Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη σχέση της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο. Και είναι συστηματική η ενασχόλησή του μ’ αυτή τη σχέση, όπως αποδεικνύουν οι μελέτες του από το 2007 μέχρι σήμερα. Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αναφέρεται στη σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τον κινηματογράφο. Η σχέση αυτή αναλύεται από δύο πλευρές: την ενασχόλησή του με τη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων, αλλά και τη μεταφορά μυθιστορημάτων του στον κινηματογράφο.Ο Αγάθος με την αγάπη που έχει για τον κινηματογράφο, την πολύ καλή γνώση του καζαντζακικού έργου, την εξονυχιστική έρευνα των πηγών και με μια υποδειγματική επιστημονική μεθοδολογία μας έδωσε ένα μοναδικό έργο για την δραστηριότητα του μεγάλου μας Κρητικού συγγραφέα ως σεναριογράφου κινηματογραφικών ταινιών.
Το ενδιαφέρον του Καζαντζάκη για την έβδομη τέχνη αποτυπώνεται πολύ νωρίς, όταν γράφει Το κόκκινο μαντίλι (1928), σε μια επιστολή του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, στην οποία τονίζει ότι, γράφοντας κινηματογραφικά σενάρια, είναι υποχρεωμένος να μετατρέπει και τις πιο αφηρημένες έννοιες σε εικόνες κι αυτό αποτελεί μια πολύ χρήσιμη άσκηση για τη γραφή της Οδύσσειάς του. Άλλωστε «Πλήθος ψυχολογικά προβλήματα και ιδίως όνειρα, υποσυνείδητο, visions μονάχα με τον κινηματογράφο μπορούν τέλεια να εκφραστούν». Κι ακόμη: «Γιατί σε κυριεύει μια πικρότατη ηδονή και υπερηφάνεια να δημιουργείς με τις σκιές πάθη, έρωτες, ορμές, να σμίγεις και να χωρίζεις και να δημιουργείς ανθρώπους και σιωπηλά, σε μια στιγμή, να εξαφανίζονται». Αυτή η εμφάνιση μιας τεράστιας ορμής και η απότομη εξαφάνισή της, αποτελεί, κατά τον Καζαντζάκη, μια σκληρή ηδονή.
Πυρήνας αυτού του σεναρίου είναι το ματωμένο μαντίλι, που δίνει ένας αγωνιστής της Επανάστασης, ο Πέτρακας, την ώρα που πεθαίνει κάτω από την Ακρόπολη, σ’ ένα συμπολεμιστή του, για να το δώσει με τη σειρά του στον γιο του Λάμπρο που ζούσε στην Οδησσό, καθώς επίσης οι ψευδείς διαδόσεις των «Φιλικών» για τη δήθεν υποστήριξη του ελληνικού αγώνα από τον Τσάρο και τον Καποδίστρια. Επειδή ο Λάμπρος αναπτύσσει κάποιες πρωτοβουλίες που πιθανόν να αποκάλυπταν το ψεύδος της Φιλικής Εταιρείας, οι φιλικοί αναθέτουν σε μια νεοσύλλεκτη, τη Ραλού, να σκοτώσει τον Λάμπρο σε περίπτωση που αποκάλυπτε την αλήθεια σχετικά με τον Τσάρο, αλλά τελικά τον σκοτώνει ο αρχηγός της Εταιρείας. Με το σενάριο αυτό πιστεύει ο Αγάθος ότι ο Καζαντζάκης «επιθυμεί να αποτίσει φόρο τιμής σε ολόκληρη την ποιητική παράδοση του νεοελληνικού ρομαντισμού, καθώς επιλέγει να δώσει στους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας του δύο εμβληματικών ηρώων από έργα γραμμένα έναν αιώνα νωρίτερα». Ο Λάμπρος είναι ο ήρωας της ανολοκλήρωτης σύνθεσης του Διονυσίου Σολωμού και Ραλού είναι το όνομα της ηρωίδας της σύνθεσης του Παναγιώτη Σούτσου Ο Οδοιπόρος.
