You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Η λαϊκή παράδοση στο έργο του Σεφέρη.   

Χρ. Δ. Αντωνίου: Η λαϊκή παράδοση στο έργο του Σεφέρη.  

Μέσα σε μια εποχή που η ψηφιακή τεχνολογία έχει καταργήσει τα σύνορα επικοινωνίας και ταυτόχρονα έχει δημιουργήσει ασύλληπτα γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών, ο λόγος για την πνευματική παράδοση ενός μικρού τόπου, όπως είναι η Ελλάδα, μπορεί να  θεωρηθεί  ασήμαντος λόγος. Οι προκλήσεις των τεχνολογικών επιτευγμάτων, η τάση των μικρών χώρων-χωρών να εντάσσονται σε μεγαλύτερες πολιτικές και πολιτισμικές ενότητες φαίνεται άλλοτε να αναδεικνύουν και άλλοτε να υποβαθμίζουν την προσπάθεια των κοινωνιών να συντηρήσουν στοιχεία του παρελθόντος. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ωστόσο μια ισχυρή βάση για την υγιή ανάπτυξη του παρόντος. Πολλοί βέβαια θεωρούν το παρόν αυτοδύναμο, ότι δεν έχει ανάγκη στοιχεία βάσης, στοιχεία της παράδοσης. Ένας τεράστιος καταναλωτισμός με την προπαγάνδα που τον συντηρεί κι ένας χρηματοθηρισμός με τη λάμψη των βεβαιοτήτων του έχουν έλθει να καταλάβουν τη θέση των ιδεολογιών καταργώντας παραδοσιακές αξίες, όπως τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την «ανθρωπιά» και υποβαθμίζοντας τα έργα που εμπεριέχουν τις αξίες αυτές, όπως π.χ. τα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Αυτά δηλαδή τα έργα που συνθέτουν την πνευματική παράδοση ενός λαού.

Η παράδοση όμως ενός λαού δεν είναι, πιστεύω, βάρος περιττό για τον σύγχρονο ψηφιακά αιχμάλωτο άνθρωπο. Αντίθετα κιόλας είναι μια πολύ σοβαρή παράμετρος να βρει το χαμένο του, μέσα στα γρανάζια της σύγχρονης τεχνολογίας, «ύφος», την ανθρωπιά του. Η έλλειψή της στις μέρες μας έχει δημιουργήσει  απάνθρωπες καταστάσεις και αδιέξοδα. Γι’ αυτό  η παράδοση τού είναι τόσο απαραίτητη όσο και οι ρίζες, που όταν ο άνθρωπος τις κόψει, «πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν» (Γ.Σεφέρης, Μέρες Β’, σ.176). Ο αξιολογικός αυτός λόγος του Σεφέρη είναι ίσως η βασική αιτία που όλο το έργο του αποτελεί μια «συνομιλία» με την παράδοση του τόπου του και η προσήλωσή του σ’ αυτή, σ’ όλα τα ζωντανά της έργα είναι υποδειγματική. Η ερμηνεία μάλιστα του έργου του από το δρόμο της παράδοσης, ιδίως της λαϊκής, είναι μια μέθοδος εξαιρετικά αποδοτική για τον φωτισμό και την ερμηνεία της  ποίησής του, που θεωρείται και είναι από τις περισσότερο πυκνές και κρυπτικές.

Ο Σεφέρης στρέφεται ειδικότερα προς τη λαϊκή παράδοση για ορισμένους λόγους. Πρώτα, μπορούμε να πούμε πως ο κόσμος της Σκάλας στη Σμύρνη με τη ζωντανή προφορική παράδοσή του και η πνευματική ατμόσφαιρα του σπιτιού του (ο πατέρας του Στέλιος Σεφεριάδης ήταν δημοτικιστής) αποτέλεσαν μια δυνατή ώθηση. Αργότερα, η παραδοχή του για τη διάκριση του υποσυνείδητου σε ατομικό και συλλογικό και η πίστη του για την υπεροχή και την καθολικότερη υφή των έργων που έχουν ως πηγή τους το δεύτερο (το συλλογικό), π.χ. τα δημοτικά μας τραγούδια, τον οδήγησαν ακόμη παραπέρα σε μια στάση αγάπης προς τα έργα λαϊκής δημιουργίας. Ακόμη ο Σεφέρης ενδιαφέρεται για τη λαϊκή παράδοση εξαιτίας της αγάπης της προς το χειροποίητο. Αυτό το τελευταίο τον ενδιαφέρει στην ποιητική του, γιατί δεν συμπαθεί τις αφηρημένες, αλλά τις «ενσαρκωμένες» ιδέες και, επειδή το αντίθετο του χειροποίητου, το μηχανοκίνητο,  δεν έχει «ύφος» και «ανθρωπιά», που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της ποίησής του. Άρα, στη συνείδηση του Σεφέρη η λαϊκή παράδοση ταυτίζεται με την «ανθρωπιά».

