You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Από την εξομολόγηση στην πρόκληση

Χρ. Δ. Αντωνίου: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Από την εξομολόγηση στην πρόκληση

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) έφυγε από τη ζωή στις 12 Αυγούστου του 2020. Είναι ο ποιητής που με τα ποιήματά του εξέφρασε με μιαν επαναστατική γραφή τα συναισθήματα που γεννάει ο έρωτας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931 και κατάγεται από προσφυγική οικογένεια από τη Θράκη. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και ευθύς αμέσως εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους και βιβλιοθήκες. Από το 1958 άρχισε να εκδίδει το αξιόλογο περιοδικό Διαγώνιος. Εκτός  από ποιήματα έχει γράψει διηγήματα, μελέτες, δοκίμια και ποιητικές μεταφράσεις.

Η πρώτη ποιητική του συλλογή: Εποχή των ισχνών αγελάδων  κυκλοφόρησε το 1950, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν μόλις 19 ετών, και η τελευταία του Παράξενο που βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει το 2011. Σε όλα του τα ποιήματα δεν παύει να εκφράζει τα ερωτικά συναισθήματά του,  που του έδινε η ζωή του ως ομοφιλόφυλου. Συναισθήματα χαράς, ερωτικής πληρότητας, αλλά και στέρησης, απογοήτευσης και πικρίας. Στην ποίησή του συνυπάρχουν, ανάμεσα στ΄ άλλα, η εξομολόγηση και η προκλητικότητα πάντοτε  μ΄ ένα αντισυμβατικό τρόπο. Τα δύο αυτά στοιχεία εμφανίζονται από την πρώτη του κιόλας συλλογή, αλλά όχι με τόση έμφαση, γιατί κρύβονται πίσω από προσωπεία (personae) προερχόμενα κυρίως  από τον χριστιανικό, αλλά και τον αρχαιοελληνικό κόσμο. Για παράδειγμα, η εξομολόγηση αποτελεί το κύριο και μεγαλύτερο μέρος του πρώτου  ποιήματος της συλλογής «Εκατόνταρχος Κορνήλιος», όπου η προσευχή του Εκατόνταρχου Κορνηλίου, ακολουθώντας μια γραμμική ποιητική αφήγηση, φτάνει σχεδόν ως το τέλος του ποιήματος, για να ακολουθήσει η παράκλησή του: Γι΄αυτούς, Κύριε, τους λόγους και για άλλους πολλούς/κάνε καλά τον Αντώνιο, το δούλο του δούλου σου.

Η πρόκληση εμφανίζεται, αναφέρω για παράδειγμα πάλι, στο ποίημα: «Θάνατος του Αυνάν»: Στα φυματικά μου μάτια ποιος θ΄αναγνώριζε το νέο με το ρόδο στο στήθος/να τριγυρνάει στα μηχανουργεία την ώρα που σχολνούνε οι φάμπρικες/να μη χάσει παρέλαση για παρέλαση/ή να στριμώχνεται στα γήπεδα προσμένοντας σα θείο δώρο το συνωστισμό./ Πληρώνω ακριβά τη διαστροφή μου με το θάνατο.

Τα ποιήματα αυτής της συλλογής θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε  ως θρησκευτικά  μόνο ως προς τη θεματολογίας τους, ενώ στην ουσία τους είναι όλα ερωτικά. Είναι ποιήματα που γεννήθηκαν από τις επιρροές του θρησκευτικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο βρέθηκε ο ποιητής όταν ακόμη ήταν νέος, αλλά και κάτω από το βάρος των ερωτικών του αναγκών ως ομοφυλόφυλου. Έτσι εύκολα ανιχνεύει κανείς δίπλα στα ερωτικά του συναισθήματα, πάντοτε μέσα σ΄ ένα εξομολογητικό πλαίσιο, και συναισθήματα τύψεων κι ενοχής, γιατί θεωρούσε, ως πιστός χριστιανός, ότι με τις ερωτικές του πράξεις παραβαίνει τη χριστιανική ηθική, ενώ, όπως γράφει, αν δεν είχαμε πίστη, θα ζούσαμε δίχως ενοχή.

