Τα παιδικά χρόνια παίζουν, όπως γνωρίζουμε, μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και πολύ περισσότερο ενός μεγάλου δημιουργού. Και ό,τι κι αν λένε για την ανεξαρτησία του καλλιτεχνικού έργου, πιστεύω πως πηγή έμπνευσης και βασική μέθοδος για την ερμηνεία του αποτελεί η ίδια η ζωή του δημιουργού και ιδιαίτερα η παιδική του ηλικία. Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Καταστροφή της Σμύρνης, γεγονός που στιγμάτισε την ποίηση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη. Γεγονότα άλλωστε σαν την Μικρασιατική Καταστροφή σημάδεψαν ανεξίτηλα τους Έλληνες που ήλθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και οι «χαμένες πατρίδες» στοίχειωσαν την ελληνική ιστορία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνεία του έργου του παρουσιάζει η παιδική του ηλικία και η αίσθηση που έχει για τη χαμένη του πατρίδα. Σ’ αυτά τα δύο θα αναφερθώ εν ολίγοις στα παρακάτω. Θα δώσω δηλαδή κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του στη Σμύρνη και κυρίως για τη ζωή του στη Σκάλα των Βουρλών (1900-1912), που στάθηκε η πηγή που ανέβρυσε το έργο του.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 (13 Μαρτίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) και ήταν γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως Τενεκίδου. Παππούς από την πλευρά της μητέρας του είναι ο Γιωργάκης Τενεκές ή Τενεκίδης με καταγωγή από την Νάξο, το όνομα του οποίου πήρε ο ποιητής. Το πότε ακριβώς ήλθε από την Νάξο και εγκαταστάθηκε στα Βουρλά δεν είναι γνωστό. Γνωρίζουμε όμως ότι απέκτησε εκεί μεγάλη περιουσία. Μετά τον θάνατο του Γεωργάκη το 1886 όλη η περιουσία πέρασε στη χήρα του Ευανθία Μιχαλάκη Τενεκίδου, μητέρα της Δέσπως, που γεννήθηκε στα 1874. Παππούς από την πλευρά του πατέρα του ήταν ο Πρόδρομος Σεφεριάδης με οικογενειακές ρίζες από τα βάθη της Μ. Ασίας. Το όνομα του πατέρα του Προδρόμου ήταν Σεφέρης Α(γ)ιναμπέιογλου και το βαπτιστικό όνομά του, Σεφέρης, θα το κληροδοτήσει στα έξι του παιδιά ως επίθετο. Στα 1931, όταν ο ποιητής εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, θα υιοθετήσει ως καλλιτεχνικό του όνομα το: Σεφέρης.
Ο Στυλιανός Σεφεριάδης γεννήθηκε στα 1873 και σπούδασε έξι χρόνια νομικά στη Γαλλία και πήρε διδακτορικό τίτλο από τη Σορβόνη. «Ήταν άνθρωπος με ζωηρή προσωπικότητα και πολύ κοινωνικός, χαμογελαστός με τους επισκέπτες του, πάντα άψογος ντυμένος, ατσαλάκωτος, με καλοχτενισμένο το γκρίζο γενάκι του. Αγαπούσε τις γυναίκες…του άρεσαν τα αξιώματα, οι τίτλοι, τα σαλόνια, οι επίσημες σχέσεις….Είχε ορισμένες αξιώσεις από τα παιδιά του(…) και συχνά φαινότανε οργισμένος επειδή δεν γινόντανε τα πράγματα όπως τα ήθελε»[1]. Από νωρίς ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και προς το τέλος της ζωής του δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή με τίτλο Από το συρτάρι μου. Στα 1919 έγινε καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σύμβουλος του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η Δέσπω Τενεκίδου αντίθετα ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά με ισχυρό χαρακτήρα και φιλάνθρωπη ψυχή. Τα τρία παιδιά της έχουν έντονη φυσιογνωμική ομοιότητα μαζί της. Ο Σεφέρης, έξι χρόνια μετά τον θάνατό της, σημειώνει στο ημερολόγιό του γι΄αυτή: «Μια άγια γυναίκα με μια δύναμη αγάπης απέραντη. Αγαπούσε χωρίς εκείνες τις συμπαθητικές εξάρσεις που όλα τα χαλούν. Θα ΄λεγες πως το αίσθημά της φύτρωνε από τη γη και κρατιότανε ριζωμένο. Δεν ήταν ποτέ μετέωρο.(…). Δεν μπορώ ποτέ να τη δω μέσα σ΄ένα σαλόνι-παρουσιάζεται πάντα είτε στην ακρογιαλιά είτε μέσα στ’ αμπέλια και στα δέντρα»[2]. Και η αδελφή του Ιωάννα (Τσάτσου) στο βιβλίο της Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης μιλά για τη μητέρα της με ιδιαίτερη αφοσίωση: «Ταυτίζονταν με τον δυστυχισμένο. Έτρεμε να μην προσβάλει την ανθρωπιά του, την περηφάνια του. Γνώριζε όλες τις οικογένειες του χωριού και τις πιο απόμακρες με τα μικρά τους ονόματα. Τακτικά τα πρωινά πήγαινε και τους έβλεπε. Παρακολουθούσε με αγάπη την υγεία των παιδιών τους, το σκολειό τους»[3].
