή της και όχι για μια απλή γνωστοποίηση ή ένα marketing. Επομένως λίγες μόνο σκέψεις θα διατυπώσω ως κάποιες αντιδράσεις μου απέναντι σ’ αυτή την ποίηση που, ενώ είναι περιέργως ελκυστική, συγχρόνως απωθεί στην αρχή τον αναγνώστη, γιατί είναι πολύ ερμητική λες και η ποιήτρια έχει κλείσει πόρτες και παράθυρα για τα αδιάκριτα βλέμματα. Στη συνέχεια όμως, αν ο αναγνώστης επιμείνει, η ποιήτρια αναλαμβάνει να τον μυήσει στο ποιητικό της σύμπαν:
Δεν είδες τίποτε ακόμα, να κοιτάξεις κι άλλο
Στο σκοτάδι, αν δεις προσεχτικά, βλέπεις
Το τέλος όλων. (Νυχτολόγιο, «Και, άνοιξε τώρα τα μάτια»)
Το ζήτημα της ερμητικότητας αυτής της ποίησης οφείλεται, νομίζω, στη διαφοροποίησή της από τον κανόνα του κλασικού μοντερνισμού που έχει ανατραπεί ουσιαστικά εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά λειτουργεί όμως ακόμη δραστικά στην ποίηση πολλών άξιων εκπροσώπων του. Απ’ όσο καταλαβαίνω η ΠΠ ακολουθεί αισθητικά άλλους κανόνες που ανταποκρίνονται στις θεωρητικές για την ποίηση απόψεις της και τις προσωπικές της αισθητικές αναζητήσεις. Δεν ξέρω βέβαια αυτούς τους κανόνες αλλά καταλαβαίνω ότι στρέφονται ενάντια στην μονοδιάστατη και στενή ερμηνεία των ποιητικών κειμένων. Το άλλο που μάλλον φαίνεται καθαρότερα είναι ότι χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις την αυτόματη γραφή, η οποία, όπως είναι γνωστό, δεν υπακούει στη λογική διαμόρφωση των κειμένων αλλά δεν απορρίπτει το υποσυνείδητο, τη συνειρμική σκέψη και τη μνήμη ως μορφοποιητικούς παράγοντες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ακολουθεί αποκλειστικά την αυτόματη γραφή, αλλά δανείζεται νομίμως κάποια στοιχεία της ως εργαλεία, για να πετύχει στην έκφραση του δικού της κόσμου. Για τον ίδιο λόγο η ιδιότυπη γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει πλήρη ελευθερία στην επιλογή των λέξεων-εκφραστικών σχημάτων με αποτέλεσμα η ποίησή της λεκτικά διαρκώς να μας ξαφνιάζει αποκτώντας μια ισχυρή δυναμική: Και το πηγάδι είμαι/κι αυτό που σκύβει μέσα/και τ’ αντλούμενο/κι αυτό που έρχεται/να σπρώξει-(ΠΠ, Ο ένοικος) Αυτή τη δυναμική της ποίησής της εκφράζει ήδη το μότο στη συλλογή της Αυτός εγώ που τυπώθηκε στα 1977: Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ/ να φανταστώ: γράφω.