Το προηγούμενο σενάριο εξετάζεται στο πρώτο από τα έξι κεφάλαια του βιβλίου με τίτλο «Ο Καζαντζάκης ως σεναριογράφος». Το κεφάλαιο αυτό ασχολείται με τα σενάρια που έγραψε ο μεγάλος συγγραφέας τον καιρό (1928) που βρισκόταν στη Σοβιετική Ένωση («Το κόκκινο μαντίλι», «Άγιος Παχώμιος και Σία», «Λένιν»), και στο Γκότεσγκαμπ της Τσεχοσλαβακίας (1931- 1932) («Μουχαμέτης», «Δον Κιχώτης», «Βούδας», «Δεκαήμερο», «Μια έκλειψη ηλίου»). Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει επιπλέον και το σενάριο «Μια ελληνική οικογένεια». Στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης θα ασχοληθώ κυρίως μ’ αυτό το κεφάλαιο, γιατί τα σενάρια που εξετάζονται είναι σχεδόν άγνωστα στο πλατύ κοινό.
Σχεδιάζοντας λοιπόν ο Καζαντζάκης το επόμενο σενάριο: «Λένιν» αντιλαμβάνεται, όπως γράφει στην Ελένη Καζαντζάκη, ότι, ενώ έχει πολλές ιδέες για σενάρια, όμως του λείπει η technique. “Μονάχα μ’ έναν ειδικό μπορώ να γράψω scenario. Την αστραπή την έχω». Από το «Αγιος Παχώμιος και Σία» σώζονται μόνο 7 σελίδες και για το περιεχόμενό του γνωρίζουμε κυρίως από επιστολή του Καζαντζάκη προς τον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη, με τον οποίο σ’ αυτά τα χρόνια πολύ πυκνά αλληλογραφεί, ότι «είναι πολύ sobre, οραματικό, αντικληρικό». Γράφοντας το σενάριο «Βούδας» ενθουσιάζεται από τον «παραλληλισμό ανάμεσα στην ιδέα του εφήμερου που κυριαρχεί στον βουδισμό και το εφήμερο της τέχνης του κινηματογράφου», αλλά αναγνωρίζει και πάλι ότι «του λείπει η τεχνική και έχει την ανάγκη της συνδρομής ενός καλού σκηνοθέτη». Ομολογεί μάλιστα ότι, ουσιαστικά, δεν πρόκειται για σενάριο, αλλά για σχεδίασμα σεναρίου. Ωστόσο, εάν το κείμενο, γράφει ο Αγάθος, διαβαστεί όχι σαν σενάριο με σκοπό την κινηματογράφησή του, «δεν στερείται γοητείας καθώς περιλαμβάνει αρκετές συναρπαστικές πολύχρωμες εικόνες, δίνει έμφαση στους ήχους, φυσικούς και τεχνικούς, και διαθέτει έναν τελετουργικό ρυθμό». Αυτό που ενθουσιάζει τον Καζαντζάκη γράφοντας αυτά τα σενάρια είναι η δυνατότητα της έβδομης τέχνης να μετατρέπει τις ιδέες σε εικόνες. Αυτό αποτελεί γι’ αυτόν την πρόκληση.
Ο «Δον Κιχώτης» είναι διασκευή του γνωστού έργου του Θερβάντες και το σενάριο ακολουθεί τη ρομαντική πρόσληψη του ήρωα ως «αιώνιου και αμετανόητου εραστή της φαντασίας». Το κείμενο του σεναρίου «Μουχαμέτης» καταλαμβάνει 13 δακτυλογραφημένες σελίδες στα γαλλικά και, κατά την καθηγήτρια Παναγιώτα Μήνη, στις αναλύσεις της οποίας ο Αγάθος παραπέμπει πολλές φορές, αποτελεί μια προσπάθεια του Καζαντζάκη να πλάσσει για τον κινηματογράφο έναν χαρακτήρα επαναστάτη Προφήτη. Το σενάριο «Μια έκλειψη Ηλίου» (1932) ο ίδιος ο Καζαντζάκης το χαρακτηρίζει ως μια παραβολή «για τη σύγχρονη αθλιότητα του κόσμου, για τη φρίκη του πολέμου, για τη συναδέλφωση των λαών». Το σενάριο καταλαμβάνει 14 δακτυλογραφημένες σελίδες. Πρόκειται για μια πρωτότυπη μυθοπλαστική ιστορία που λαμβάνει χώρα σε ένα βουδιστικό μοναστήρι πριν και κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης ηλίου. «Το Δεκαήμερο» (1932) είναι σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Βοκκάκιου και μεταπλάθει εννέα νουβέλες αυτού του μεσαιωνικού έργου με κάποιες καζαντζακικές καινοτομίες, όπως αυτή του φτερωτού μικρού Έρωτα και της ανάθεσης δεύτερων ρόλων σε καθέναν από τους δέκα πρωταγωνιστές. Αυτή η τελευταία, κατά τον Γεράσιμο Ζ. Ζώρα, ο οποίος έχει διεξοδικά παρουσιάσει το εν λόγω σενάριο, παραπέμπουν στην τεχνική του μεταθεάτρου, που φέρνει τον θεατή εγγύτερα στη δεκαμελή παρέα. Τέλος, το σενάριο «Μια ελληνική οικογένεια» (1956) ο Καζαντζάκης το γράφει μετά από πρόταση που δέχεται από τον Έλληνα πρόεδρο της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας 20thCentury Fox. Αποτελείται από 68 δακτυλογραφημένες σελίδες και είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τοποθετείται στην Ιθάκη και την Αμερική.