ΣΠΙΤΙ-ΣΧΟΛΕΙΟ
Το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής ήταν «τριώροφο, με εσωτερική αυλή, πηγάδι, κλειστή βεράντα προς τον δρόμο, με θέα στη θάλασσα και με δικές του υπόγειες αποθήκες»[4]. Ήταν κτισμένο σ’ ένα γωνιακό οικόπεδο πολύ κοντά στην παραλία, στο λεγόμενο Κε (Quai)∙ τη φαρδιά προκυμαία, όπου ζούσαν οι Έλληνες. Πολύ κοντά στο σπίτι του βρισκόταν η «Αθλητική Λέσχη» και το Γαλλικό Προξενείο. Εκτός από το Προξενείο τίποτε άλλο δεν σώζεται σήμερα.
Ο Σεφέρης πήγε για πρώτη φορά σχολείο το 1906 στη «Σχολή Αρώνη», στην οποία και παρέμεινε σπουδάζοντας μέχρι το 1914, οπότε η οικογένεια Στυλιανού Σεφεριάδη μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η «Σχολή Αρώνη» ιδρύθηκε το 1852 και έκλεισε το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδρυτής της υπήρξε ο Νικόλαος Αρώνης από το Φιλώτι Νάξου και στη συνέχεια διευθυντής της ο γιος του Χρήστος Αρώνης. Σ’ αυτή τη Σχολή , η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι των Σεφεριάδηδων, σπούδασαν αρχικά ο Στυλιανός Σεφεριάδης και η Δέσπω Τενεκίδου. Εκεί γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Σ’ αυτή τη Σχολή σπούδασαν ακόμη τα δύο αδέλφια του ποιητή, Ιωάννα και Άγγελος. Στην ίδια Σχολή, παρεπιπτόντως αναφέρω ότι σπούδασαν πολλοί επώνυμοι στη συνέχεια Έλληνες, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, οι Μυράτ (πατέρας και γιος), Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Ιωάννης Πεσματζόγλου και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες, εφοπλιστές και επιστήμονες.
Μαθητής στην πρώτη τάξη του Δημοτικού πρωτοπήγε ο Σεφέρης το 1906-1907. Ο Γιώργος Ανωμερίτης, γνωστός από την ανάμιξή του στην πολιτική και τη συγγραφική του δραστηριότητα (ιστορία, λογοτεχνία), μας πληροφορεί ότι ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ένας καλός αλλά όχι άριστος μαθητής. Βρισκόταν πάντα μεταξύ των 13 πρώτων μαθητών επί συνόλου 30 της τάξης του μ’ ένα μέσο συνολικό βαθμό περίπου 7/10, «πάνυ καλώς ή καλώς». Η διαγωγή του υπήρξε «άριστη», εκτός από το έτος 1912-1913 (Ζ’ τάξη) που υπήρξε «κοσμία», όπως αναγράφεται στα αντίστοιχα ενδεικτικά (Αρχείο Σεφέρη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Ανέβασε την μαθητική του επίδοση στις χρονιές 1909 έως 1912. Καλύτερες βαθμολογίες έχει στα μαθηματικά, θρησκευτικά, στη ιστορία και τη φυσική. Αρίστευε στα Γαλλικά ενώ στα προαιρετικά Αγγλικά οι βαθμοί του ήταν κάτω από τη βάση[5]. Ο Νίκος Αρώνης (γιος του Χρήστου Αρώνη), εγγονός του ιδρυτή της Σχολής και ο πιο αγαπητός φίλος του ποιητή στα μαθητικά χρόνια, σημειώνει ότι «ο Γιώργος ήταν ένα καλό, ευάγωγο και ευαίσθητο αγόρι, που σαν μαθητής δεν ξεπερνούσε το μέσο όρο προκοπής και διάκρισης….Από παιδί δεν συμβιβάστηκε με το θρανίο, σ’ όλες τις βαθμίδες της τυποποιημένης μάθησης. Αντίθετα, αγαπούσε πολύ το εξωσχολικό βιβλίο, περισσότερο τους ποιητές. Το καλοκαίρι του 1914 μετά τις εξετάσεις του έβαλε φωτιά κι’ έκαψε όλα τα σχολικά βιβλία της περασμένης χρονιάς»[6]. Τέτοια ήταν η αγανάκτησή του από την τυπική γνώση. Στην αρνητική στάση προς το σχολείο τον εξώθησε και ο πατέρας του, γιατί τον καταπίεζε πολύ να είναι άριστος μαθητής. Αυτή η καταπίεση θα διαρκέσει για πολλά χρόνια, μέχρι ακόμη και τις σπουδές του αργότερα στο Παρίσι. Αυτό στάθηκε κιόλας η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης πατέρα και γιου.