Κι ένας άλλος , από τους πιο βασικούς λόγους της προσήλωσής του στη λαϊκή παράδοση, είναι αυτός που σχετίζεται με το ποιητικό όραμά του: τη δημιουργία, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενός αναβαθμισμένου πνευματικά ελληνισμού που θα περιλαμβάνει όλα τα αυθεντικά παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία, όπου κι αν αυτά δημιουργήθηκαν. Μια ταύτιση δηλαδή του σημερινού ελληνισμού με τη διαχρονική πνευματική παράδοσή του, που οφείλει πολλά στα μέρη της Ανατολής (Μικρασία, Καππαδοκία, Συρία), αφού εκεί πρωτοδημιουργήθηκε η ελληνική λαϊκή παράδοση με τον Μεγαλέξανδρο. Η αναβάθμιση αυτή πιστεύει πως μπορεί να γίνει με τη συγχώνευση των δύο παραδόσεων του ελληνισμού, της λόγιας και της λαϊκής. Και προβάλλει ο ίδιος σαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συγχώνευσης των παραδόσεων, με πολύ καλά αποτελέσματα, την Αναγέννηση των Παλαιολόγων, η οποία έγινε μάλιστα σε μια εποχή που οι δύο παραδόσεις, λόγια και λαϊκή, ήταν ακόμη ζωντανές. Αν δεν γινόταν αυτή «η όμορφη συγχώνευση», η μία, όπως εκτιμά ο Σεφέρης, θα καταντούσε σε κούφιους τύπους ή σε μια ρητορική ασυνάρτητη συμπεριφορά, σαν αυτή που δείχνει, αλίμονο, κάθε τόσο τα συμπτώματά της στη σημερινή Ελλάδα∙ και η άλλη θα τέλειωνε, μοναχική κι αγνοημένη, με τ’ απλοϊκά έργα της λαϊκής χειροτεχνίας» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β’, ό.π.). Η πίστη του αυτή αποτελεί και ένα βασικό κριτήριό του για την αξιολόγηση των Ελλήνων πνευματικών δημιουργών π.χ. του Σολωμού, του Κάλβου, του Καβάφη, του Παλαμά, τους αξιολογεί δηλαδή με βάση τη συμβολή τους στη σύζευξη των δύο παραδόσεων. Και το δικό του έργο άλλωστε μια τέτοια προσπάθεια για τη συγχώνευση των παραδόσεων εκφράζει.

Για τους παραπάνω λόγους πέρασε στο έργο του πολλά θέματα και μορφές της λαϊκής παράδοσής μας. Στο ποίημα π.χ. «Φωτιές του Άι-Γιάννη συναντάμε ένα πλούσιο εθιμικό παραδοσιακό υλικό (έθιμα του Κλήδονα, μολυβδομαντείας, λεκανομαντείας, εμπυροσκοπίας κ.ά.), το οποίο είναι τελείως απαραίτητο για την ερμηνεία του ποιήματος. Σε άλλα ποιήματα υποκρύπτονται άλλα έθιμα, παραμύθια, μύθοι, δοξασίες, όπως για παράδειγμα στα γνωστά ποιήματα: «Άρνηση», «Λυπημένη», «Ανδρομέδα» κ.ά. Στο Μυθιστόρημα περνάει ο αρχαιοελληνικός μύθος της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Η χρήση λαϊκών στοιχείων και συμβόλων κορυφώνεται στο πυκνό σε σημασιολογικές και ιδεολογικές αποχρώσεις λαϊκό σύμβολο της «γοργόνας», του γνωστού μύθου της γοργόνας που αναζητά στα πέλαγα τον Μεγαλέξανδρο. Η «γοργόνα» αποκαλύπτει τον ποιητικό και ιδεολογικό ορίζοντα του Σεφέρη, ο οποίος περιτρέχει όλο το έργο του, ποιητικό και πεζό. Εννιά σεφερικά ποιήματα εμπεριέχουν το σύμβολο αυτό και από  την ερμηνευτική προσέγγιση αυτών των ποιημάτων προκύπτουν τα ακόλουθα, τελείως συνοπτικά εδώ, συμπεράσματα:

