Προ ολίγων ημερών βρέθηκα στην Κέρκυρα, στο νησί που στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στην αναγέννηση του έθνους μας και στο οποίο έζησαν οι μεγάλοι μας ποιητές Διονύσιος Σολωμός και Ανδρέας Κάλβος. Ο πρώτος περίπατος με έβγαλε στην προτομή του Σολωμού και στο σπίτι όπου ο ποιητής έζησε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του και δημιούργησε το περισσότερο και σπουδαιότερο έργο του συμπεριλαμβανομένων και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Το σπίτι αυτό καταστράφηκε από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1941. Αναστηλώθηκε αργότερα από την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών με σχέδια και επίβλεψη των Κερκυραίων μηχανικών, Γ. Λινάρδου και Ι. Κόλλα, οι οποίοι φρόντισαν να διατηρηθούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του παλαιού κτιρίου. Οι εργασίες αποπερατώθηκαν το 1964 και σταδιακά με την φροντίδα των Προέδρων της Εταιρείας Θεοδώρου Μακρή και Κώστα Δαφνή συγκροτήθηκε το «Μουσείο Σολωμού».
Το σπίτι-Μουσείο, χτισμένο πάνω στα μουράγια αντικρίζει το στενό πέρασμα των καραβιών ανάμεσα από το νησί και την αλβανική ακτή, το ειδυλλιακό νησάκι του Βίδου και την είσοδο στο λιμάνι της πόλης. Ο ποιητής έχοντας τη θάλασσα μπρος του εμπνέεται, αναπολεί, παρατηρεί το θυμό και τη γαλήνη της και την αποτυπώνει ολοζώντανη στη ποίησή του. Αντικατοπτρίζει τις σκιές και την αέναη κίνηση του νερού μέσα στη διαρκή προσπάθειά του να δώσει την τελειότητα του υδάτινου ολοζώντανου στοιχείου με την τελειότητα της έκφρασής του. Για να περάσει με μια γρήγορη ανάσα στο στατικό και γαλήνιο όγκο του νερού που απλώνεται μπροστά από το παράθυρό του, νωχελικά κάτω από το μουράγιο των οχυρώσεων, ενώ στο βάθος αχνοφαίνονται τα βουνά…
Μέσα στο σπίτι, μέσα στην απλότητα της ατμόσφαιρας που κυριαρχεί, στέκει ένα παλιό γραφείο φτιαγμένο μάλλον από ντόπιο τεχνίτη επιπλοποιό κατά το βενετσιάνικο τρόπο με συρτάρια χρηστικά αλλά και να μπορεί να τραβιέται μπροστά για να δημιουργεί ένα μεγάλο χώρο για γράψιμο. Σ’ αυτό το γραφείο έγραψε ο ποιητής το έργο του. Τα ανοιχτά ξύλινα φατνώματα αριστερά και δεξιά πάνω στο γραφείο συγκεντρώνουν τη σκέψη και περιορίζουν τη διαφυγή. Απαιτεί συγκέντρωση, μόχθο, διορθώσεις πάνω στις διορθώσεις η δουλειά του για να φτάσει στη μουσική τελειότητα του στίχου, στη μαγική ειδυλλιακή εικόνα της κερκυραϊκής φύσης. Αλλά να πετυχαίνει και τη μεγαλοσύνη, την επίταση στα ιδεώδη, την ανάταση στα ιδανικά της γενιάς του και στο όραμα μιας πατρίδας που δεν έζησε στ΄ αλήθεια αλλά αγάπησε με το πάθος του θαυμασμού του πνεύματος.
Η προτομή του βρισκόταν παλαιότερα λίγα μέτρα από το σπίτι του σ΄ένα μικρό διεύρυσμα του δρόμου πάνω στα μουράγια. Δεν ήταν όμως περίοπτη αυτή η θέση παρόλο που αποκτούσε ιδιαίτερο νόημα δίπλα στο σπίτι του. Γι΄αυτό η προτομή μετατοπίστηκε στην κορυφή της πάνω πλατείας. Θέση που τον φέρνει στην ίδια χωρική ενότητα με τον Καποδίστρια και την Ιόνιο Ακαδημία που δεσπόζει στην δυτική άκρη της πάνω πλατείας. Έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς την πόλη που τον φιλοξένησε τόσα χρόνια, να τον βλέπουν οι χιλιάδες περαστικοί. Δεν μπορούμε όμως να μην παρατηρήσουμε ότι ο ποιητής δεν ατενίζει προς τη θάλασσα και την κατεύθυνση του Μεσολογγίου κι αυτό είναι κάτι που έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να προσεχτεί ή εκ των υστέρων έστω να διορθωθεί. Απ΄ότι είδα υπάρχει καταλληλότερη θέση, ίσως πιο κοντά στην Ιόνιο Ακαδημία.
