Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση. («Λεπτομέρειες στην Κύπρο»)
Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο, που αποτελεί μια πολύ σύντομη «περιδιάβαση» σε περασμένα και τωρινά, είναι όπως ειπώθηκε στην αρχή, η αποτυχία του διαλόγου για την «Επανένωση της Κύπρου», αλλά κι ένα πολύ πρόσφατο ταξίδι μου στην Κύπρο. Και δεν είναι δυνατόν, νομίζω, να γράψει κανείς, και μάλιστα φιλόλογος, ένα παρόμοιο κείμενο χωρίς να θυμηθεί την «περιδιάβαση» του Γιώργου Σεφέρη, που περισσότερο από όλους τους ποιητές, αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου, έγραψε την ποιητική συλλογή «Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν…» και ως διπλωμάτης είχε ως κύρια ευθύνη του το «Κυπριακό Ζήτημα».
Στην Κύπρο βέβαια από τότε έχουν αλλάξει πολλά πράγματα! Είναι διαμελισμένη, έχει αλλάξει διοικητικό σύστημα, πολιτικούς προσανατολισμούς, είναι μέλος της ΕΕ, φιλοξενεί πολλούς Ρώσους με ναυτιλιακές επιχειρήσεις και πρόσφυγες παντός είδους, επιδιώκει την «Επανένωσή» της κ.ά. Ωστόσο οι Κύπριοι μιλούν την ελληνική γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία με μας, τραγουδούν τα ίδια τραγούδια με μας, διδάσκονται στα σχολεία τους την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, όπως ακριβώς κι εμείς στα σχολεία μας διδασκόμαστε και Κώστα Μόντη και Κυριάκο Χαραλαμπίδη (και όχι μόνο), έχουν παραδοσιακά καθαρή ελληνική συνείδηση και ελληνικά σημεία μυθικής αναφοράς. Μου φάνηκε δικαιολογημένη η ταύτιση του διπλωμάτη Σεφεριάδη μαζί τους και η πεποίθηση ότι πρόκειται για ένα κομμάτι του Ελληνισμού πιστό στις ελληνικές λαϊκές παραδόσεις. Αυτό ακριβώς διαπίστωσε στα 1953-1954 και ο Σεφέρης, που είδε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ως φυσιολογική. Αν δέχτηκε γι’ αυτή του τη θέση αρνητική κριτική, αυτό δεν αλλάζει το γενικότερο πλαίσιο των απόψεών του για τον ελληνισμό της Κύπρου και πολύ περισσότερο δεν αναιρεί την αξία των ποιημάτων της ποιητικής του συλλογής «…Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν…». Η ποίηση άλλωστε δεν γράφεται με το υποδεκάμετρο.
Περπαττώντας στα εμπορικά δρομάκια της Λεμεσού, αλλά και σε ένα-δυο χωριά, το μάτι μου έπιασε κάτι κολόκες, που τόσο πολύ αγαπούσε ο ποιητής. Ένα απόγευμα, που έτυχε να βρεθώ στο σπίτι του στην οδό Άγρας, η Μαρώ Σεφέρη μου έδειξε στο σαλόνι τού σπιτιού, ανάμεσα στα άλλα, μια συλλογή από μαύρες κολόκες. Πρόκειται, όπως μας πληροφορεί ο ποιητής, για «κολοκύθες που χρησιμοποιούν για δοχεία· το πλούμισμα της κολόκας είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λαϊκές τέχνες της Κύπρου· κοσμητικά σχέδια, φιγούρες ηρωϊκές, οικείες ή σκωπτικές κτλ». Και επειδή, όπως είναι γνωστό, ο ποιητής αγαπούσε τη λαϊκή παράδοση, ήθελε καταρχάς την κυπριώτικη συλλογή του να την ονομάσει Κολόκες. Αντιγράφω δυο στίχους από το ποίημα «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», όπου γίνεται σχετική αναφορά:
Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,
Κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.