Ο Στυλιανός Σεφεριάδης ήταν διακεκριμένος νομικός και είχε αναπτύξει εθνική δράση και γι’ αυτό τον παρακολουθούσε η τουρκική Ασφάλεια. Γι’ αυτό το 1914 πήρε την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί, ο Σεφέρης συνέχισε τις σπουδές του και αποφοίτησε από το Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών, για να γίνει στη συνέχεια φοιτητής στη Νομική Σχολή της Σορβόνης. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη νομική για να αφιερωθεί στην ποίηση, αλλά για χάρη ή από καταπίεση του πατέρα του τελείωσε τις σπουδές του και το 1925 αναγορεύτηκε στη Σορβόνη διδάκτωρ Νομικών Επιστημών.
Η ΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ
Η ζωή του Σεφέρη στη Σμύρνη δεν ήταν ευχάριστη εξαιτίας της καταπίεσης του πατέρα του για άριστες μαθητικές επιδόσεις και του απαιτητικού και συνάμα τυπικού σχολείου. Η Σμύρνη δεν είναι ο τόπος που αγαπά ο Σεφέρης και οι μνήμες του δεν την αγκαλιάζουν με στοργή. Αντίθετα κιόλας, του προξενεί απέχθεια και ίσως μίσος. Μια και μόνη φορά αναφέρεται το όνομά της στην ποίησή του (Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, στ 35). Η βαθιά του αγάπη και το έντονο αίσθημα πίστης και αφοσίωσης τα κερδίζει όχι η Σμύρνη, αλλά ένα ψαροχώρι, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, η Σκάλα των Βουρλών. Βρισκόταν τριάντα περίπου χιλιόμετρα στα δυτικά της Σμύρνης, κατά μήκος της ακτής. Εκεί, ο Γεωργάκης Τενεκίδης, ο παππούς του Γιώργου από την πλευρά της μάνας του, είχε δημιουργήσει περιουσία. Το σπίτι που έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη ήταν ένα σπίτι δίπλα στο λιμανάκι. Σ’ αυτό Το σπίτι κοντά στη θάλασσα πέρασε ο Γιώργος και τα αδέλφια του καλοκαίρια ξέγνοιαστα, αλησμόνητα. Εκεί, το παιχνίδι κι η παιδική αγνότητα θεμελίωσαν την προσωπικότητά τους, ανέπτυξαν τη δημιουργική φαντασία τους. Η Σκάλα, όπως γράφει η Ιωάννα Τσάτσου, «δεν ήταν για μας μια απλή εξοχή. Ήταν ένα είδος μαγικού χώρου, όπου ταιριάζαμε τις φαντασίες μας, όπου καταφεύγαμε στις δύσκολες στιγμές του καταπιεσμένου από το σκολειό καιρού μας….Η πλήξη διαλύονταν. Είμαστε ελεύθεροι, ελεύθεροι με την πιο σπάνια ποιότητα της λευτεριάς»[7]. Και συνεχίζει:
«Η Σκάλα δεν είχε φανταχτερές ομορφιές. Ούτε δάση, ούτε μεγάλα βουνά. Άνοιγε τρυφερά την αγκαλιά της στη θάλασσα…. Εκεί ήταν όλα τα εξοχικά σπίτια της οικογένειας της μητέρας. Στο περιβόλι της γιαγιάς ο γεροπλάτανος, ο έρωτάς μας. Μας ζάλιζε η χαρά του. Σπουργίτια, τζιτζίκια, σ’ αυτόν καταλήγανε. Ήταν και το μαγγανοπήγαδο. Ξεκινούσαμε για τη Σκάλα…σαν φτάναμε σκονισμένοι και διψασμένοι, τι θριαμβευτική υποδοχή εκείνη του μικρού χωριού. Μεγάλοι μικροί μας περιμένανε. Όλοι οι ηλικιωμένοι ψαράδες, με τις φαρδιές βράκες και τους ρόζους στις φούχτες, τις ψημένες από τη θάλασσα, τον ήλιο και τη δουλειά, ήταν πρόσωπα τόσο φιλικά….