Αυτά τα αισθήματα θα τα βρούμε να τον βασανίζουν σε πολλά από τα μελλοντικά του ποιήματα. Όταν όμως πρωτοδιάβασε Καβάφη, ένιωσε απελευθερωμένος, ότι μπορεί να εκφράζεται με ελευθερία για θέματα απαγορευμένα. Έκτοτε θεωρεί τον Καβάφη ως τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή και επηρεάζεται βαθιά από την ποίησή του. Δανείζεται πολλά απ΄αυτόν, όπως το θάρρος και την καθαρότητα της έκφρασης, τη χρήση  πεζολογικών στοιχείων και ιστορικών γεγονότων, αλλά ενισχύει και την ήδη υπάρχουσα από τη ζωή του στα κατηχητικά σχολεία εξομολογητική διάθεσή του. Μεγάλη επίσης επίδραση δέχτηκε από τον Τ.Σ. Έλιοτ όσο αφορά κυρίως την έκφραση της χριστιανικής αγωνίας της εποχής εκείνης. Έτσι, η βιοθεωρία του Χριστιανόπουλου αρχίζει να καθορίζεται από τη μια από το χριστιανικό πνεύμα και τον ασκητισμό κι από την άλλη από ειδωλολατρική αισθησιαρχία. Τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου εξελίσσονται μέσα στο κλίμα της καβαφικής ποίησης, όπως αυτό εκφράζεται ιδίως στα δύο παρακάτω: «Τα επικίνδυνα» («Εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων») και «Μύρης Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.», στο οποίο ο πρωταγωνιστής του Μύρης ζει διπλή ζωή («χριστιανός ήταν», αλλά ο «πιο έκδοτος στες ηδονές»)  και όταν ξαφνικά πέθανε, ο ειδωλολάτρης εραστής του δραπέτευσε την ώρα της κηδείας του από τους χριστιανούς συγγενείς του «πριν αλλοιωθεί από τη χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη». Αυτό άλλωστε ήταν το κλίμα της μεταβατικής εκείνης εποχής του 340 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, μέσα στο οποίο διαβρωνόταν η ειδωλολατρική αισθησιαρχία από τον χριστιανικό ασκητισμό. Μέσα σ΄ αυτό λοιπόν το κλίμα είναι γραμμένα τα πρώτα και όχι μόνο ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου: το ένα τους πόδι πατά στο χριστιανικό βίωμα και το άλλο στον ηδονισμό. Ενδεικτικά παραθέτω, λόγω των ημερών, το ποίημα «Χριστούγεννα»:

Φυσούσε ένας διαβολεμένος βαρδάρης.

Καταφύγαμε σε ένα αχούρι.

Βολευτήκαμε όπως όπως στα άχερα και τους ψύλλους.

Ένιωθα σα να είμασταν στη φάτνη της Βηθλεέμ.

Μόνο που αντί για ουράνιες μελωδίες

ένας μπανιστηριτζής μας έκοψε πάνω στη γλύκα.

Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο συνυφαίνονται στην ποίησή του τα δυο αυτά στοιχεία, το ερωτικό δηλαδή και το θρησκευτικό, το χυδαίο και το ιδανικό, το φυσικό και το πνευματικό, δίνει στα ποιήματα ένα πολύ ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, ιδίως μάλιστα καθώς ο ποιητής, για να εντείνει τη δραστικότητά τους, χρησιμοποιεί χιούμορ, σάτιρα και σαρκασμό. Έτσι τα ποιήματά του με την ειλικρινή εξομολόγηση που περιέχουν εξυπηρετούν την προσωπική αλήθεια του ποιητή, αλλά και αποτελούν μια κοινωνική καταγγελία ενάντια  στην κοινωνική υποκρισία πάνω στις ηθικές της  αντιλήψεις για τον ομοφιλοφυλικό έρωτα. Παραθέτω, ως παράδειγμα και μόνο, το ποίημα «Με κατάνυξη»:

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.