Όταν φτάσαμε στις Πλάτρες, κατεβαίνοντας από το Τρόοδος, είχε νυχτώσει. Έστησα αφτί ν’ ακούσω τ’ αηδόνια «μες στον ανασασμό των φύλλων». Γέμισε το δάσος με «μουσική δροσιά»! Την άλλη μέρα στην Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία, την ώρα που περνούσαμε στα Κατεχόμενα, θυμήθηκα δυο άλλα ποιήματα της κυπριώτικης συλλογής: Το «Πενθεύς» και το «Ευριπίδης, Αθηναίος». Τον Πενθέα τον διαμέλισαν οι Βάκχες, εκείνες με άλλα λόγια οι σκοτεινές δυνάμεις της ιστορίας και επομένως και της σύγχρονης πραγματικότητας. Τον Ευριπίδη πάλι τον «σπαράξαν τα σκυλιά». Μήπως και τα δύο αποτελούν μια θλιβερή προφητική υπόμνηση, όχι μόνο για τον διαμελισμό της Κύπρου, αλλά κα για την τραγική μοίρα του ελληνισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο σπαραγμό; Καθαρά μάλλον αυτά υπονοούνται μέσα στο ποίημα:
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Την άλλη μέρα στα Κούκλια, βρεθήκαμε στο αρχαίο Ιερό της θεάς Αφροδίτης. Λίγα αρχαία μέλη σώζονται σ’ αυτό τον ιερό χώρο, όπου άλλοτε οι άνθρωποι τιμούσαν τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Ο ποιητής το είχε επισκεφτεί τον Νοέμβριο του 1953 και εκμεταλλεύεται ένα έθιμο που αφηγείται ο Ηρόδοτος, για να γράψει το ποίημα «Επικαλέω τοι την θεόν».
«…όταν μια γυναίκα καθήσει εκεί (δηλαδή στον αυλόγυρο του ναού της Αφροδίτης) δεν την αφήνουν να πάει σπίτι της παρά αφού ένας ξένος της ρίξει χρήματα στα γόνατα και σμίξει μαζί της μέσα στον ναό. Και ρίχνοντάς τα πρέπει να πει τούτο μόνο: ‘Στο όνομα της θεάς Μύλιττας’—Μύλιττα ονομάζουν την Αφροδίτη οι Ασσύριοι …Και σε μερικά μέρη της Κύπρου υπάρχει ένα έθιμο παραπλήσιο με τούτο».
Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει αυτό το έθιμο ως το πιο αισχρό («ο δε δη αίσχιστος των νόμων εστί τοίσι Βαβυλωνίοισι όδε. Δει πάσαν γυναίκα επιχωρίην ιζομένην ες ιρόν Αφροδίτης άπαξ εν τη ζόη μιχθήναι ανδρί ξείνω.»). Το ίδιο και ο ποιητής που το εκμεταλλεύεται, για να μιλήσει για την άδικη ιστορική κακοποίηση της Κύπρου από τα αρχαία κιόλας χρόνια μέχρι σήμερα. Τα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν δυστυχώς και σήμερα ακόμη τη μοίρα του νησιού, ιδίως όσα σχετίζονται με τα θαλάσσια οικόπεδα φυσικού αερίου, σήμερα που ναυάγησε παταγωδώς ο διάλογος κι άρχισαν οι παραβιάσεις των χωρικών υδάτων Ελλάδας και Κύπρου. Στον αυλόγυρο του υπάρχοντος, δίπλα στο αρχαίο Ιερό, χριστιανικού ναού ο ποιητής μιλά μέσα στο ποίημα μ’ ένα «σακάτη», απ’ αυτούς που συνήθως βλέπει κανείς σε τέτοιους χώρους, και που ποιητικά συμβολίζει ίσως τον «σακάτη» λαό.
Λάδι στον ήλιο·
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα·
«Επικαλέω τοι την θεόν…».
Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’ ένα σακάτη.