Είκοσι εννιά χρόνια έζησε στην Κέρκυρα, από το 1828 ως το 1857. Τον Νοέμβριο του 1856 ο Διονύσιος Σολωμός έπαθε δεύτερη σοβαρή εγκεφαλική συμφόρηση που τον κράτησε επί τρεις μήνες στο κρεβάτι ως τον θάνατό του, στις 21 Φεβρουαρίου 1857. Τον περισσότερο καιρό έπεφτε σε κώμα κι όταν τύχαινε να ξυπνήσει για λίγο θα άκουγε, όπως υποθέτω, τον ρυθμικό ήχο από τις οπλές των αλόγων καθώς τα αμάξια περνούσαν έξω από τον στενό δρόμο που χώριζε το σπίτι του από τη θάλασσα. Ίσως ακόμη να άκουγε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στα διπλανά καντούνια. Κι όπως όλοι που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση θα σκεφτόταν τα παιδικά του χρόνια, όταν περπατούσε με τη μητέρα του στις εξοχές του Ζακύνθου ή όταν έπαιρνε μαθήματα από τον δάσκαλό του Σάντο Ρώσση. Θα σκεφτόταν σίγουρα που στα δέκα του χρόνια άφηνε τη Ζάκυνθο για να πάει στην Ιταλία να σπουδάσει. Κι όταν γύρισε, σπουδασμένος και ωραίος νέος, ήταν αγαπητός στο νησί του. Ιδίως, όταν είχε γράψει τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» που όλοι τον επευφημούσαν.
Ασφαλώς θα θυμήθηκε όταν στα τέλη του 1828 έφτανε στην Κέρκυρα να τον ακολουθεί τέτοια λαμπρή φήμη ως ποιητή, ώστε να τον επισκέπτονται για να τον καλωσορίσουν οι καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας. Θα πέρασαν από το μυαλό του οι φίλοι του: ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος, ο οποίος πριν ο ποιητής εγκατασταθεί στην Κέρκυρα του είχε ήδη μελοποιήσει τη «Φαρμακωμένη» και μετά τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο οποίος έμελλε να γίνει ο επιμελητής των χειρογράφων του και ο πρώτος εκδότης των έργων του μετά τον θάνατό του, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Πέτρος Βράϊλας-Αρμένης, ο Πέτρος Κουαρτάνος κ.ά.
Μα πιο πολύ, θαρρώ, σαν μια αστραπή τού φώτισε όλους τους κόπους που κατέβαλε για να πετύχει στο έργο του. «Πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κ’ έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε», έλεγε. Αυτό πέτυχε στα μεγάλα του έργα, στα έργα της ωριμότητάς του: στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», τον «Κρητικό», τον «Πόρφυρα». Στα έργα αυτά που σήμερα αποτελούν μεγάλο εθνικό κεφάλαιο.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθιά θλίψη στην Κέρκυρα. Η συνεδρίαση της Γερουσίας αναβλήθηκε και οι ημέρες ανάμεσα στον θάνατό του και στην καθορισμένη ημέρα της κηδείας του κηρύχτηκαν μέρες πένθους. Οι εκδηλώσεις της αποκριάς σταμάτησαν και έκλεισε το θέατρο. Η κηδεία του υπήρξε πάνδημη και ο ποιητής ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο της Γαρίτσας. Στα 1865 ο αδελφός του Δημήτριος μετέφερε τα οστά του στη γενέτειρά του Ζάκυνθο.
Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του ο Σολωμός, σε μια στιγμή πνευματικής διαύγειας, έδειξε στους φίλους του που του συμπαραστέκονταν ένα κασελάκι μέσα στο δωμάτιό του και τους είπε: «Εκεί είναι, φίλοι μου, πάρτε τα». Εννοούσε τα χειρόγραφά του, το έργο του. Όταν μετά τον θάνατό του άνοιξαν την κασέλα ο Πολυλάς κι ο Κουαρτάνο, που είχαν οριστεί από τον Δημήτριο εκτελεστές της πνευματικής περιουσίας του ποιητή, απογοητεύτηκαν γιατί όσα χειρόγραφα βρήκαν ήταν λίγα μόνο ποιητικά αποσπάσματα. Η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε η Ελλάδα για τον ποιητή χάρη στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» και τις απαγγελίες του ανέκδοτων ποιημάτων του έκαναν τον καθένα να πιστεύει ότι η κασέλα ήταν γεμάτη από ποιητικούς θησαυρούς. Η απογοήτευση και η δυσπιστία ήλθαν να καταλάβουν τη θέση της πρότερης γενικής αποδοχής. Άρχισαν να διατυπώνονται απίθανες απόψεις και να δημιουργούνται διάφορες φήμες για καταστροφή των χειρογράφων από τον Δημήτριο ή κι από τον ίδιο τον Διονύσιο. Αυτές οι φήμες αναπόφευκτα δημιούργησαν την αντίδραση όσων θαύμαζαν τον ποιητή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Κανένας όμως τότε δεν έλαβε υπόψη του τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Σολωμού και τον αγώνα του να τελειοποιήσει την ποιητική του έκφραση και πως αυτά τα αποσπάσματα ήταν η μαρτυρία αυτού του αγώνα.
Ήταν ο Ροΐδης κι ο Παλαμάς που αργότερα έφεραν το Σολωμό ξανά στο προσκήνιο και σήμερα πλέον, 200 χρόνια από την Επανάσταση του του Έθνους μας, έχει εκτιμηθεί η εξαιρετική συμβολή του Σολωμού στη σπουδή και καλλιέργεια της δημοτικής μας γλώσσας και έχει αναγνωριστεί ότι η ποιητική του ιδιοφυΐα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας και τη διαμόρφωση της εθνικής μας φυσιογνωμίας. Ίσως πρέπει να πούμε κιόλας ότι είναι ο πρώτος που έφερε ουσιαστικά τον μοντερνισμό στην Ελλάδα. Τελειώνοντας ας θυμηθούμε τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη:
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».