Δυστυχώς όμως, παρά τον ενθουσιασμό και τα φιλόδοξα σχέδιά του Καζαντζάκη για συμπαραγωγές με κινηματογραφικά στούντιο, κανένα από τα παραπάνω σενάρια, αν και θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένα για την εποχή τους, δεν πήρε τον δρόμο της κινηματογράφησης. Ωστόσο αρκετά στοιχεία, σκηνές και πρόσωπα θα αναπτυχθούν στα μεγάλα μυθιστορήματά του συγγραφέα. Το βασικό όμως είναι ότι ο Καζαντζάκης διείδε πολύ νωρίς την αξία της έβδομης τέχνης και προετοίμασε το δρόμο για την κινηματογράφηση των μεγάλων του έργων, τα οποία έχουμε δει οι περισσότεροι στη μεγάλη οθόνη. Στα παρακάτω εκτίθεται με μεγάλη συντομία το περιεχόμενο των υπόλοιπων κεφαλαίων του βιβλίου που ασχολούνται με τις κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων του.
Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται/ Celuiqui doit mourir (1957) του Jules Dassin: ο Καζαντζάκης χωρίς μεταφυσική», αποπειράται μια σύγκριση του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη και της κινηματογραφικής διασκευής του από τον Dassin. Εξετάζονται συγχρόνως και άλλα συναφή ζητήματα σχετιζόμενα με την υποδοχή της ταινίας, την κάλυψη των γυρισμάτων από τον ελληνικό τύπο της εποχής, την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών, την άνοιξη του 1957, την οποία παρακολούθησε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, λίγο πριν αποδημήσει.
Το τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο «Zorba the Greek (1964): η διεθνοποίηση του κατεξοχήν ελληνικού μυθιστορήματος», εξετάζει την παράλληλη πορεία του γνωστού μυθιστορήματος του Καζαντζάκη και της ομώνυμης ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη (Zorba the Gteek) καθώς και όσα συνδέονται με την υποδοχή τους και τις αντιδράσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο τελευταίος πειρασμός: τα κατά Καζαντζάκη και κατά Scorsese Ευαγγέλια», συνεξετάζει συγκριτολογικά το μυθιστόρημα με την αντίστοιχη ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη «The Last Templation of Christ (1988). Αναφέρεται επίσης στα σχετικά επεισόδια μισαλλοδοξίας εναντίον του βιβλίου και της ταινίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το πέμπτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο Καζαντζάκης στο κινηματογραφικό τοπίο του 20ού αιώνα», έχει ως θέμα του τις δύο πρόσφατες ταινίες του Λευτέρη Χαρωνίτη: «Νίκος Καζαντζάκης. Ακροβάτης πάνω από το χάος» (2007) και την ταινία του Μένιου Καραγιάννη «33.333: Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη»( 2016). Γίνεται λόγος ακόμη για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή που προβλήθηκε τελικά το 2017. Τέλος, το έκτο κεφάλαιο έχει επιλογικό χαρακτήρα και περιέχει βιβλιογραφία, φωτογραφικό υλικό και ευρετήριο κυρίων ονομάτων.
Όσοι λοιπόν σινεφίλ, σπεύσατε… να το διαβάσετε.