Το λάθος φαντάζομαι όλων εκείνων που αισθάνονται μικρότερη ή μεγαλύτερη αμηχανία διαβάζοντας την ποίηση της ΠΠ είναι ότι ξεκινούν να την ερμηνεύσουν με ορθολογισμό σαν να πρόκειται να ερμηνεύσουν ποιήματα π.χ. του Σεφέρη, ενός ποιητή που έχει βέβαια δυσανάγνωστο ποιητικό κώδικα, εξαιτίας του οποίου η ποίησή του είναι σε πολλές περιπτώσεις ερμητική, ωστόσο επιδέχεται ιστορική και φιλολογική ανάλυση. Όσο όμως η φιλολογική ανάλυση προσφέρει καινούργια στοιχεία, τόσο η ερμητικότητα αμβλύνεται. Με την ερμητικότητα των ποιημάτων της ΠΠ συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό: Η ποίησή της αποτελεί ξενάγηση σ’ ένα εσωτερικό τοπίο, αρκετά παράξενο,με σκοπό τη μύηση του αναγνώστη σε διαστάσεις υπερατομικές και υπερβατικές και γι’ αυτό ο κρυπτικός λόγος της «έχει κάτι από το ασύλληπτο και μυστήριο των ιερών βιβλίων∙ και κάτι από τη φρικτή ομορφιά της Παλαιάς διαθήκης και από το δέος του μεγαλείου που υπάρχει στα πρωτόγονα αρχέτυπα» (Βάλτερ Πούχνερ, Η Λεπτουργός, Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη, Εκδ. Ροές, 2021, σ.17). Επομένως όσες πληροφορίες κι αν επιστρατεύσει ο κριτικός αναλυτής, αδυνατεί να άρει αυτή την ερμητικότητα κι ούτε άλλωστε πρέπει. Πρόσληψη αυτής της ποίησης δεν σημαίνει να καταλάβει κανείς τι εννοεί, αλλά να ακολουθήσει τον ποιητή στις νυχτερινές του αγρυπνίες, όταν ψάχνει για «μια σπίθα κατανόησης» για να φωτίσει το «άγνωστο» και να βρει τον εκφραστικό μίτο που θα τον βγάλει στην έξοδο του κοσμικού λαβύρινθου. Με άλλα λόγια η πρόσληψη αυτής της ποίησης ισοδυναμεί, το ξαναλέω, με βαθιά βίωση:
Απ’ το κουβάρι των νυχτών ξετυλιγόταν μαύρος μίτος
Μ’ ακολουθούσε όπου κοίταζα
Κοίταζα έντονα
Παραμονεύοντάς με ένα βήμα πιο μπροστά-
Μέχρι που πύκνωνε τόσο το νόημα σε φράση αδιέξοδη
Που πια δεν έβλεπα πιο πέρα- (Νυχτολόγιο, «Απ’ το κουβάρι των νυχτών»)
Σ’ αυτή την αναζήτηση πυκνώνει πράγματι το νόημα, η φράση γίνεται αδιέξοδη, η γραφή κρυπτική, αινιγματική με έντονη εικονολογία και ασυνήθιστο λεξιλόγιο. Μέσα της ακούγονται φωνές, τριγμοί, στριγκλιές μέσα στη νύχτα. Όλα είναι παράξενα και σε απόκλιση από το σύνηθες. Δεν είναι να ρωτήσει κανείς για το νόημα αυτής της ποίησης. Αν επιμείνει, θα καταλάβει σιγά σιγά, θα μυηθεί και θα βιώσει το ανείπωτο, θα βρει την έξοδο που δεν ανοίγει προς τα έξω αλλά μόνο προς τα μέσα. Μύηση και μυστικισμός:
Η έξοδος είναι στο βάθος.
Ασταθής, με κλίση αφύσικη στον ουρανό.
Όλο τριγμούς, ανάσες και στριγκλιές,
Μες στους καπνούς,
Σε λάθος σχήμα δονούμενη.
Διπλά και τριπλά κλειδωμένη με γρίφους παιδικούς.