 

Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,

να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος·

να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,

να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.

 

Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου

για να μάθεις να μη με κλοτσάς.

Ως εδώ τα ποιήματά του κρατούν κάποιαν ισορροπία σεμνότητας και κατηγορεί τους «Σοδομίτες» ότι δεν κρατούν «ούτε τα προσχήματα». Αλλά από το «Περιστατικό στην Αθήνα» κ.ε. από ποίημα σε ποίημα κι από συλλογή σε συλλογή ο Χριστιανόπουλος πετάει τα προσωπεία και τα προσχήματα για να έρθει σε βαθύτερη αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση. Έτσι, φτάνει στο ξεγύμνωμα της ποίησής του κρίνοντας ως περιττό κάθε τι που θα μπορούσε να τη συσκοτίσει. Σ΄ αυτό το σημείο αλλάζουν και το περιεχόμενο και το ύφος των ποιημάτων του αρχής γενομένης από την ποιητική του συλλογή Ξένα γόνατα (1954). Σ΄ αυτή τη συλλογή, αλλά και τις επόμενες, φαίνεται ο ποιητής  ότι επιλέγει να είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής, χωρίς μύθους και προσωπεία. Κάθε ποίημά του τώρα συνεχίζει βέβαια να είναι μια εξομολόγηση, αλλά όλα μαζί πλέον αποτελούν το ημερολόγιο του προσωπικού του πάθους. Σταχυολογώ λίγους στίχους απ΄ αυτή την κατηγορία ποιημάτων που δείχνουν την απόλυτη μοναξιά του, το ξεγύμνωμα της ψυχής του, την απόλυτη ειλικρίνειά του:

ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές,

απελπισμένο κρέμασμα από λαγόνια ξένα.

 

Μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,

νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

 

Γιατί ετούτο το ξεγύμνωμα που θέλεις,

ετούτο το ξετύλιγμα της σάρκας,

ακέραιου μόνο έρωτα δόσιμο είναι.

 

Γίναμε πια σαν ιδιωτικό ημερολόγιο σε ξένα χέρια.

 

Κοιτάσματα ηδονής στα σκέλια σου

τροφοδοτούν την έμφυτη μοναξιά μου.

 

τύλιξε στα πόδια σου

την έξαψή μου

κάνε με φουρφούρι

στα σκέλια σου.

Παραθέτω κι ένα ολόκληρο ποίημα:

ΣΕ ΕΝΑ ΛΑΊΚΟ ΦΙΛΟ

Μη βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.

Μου αρέσει η μυρωδιά του κορμιού σου.

Πιο όμορφο άρωμα από τον ιδρώτα σου δεν έχει.

Θέλω να γεύομαι την αλμύρα του στήθους σου,

να ρουφώ τη μοσχοβολιά της μασχάλης σου,

να μουσκεύω στην υγρασία των σκελιών σου.

 

Μη βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.

Γιατί βιάζεσαι να ξεχάσεις το χωριό και το μηχανουργείο;

Τι τα θέλεις αυτά τα μοσχοσάπουνα;

 

Θα σου χαλάσουν ύπουλα τον ανδρισμό σου.

 

Μη βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.

Μέσα σε χίλιους φλώρους είδα κι έπαθα να βρω έναν άντρα.

Μείνε αυτό που είσαι:

ένα αχάλαστο λαϊκό παιδί.

 

Και μόνο αυτοί  οι παραπάνω στίχοι  δείχνουν ότι ασφαλώς τα ποιήματά του αποτελούν μιαν  εξομολόγηση, που όμως ξεπερνάει σε τόλμη την αντίστοιχη καβαφική. Έχει γίνει μία ΠΡΟΚΛΗΣΗ που σοκάρει. Μια πρόκληση που χρειάστηκε εκ μέρους του ποιητή απόλυτη ειλικρίνεια και γενναιότητα. Μια πρόκληση που καταγγέλλει την κοινωνική υποκρισία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.