Οι γυναίκες με τα μεγάλα μάτια μαντηλοδεμένες, τα παιδιά τους, η παρέα μας… Πώς ήταν ο Γιώργος στη Σκάλα; Τώρα που περνάει όλη η ζωή μπροστά μου, ποτέ δεν τον θυμάμαι τόσο φιλιωμένο με τον κόσμο γύρω του, τόσον ολόκληρο. Ένιωθε το κορμί του ως το τελευταίο κύτταρο. Η μάνα με την ένστικτη σοφία της, απόφευγε να λέει μη. Όλα ήταν δικά του, όλα τα κατακτούσε, προ πάντων με την αφή. Τους γιαλούς και τα χώματα, τις πέτρες, τις βάρκες, τα κουπιά….Τα γόνατά του πάντα ματωμένα. Τα πλήγωνε και τα ξαναπλήγωνε. Μα η θάλασσα έλυνε όλα τα προβλήματα. Και τις λάσπες και τα αίματα. Με το παραμικρό βουτούσε στο νερό με τα ρούχα. Έκανε πως θέλει να δέσει κάποιο κουπί στον αρμό του, να ξεμπερδέψει τα σκοινιά της βάρκας μας, κι’ έπεφτε κατά λάθος στη θάλασσα».
Η Σκάλα ήταν ο παράδεισος για τα τρία αδέλφια. Ο χώρος που άνθισαν τα παιδικά τους χρόνια, που αργότερα για τον ποιητή Σεφέρη θα αποτελέσουν τις καταποντισμένες μνήμες από τις οποίες θα αντλεί αισθήματα που θα τροφοδοτούν την ποίησή του. Στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41, που έγραψε στην Πρετόρια όπου τον έριξε ο πόλεμος, σαν αντίβαρο στα δεινά που περνούσε, επιστράτευσε τις μνήμες του από την αγαπημένη του Σκάλα: «Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στη Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια. Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι∙ φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα. Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση. Όπως στη σκηνή των μυστηρίων του Μεσαίωνα η γης είναι οριζόντια χωρισμένη από τον ουρανό, η Σκάλα ήταν μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σε περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί, οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι….Θα μπορούσα να πω την έκφραση του προσώπου και την κουβέντα του τάδε θαλασσινού, τη στιγμή που πήδηξε στο μόλο, βρεμένος από το κύμα, και δένει το καΐκι του….Ποιος ξέρει, αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δύο παράλληλους δρόμους—ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου—είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωριστούς καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής»[8].
Είκοσι χρόνια αργότερα θα γράψει στον Ρεξ Γουόρνερ, τον Άγγλο μεταφραστή του:
«Το μέρος όπου περνούσε η οικογένειά μου τις καλοκαιρινές διακοπές τις χαρούμενες εκείνες μέρες (ένα πολύ μικρό χωριό, γύρω στις 100 ψυχές) ονομαζόταν Σκάλα∙ το σπίτι μας βρισκόταν μπροστά στην παραλία. Από τα παράθυρα μπορούσα να δω τα νησιά….και τη θάλασσα, πράγμα υπέροχο…. Από το πίσω παράθυρο του σπιτιού μας είχες καλή θέα των αμπελώνων που έφταναν μέχρι τους λόφους του Βουρλά, την κωμόπολη της περιοχής (είχε στα χρόνια μου 30.000 ψυχές πληθυσμό)∙ λαμπρά παλικάρια…που μιλούσαν σε υπέροχη δημοτική»[9].