Ανοίγοντας μονάχα προς τα μέσα. (ΠΠ, Ο Λεπτουργός)
Η ερμητικότητα αυτής της ποίησης εντείνεται και από το γεγονός ότι σ’ ένα μεγάλο μέρος της μοιάζει με όνειρο ή καλύτερα αποτελεί περιγραφή ονείρων. Στους αρχέγονους αλλά και σε πολλούς προηγμένους λαούς υπάρχει η πίστη ότι τα όνειρα κρύβουν ίχνη του άγνωστου και πως αποτελούν εργαλεία για την ψυχική θεραπεία των ανθρώπων (Αμφιαράειον, Φρόυντ). Αυτή η ονειρική διάσταση είναι και η μέθοδος της ΠΠ της οποίας η ποίηση δεν έχει έναν έλλογο αλλά ένα αρχετυπικό χαρακτήρα. Εκτός μάλιστα από την ονειρική ατμόσφαιρα που δημιουργεί χρησιμοποιεί και λεκτικό ονειρικό που δημιουργείται στην ώρα του ύπνου, όταν ο εγκέφαλος βρίσκεται σε φάση υπολειτουργίας. Έτσι, σκέψεις, φαντασιώσεις, εικόνες, αναμνήσεις απ’ όλα τα στάδια της ζωής του ατομικού και συλλογικού υποσυνείδητου κ.ά. έρχονται να διαμορφώσουν ιδιότυπα ονειρική και συγχρόνως ερμητική ποίηση:
Βρέθηκα μακριά απ’ τη φυλή, το ορφανό
Δεν είχα φόβο
Πνεύμα μεγάλου ζώου κυνηγούσα
Πρόγονος μου παραστεκόταν, το τοτέμ μου
Κάτι ασώματο, που με προστάτευε ολόσωμο-
Δεν είχα φόβο
Κι ας γκρεμιζόταν το στερέωμα
Κι ας μαύριζε ο θόλος
Κι ας ξεχύνονταν αδιάκοπα από τη νύχτα
Οι αδελφοί αρχαιοπτέρυγες ερίζοντας
Σύννεφα τσαλακώνοντας….
Τρομεροί σαν άγγελοι, σαρώνοντας τα πάντα
Κι ας σκόρπιζε η γραμμή του ορίζοντα
Σε σκόνη μνήμης θάβοντας τις χιλιετηρίδες….( Νυχτολόγιο, «Βρέθηκα μακριά από τη φυλή»)
Το Νυχτολόγιο, που έγινε αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα, μια συλλογή ονείρων είναι, που βλέπει στον ύπνο της η ποιήτρια ή τα έχει δει στην πραγματική ζωή. Ανάμεσα στον κόσμο των ονείρων και στον κόσμο της πραγματικότητας υπάρχει μια δίοδος (Είναι ασφαλής αυτή η δίοδος; Είναι διπλής κατεύθυνσης; Ρωτά ο κορυφαίος) που επιτρέπει στην ποιήτρια να πηγαινοέρχεται και να μεταφέρει στα ποιήματά της στοιχεία και από τους δύο κόσμους. Έτσι, οι δύο κόσμοι στην ουσία ταυτίζονται και όσα εκεί κατοικούν είναι υβριδικά όντα (υβριδικά όντα από μελάνι). Παράξενοι πολίτες αυτού του κόσμου που πλάθει το μελάνι της ποιήτριας είναι οι «Επισκέπτες», αγαπημένα πρόσωπα κάπως ακαθόριστα π.χ. ο πατέρας, ο αγαπημένος φίλος ή και άλλα πιο μακρινά προερχόμενα από τον κόσμο των βιβλίων (Ή μήπως είναι εκείνος/ Ο πειρατής απ’ το Νησί των θησαυρών,/Εκείνος με το ξύλινο ποδάρι), ή της ζωής, τα οποία εκμεταλλεύονται την αχρονικότητα των ονείρων έρχονται, με την παραχώρηση της ποιήτριας, στον κόσμο της. Η ποιητική αυτή σύλληψη της ΠΠ σ’ αυτή τη συλλογή αναδημιουργεί τον κόσμο με τα ονειρικά της ποιήματα που είναι γεμάτα από φωνές, ψιθύρους, τριξίματα, μορφές, εικόνες, πρόσωπα, σκέψεις, αισθήματα, ιστορίες και τόσα άλλα. Αφοσιωμένη στην ποίηση, μισόν αιώνα τώρα ιέρειά της, ζει μ’ αυτά τα πλάσματα του ποιητικού της οίστρου και ποτέ δεν ένιωσε μόνη:
Το εγώ και το εσύ, στον ύπνο αδιαίρετα-
Είχα ν’ απευθυνθώ-
Ποτέ δεν μονολόγησα, ποτέ– (Νυχτολόγιο, Στον ύπνο βούϊζε)
.