Το βιβλίο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 και ήδη είναι γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τον Μάρτιο μάλιστα του 2019 το βιβλίο έκανε άλλη μία ανατύπωση σε τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα, πράγμα που δηλώνει πως είναι ένα επιτυχημένο και εμπορικά βιβλίο.
Συγγραφέας του ο Αμερικανός Κρίστοφερ Κινγκ, ένας παθιασμένος συλλέκτης και ερευνητής παλαιών-προπολεμικών ηχογραφημένων μουσικών, εκείνων δηλαδή που αποτυπώθηκαν σε δίσκους 78 στροφών, blues, country μουσικής των Απαλαχίων Ορέων, αλλά και παραδοσιακών μουσικών από την Ελλάδα και την Αλβανία.
Σ’ αυτό το βιβλίο του ο συγγραφέας ασχολείται με προπολεμικές ηχογραφήσεις ηπειρώτικων σκοπών και συγχρόνως με την επανεκτίμηση και προβολή παλαιών καλλιτεχνών, όπως για παράδειγμα των οργανοπαικτών Κίτσου Χαρισιάδη (κλαριντζή) και Αλέξη Ζούμπα (βιολιστή). Αυτή η επαναφορά παλαιών καλλιτεχνών είναι μία τακτική γνωστή στο συγγραφέα από συμπατριώτες του ερευνητές (στα χρόνια του ’60), οι οποίοι ταξιδεύοντας στον Νότο, κυρίως των ΗΠΑ, ανακάλυπταν και επανέφεραν στο προσκήνια παλαιούς καλλιτέχνες του blues και του folk revival. Μία τακτική δηλαδή που δείχνει τον βαθύ σεβασμό των νεότερων προς καταξιωμένους καλλιτέχνες του παρελθόντος και την προσπάθειά τους να κρατήσουν και να αιτιολογήσουν την ιστορική συνέχεια.
Για το γράψιμο αυτού του βιβλίου όλα άρχισαν από ένα ταξίδι του συγγραφέα στην Κωνσταντινούπολη το 2009. Εκεί ο Κινγκ ανακάλυψε σε παλιατζίδικα της ασιατικής πλευράς κάποιους δίσκους 78 στροφών του κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη. Αφορμή για μένα για αυτή την παρουσίαση, που δεν είμαι μουσικολόγος και που δεν έχω ασχοληθεί ούτε καν φιλολογικά με το Ηπειρώτικο μοιρολόι, στάθηκε το ότι είμαι Ηπειρώτης και ότι ο Χαρισιάδης καταγόταν από τη Βελτσίστα, χωριό γειτονικό στο δικό μου κι ακόμη τ’ ακούσματα ηπειρώτικων τραγουδιών που είχα από τη μάνα μου και τον πατέρα μου, που ήταν ο βιολιτζής του χωριού μου. Τα περισσότερα απ’ αυτά έχουν θρηνητικό χαρακτήρα ως προς τον σκοπό, τον ρυθμό και τον στίχο και συναποτελούν το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του τίτλου.
Μετά την επιστροφή του στη Βιρτζίνια ο συγγραφέας-μουσικολόγος άρχισε να εντοπίζει στο διαδίκτυο άλλους Έλληνες συλλέκτες, όπως για παράδειγμα τους αδελφούς Μπαρούνη στην Αθήνα, οι οποίοι άρχισαν να τον προμηθεύουν με παρόμοιους δίσκους. Σε κάποια στιγμή μάλιστα του πούλησαν μιαν ολόκληρη συλλογή (100 δίσκους). Έτσι ο Κινγκ θα γνωρίσει καλύτερα τον Χαρισιάδη και θα ανακαλύψει τον σπουδαίο βιολιστή Αλέξη Ζούμπα, τον οποίο θεωρεί ότι είναι « ένας λαϊκός μουσικός της υψηλότερης δυνατής στάθμης». Πιστεύει επίσης ότι το μοιρολόι «Τζαμάρα αρβανίτικο» μεταδίδει κάτι το άφατο, «σαν ένα συναίσθημα που μπολιάστηκε στον ήχο» και πως το «παίξιμό του έβγαζε μια ξεκάθαρη αίσθηση απώλειας». Η μελωδία του βιολιού του Ζούμπα αποπνέει την πίκρα που εκφράζει το γνωστό ηπειρώτικο τραγούδι:
Τι να σου στείλω, μάτια μου, αυτού στον κάτω κόσμο;
Να στείλω μήλο σήπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σταφύλι ξερογίζεται, τριαντάφυλλο μαδιέται
Στέλνω κι εγώ τα δάκρυα μου, δεμένα στο μαντήλι.
Είναι η ίδια πίκρα που εκφράζει και «Το Μπλουζ της προετοιμασίας για το Θάνατο»:
Όσο σίγουρο είναι ότι ζούμε,
τόσο σίγουρο είναι ότι γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε.
Στη συνέχεια αλληλογραφεί με τον Τζιμ Ποττς, ο οποίος το 2010 δημοσιεύει το βιβλίο: «Τα νησιά του Ιονίου και η Ήπειρος» και ο Κινγκ διαπιστώνει ότι οι εντυπώσεις του για την ηπειρώτικη μουσική συμπίπτουν με εκείνες του Ποττς: «Βαθύτερη από τα πιο βαθιά μπλουζ, πιο συγκινητική και πλημμυρισμένη με περισσότερη νοσταλγία από τα ρεμπέτικα, με ρίζες στα χρόνια του οθωμανικού ζυγού…».
Το ερώτημα που απασχόλησε τον Κινγκ, αφού γνώρισε το ηπειρώτικο μοιρολόι, ήταν τι έκανε αυτή τη μουσική τόσο ιδιαίτερη, ώστε να ξεχωρίζει τόσο πολύ από τις όμορες μουσικές, τι έδινε στη μουσική αυτή τόσο βάθος, ώστε να την ταυτίζει με τη Μπλουζ. Για να την κατανοήσει καλύτερα ταξίδεψε πολλές φορές στην Ήπειρο και μέσα στο βιβλίο του γράφει πολλά για την ιστορία της, για την άγρια ομορφιά του τοπίου της, για τον Αλή Πασά, τους Τσιγγάνους οργανοπαίχτες, το ηπειρώτικο τσίπουρο, τα πανηγύρια και τα συλλογικά βιώματα σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει το ανάδελφο της ηπειρώτικης μουσικής με την εξαιρετική ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου και της ιστορίας του. Εν πολλοίς τα καταφέρνει, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις δεν ξεφεύγει την εξιδανίκευση.
Τελειώνοντας , θα ήθελα να πω ότι αυτό που έχει περισσότερη σημασία σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι τόσο η επιστημονική συνέπεια και η σωστή μουσικολογική ανάλυση, όσο η ειλικρίνεια με την οποία ο Κρίστοφερ Κινγκ εκφράζει τη συγκίνηση που του δημιουργεί το ηπειρώτικο τραγούδι.