Ο ποιητής ποτέ δεν έπαψε να θυμάται τον απλό και άμεσο λόγο των χωρικών και των ψαράδων της Σκάλας και να θαυμάζει την «υπέροχη δημοτική» που μιλούσαν, η οποία, όπως συχνά ομολογούσε, άσκησε καθοριστική επιρροή στην ποίησή του. Οι πάρα πολλές αναφορές στα ημερολόγιά του στη Σμύρνη και κυρίως στη Σκάλα ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Δεν υπάρχει άλλο θέμα που να επαναλαμβάνεται με τέτοια συχνότητα, ακόμη και στα όνειρά του κάθε τόσο μεταφέρεται στη Σκάλα. «Η μνήμη όπου να την αγγίξεις πονεί». Ο νόστος μεγάλος.
Αυτός ο νόστος τον έφερε το 1950 στη Σμύρνη και στη Σκάλα. Η συγκίνησή του είναι μεγάλη. Φοβάται ότι δεν θα αντέξει και σημειώνει στο ημερολόγιό του[10]: «Θεέ μου, τι πάω να κάνω». Η Σμύρνη του φάνηκε άγνωστη πολιτεία. Έψαξε να βρει το σπίτι του∙ δεν βρήκε τίποτε. Προσπάθησε να εντοπίσει το χώρο, όπου ήταν κτισμένο∙ δεν μπόρεσε. Τη βρίσκει παραμορφωμένη. Δεν τον συγκινεί ιδιαίτερα. Στο ημερολόγιό του δεν γράφει σχεδόν τίποτε άλλο παρά μονάχα ότι «Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα». Την άλλη μέρα το πρωί φεύγει για τη Σκάλα. Η συγκίνησή του όμως εδώ κορυφώνεται. Επτά σελίδες στο ημερολόγιό του μιλούν γι ‘ αυτή την επίσκεψη. «Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο, είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω. Ξέρω ότι θα μου συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειες της, πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα, πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόσκληση στους νεκρούς, ένα βιασμό στη φύση των πραγμάτων, μιαν αδιάντροπη πράξη…», σημειώνει. Πράγματι, ο γυρισμός αυτός αποτελεί μια νέκυια. Αν και πολλά έχουν αλλάξει, ωστόσο όλα του φαίνονται γνώριμα. «Στρίψαμε προς τη θάλασσα: όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία. Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας και τα πράγματα κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι. Η ξύλινη ‘βαπορόσκαλα’ δεν υπάρχει….Οι καμάρες του Μπατή στέκουνται με τα πάνω κτίσματα. Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω∙ έπειτα το ‘σπιτάκι’ μας. Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη∙ δεν θα την ξανάβαψαν από τα δικά μας χρόνια. Έχω ακόμη το κλειδί της στην Αθήνα…..»
Αυτό το «σπίτι» ψάχνει κάθε τόσο στα γραπτά του, στα ποιήματά του, στα όνειρά του. (Γυρεύω το παλιό μου σπίτι/ με τα ψηλά τα παραθύρια). Αυτό το σπίτι στη Σκάλα αποτελεί την «ενσαρκωμένη πατρίδα» του. Μια χαμένη όμως πατρίδα. Αυτή η απώλεια τον βαραίνει και του δημιουργεί βαθιά θλίψη και την αμηχανία του στο Μυθιστόρημα: «Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες …μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας…
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα», «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. (Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)
Αλλά και όλα τα πράγματα της Σκάλας, της πατρίδας του, τ’ αγκαλιάζει με αγάπη μέσα στην ποίησή του: Το μαγκανοπήγαδο, τα πηγάδια, τα περιβόλια, τις ελιές, τα πλατάνια, τα καΐκια, τις ψαροπούλες, τη θάλασσα, τις θαλασσινές σπηλιές, τα περιγιάλια, τα κοχύλια, τα κουπιά, τα συντριβάνια, τα σπασμένα ξύλα, τα δίχτυα….Όλ’ αυτά είναι η χαμένη πατρίδα του που την περιέγραψε μέσα στα ποιήματά του, τα οποία είναι η φωνή της πατρίδας:
Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο—τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
Βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
Γιατί την είπες φωνή πατρίδας; (Λεπτομέρειες στη Κύπρο)
Ίσως θα πρέπει το έργο του Γιώργου Σεφέρη να ξαναδιαβαστεί λαμβάνοντας υπόψη της η κριτική την «ενσαρκωμένη πατρίδα» του, την παιδική του ηλικία στη Σκάλα.