Κατεβαίνοντας από τα Κούκλια βρεθήκαμε στην περίφημη Πέτρα του Ρωμιού. Εκεί σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Είναι ένας τεράστιος βράχος που, σύμφωνα με την κυπριακή παράδοση, ο Διγενής, στα χρόνια των αραβικών επιδρομών στην Κύπρο, στην προσπάθειά του να αποτρέψει την απόβαση των Σαρακηνών στη συγκεκριμένη ακτή, άρπαξε έναν τεράστιο βράχο και τον εκσφενδόνισε εναντίον τους. Ψιθύρισα αμέσως τους στίχους:
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
Τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού».
Οι στίχοι ανήκουν στο ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα», το οποίο ο Σεφέρης είχε αρχίσει να πρωτογράφει τα Χριστούγεννα του 1952, όταν , ενόσω ταξίδευε για τον Λίβανο, για να αναλάβει εκεί τη διπλωματική εκπροσώπευση της Ελλάδας, παραπλέει την Κύπρο και αποβιβάζεται στη Λεμεσό για δύο ώρες. Το τελειώνει όμως στις 5 Φεβρουαρίου του 1969, δύο περίπου μήνες πριν από τη Δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία, όταν η άνοδος της Χούντας και οι λανθασμένοι χειρισμοί της στο «Κυπριακό» άρχισαν να του δημιουργούν μεγάλες ανησυχίες. Ο ίδιος ο ποιητής το κατατάσσει στην κυπριώτικη συλλογή του και εκφράζει μέσα σ’ αυτό τη μεγάλη του ανησυχία για το μέλλον του νησιού. Το ποίημα, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει σε μια συνέντευξή του στην Ανν Φιλιπ (1971), «βασίζεται σε μια κυπριακή παράδοση που διασώζεται στην Περιγραφή Ολοκλήρου της Νήσου Κύπρου, που έγινε από κάποιον Lusignan, τον 16ον αιώνα. Ένα μοναχό Lusignan που ανήκε στη βασιλική οικογένεια…Περιγράφει λοιπόν (…) πως το μέρος πλήττεται από δηλητηριώδη φίδια, που θα έπρεπε να εξοντωθούν, και λέει, με μια αφέλεια ύφους, ότι ιδρύεται μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί συμφωνούν να δίνουν στις γάτες, σ’ αυτό το κοπάδι γατιών, που είχαν για την εξόντωση των φιδιών, μια συγκεκριμένη ποσότητα κρέατος, έτσι ώστε τα δύστυχα ζώα να μην τρώνε πάντα φαρμάκι, δηλητήριο. Γιατί τα φίδια ήταν δηλητηριώδη».
Το ποίημα περιγράφει την άγρια πάλη που έδωσαν οι γάτες ενάντια στα φίδια. Και:
«ξολόθρευσαν τα φίδια, μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Όπως φαίνεται, το ποίημα αποτελεί προειδοποίηση για τη μοίρα του νησιού. Η μεγάλη ανησυχία του ποιητή φαίνεται άλλωστε από την επιγραφή από την τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου, που χρησιμοποιεί ως μότο, και που καταλήγει μελαγχολικά:
Κι αχ! Της γλυκιάς ελπίδας το καλό
Το θάρρος μού έφυγε κι εχάθη. (Μετάφρ: Γρυπάρη)
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο της Κύπρου, επισκέφτηκα το «Μοναστήρι των Γάτων». Ξερό τοπίο. Μια καλόγρια με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν πια φίδια. Δεν την πίστεψα. Φαντάστηκα ότι και σήμερα κάπου μες στα ξερά χόρτα, που γεμίζουν ένα μεγάλο κάμπο μπροστά στο Μοναστήρι, υπάρχουν πολλά φίδια.
Η δική μου πολύ μικρή «περιδιάβαση» σταμάτησε εδώ. Την άλλη μέρα έπρεπε να επιστρέψω στο κλεινόν Άστυ. Σκέφτηκα πάλι τις επικριτικές απόψεις για τον τρόπο που ο Σεφέρης αντιμετώπισε την Κύπρο, αλλά, όπως και να έχει το πράγμα, ο ποιητής άλλαξε τον αρχικό τίτλο της κυπριώτικης συλλογής του σε Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’, για να δείξει ότι το ταξίδι του ελληνισμού συνεχίζεται, και σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι.
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.