Η «γοργόνα» είναι το ποιητικό σύμβολο του ελληνισμού με την αλεξίκακη δύναμη του πολιτισμού του, με τη γόνιμη στεριανή και θαλασσινή παράδοσή του, με την ιδανική ηθική, αισθητική και θρησκευτική αίσθηση, η οποία στο κέντρο της έχει την «ανθρωπιά». Συμβολίζει ακόμη η «γοργόνα» τον ελληνισμό με την ποικιλότροπη στέρησή του, με τον διαρκή «οδυσσεακό δόλο» και τη συνεχή «πρωτεϊκή» ιστορική μεταμόρφωσή του. Συγχρόνως είναι συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλα τα άλλα σημαντικά σύμβολα του ελληνισμού: Μεγαλέξανδρο, Διγενή, Ερωτόκριτο, Αρετούσα, Διόνυσο, Χριστό, κ.ά. Ύστερα από τα παραπάνω εύκολα καταλαβαίνει κανείς για ποιο λόγο ο Σεφέρης τυπώνει στο εξώφυλλο όλων των βιβλίων του το σημαντικό αυτό σύμβολο, τη «γοργόνα».

Στενά συνδεδεμένη με το ιδεολογικό όραμα του ποιητή είναι η αγάπη του προς τους λαϊκούς ανθρώπους, αφού αυτοί είναι οι πολίτες του οραματικού του ελληνισμού. Αλλά την προσοχή του απέσπασαν και ιστορικές ή λογοτεχνικές λαϊκές προσωπικότητες, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Θεοτοκόπουλος, ο Ερωτόκριτος πάντοτε κάτω από το βάρος εκείνου του καημού του, που επιζητά την πνευματική αποκατάσταση του ελληνισμού.

Μια ακόμη ειδική λαϊκή μορφή που εμφανίζεται στα ποιήματα του Σεφέρη είναι ο «καλόγηρος», που είναι σύμβολο ηθικής τάξης και επιζητά, ως εκπρόσωπος του ελληνισμού και της ελληνικής λαϊκής παράδοσης—αφού στους καλογέρους, ιδίως της Ανατολής, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η συντήρησή της—την αποκατάσταση της δικαιοσύνης επισείοντας προς τους «δυνατούς» ακόμη και την τιμωρία τους (Βλ. τα ποιήματα της συλλογής του: Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’). Η χρησιμοποίηση των «καλογέρων» δείχνει και την φροντίδα του ποιητή για τη συντήρηση της παράδοσης που αντιπροσωπεύουν.

Μια ιδέα και μόνο ήθελα να δώσω για το ενδιαφέρον του Σεφέρη, ενός σπουδαίου ποιητή του Νεοελληνισμού, για τη δημοτική μας παράδοση, για την οποία πιστεύει ότι είναι σπουδαιότερη από τη λόγια. Και οι δύο όμως, κατά τη γνώμη του, είναι χρήσιμες για την αναβάθμιση της πνευματικής ταυτότητας του σύγχρονου ελληνισμού και την πορεία του στο δρόμο της αναζήτησης του χαμένου κέντρου του, της «ανθρωπιάς» του. Όπως ο ίδιος γράφει: «Ο Ελληνισμός μου είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου». Και είναι αλήθεια ότι η πρόοδος της Ελλάδας δεν μπορεί να γίνει μόνο με συμμαχίες γαιοστρατηγικού ή οικονομικού χαρακτήρα, αλλά κυρίως μέσα από την ουσιαστική πολιτισμική του αναβάθμιση, η οποία θα φέρει και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη.

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.