Οι παραστάσεις του θεατρικού έργου: «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, άρχισαν στην Σπάρτη στις 3 Αυγούστου 2020 και συνεχίστηκαν μέχρι πριν από λίγες μέρες στο Ηρώδειο. Έπεται ίσως και συνέχεια.
Πρόκειται για το αριστουργηματικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, γεννημένου στα 1906 στην Ιρλανδία, ενός από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης λογοτεχνίας, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα του 20ού αιώνα. Θεωρείται μάλιστα ως «Εισηγητής» του «Θεάτρου του Παραλόγου», είδος που δίνει καλλιτεχνική έκφραση στη φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ πως η ζωή είναι έμφυτα χωρίς νόημα. Το έργο, που γράφτηκε το 1948, ευθύς δηλαδή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που φανέρωσε την αβεβαιότητα και την επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής, και πρωτοπαίχτηκε στα 1953 παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρο μέχρι σήμερα καθώς εκφράζει τη διαχρονική και επίπονη προσπάθεια του ανθρώπου να βρει το νόημα της ύπαρξής του. Ο συγγραφέας του πραγματεύεται το θέμα με συγκινητική κατανόηση και καταπληκτικό χιούμορ γράφοντας, στην ουσία, μια κωμωδία που παρωδεί τη ζωή του ανθρώπου.
Στάθηκα τυχερός που μπόρεσα να παρακολουθήσω στο Κηποθέατρο Παπάγου την παράσταση του Κακλέα. Μια υπέροχη παράσταση για την οποία γράφτηκαν πολλά επαινετικά λόγια τόσο για τη σκηνοθεσία, όσο και την ερμηνεία των ηθοποιών. Σε ένα ερημικό τοπίο συναντιούνται γι’ άλλη μια φορά δύο μοναχικοί χαρακτήρες, απόκληροι της ζωής (κάτι σαν κλόουν ή σαν closard): ο Βλαδίμηρος (Θανάσης Παπαγεωργίου) και ο Εστραγκόν (Σπύρος Παπαδόπουλος). Μιλούν, σιωπούν, αστειεύονται, τραγουδούν, χορεύουν, φιλιούνται, φλυαρούν, διαπληκτίζονται, συμφιλιώνονται, αλλά κυρίως …περιμένουν τον Γκοντό, που τους υποσχέθηκε, μέσα σ’ έναν αόριστο χρόνο και τόπο, ότι οπωσδήποτε θα έρθει και θα απαντήσει στα υπαρξιακά τους ερωτήματά.
Το φυσικό τοπίο του Κηποθέατρου και της καλοκαιρινής βραδιάς μαγικό, της παράστασης αγωνιώδες, θολό και αβέβαιο. Άραγε ο Γκοντό θα κρατήσει την υπόσχεσή του; Θα έρθει να λύσει τα υπαρξιακά τους προβλήματα ή όχι; Μήπως αδιαφορεί γι’ αυτούς και τους έχει ξεχάσει; Δεν ξέρουν καν, μάλιστα, αν είναι υπαρκτό ή μη πρόσωπο. «Παραπαίουν ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση». Όμως τον περιμένουν σχεδόν ψυχαναγκαστικά. Η αναμονή τούς δεσμεύει, τους αδρανοποιεί, αλλά συγχρόνως τους συνιστά. Διάλογοι ασυνάρτητοι, μονότονοι κι επαναλαμβανόμενοι. Ωστόσο έξυπνοι, με ασυνήθιστο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Μέσα από ένα γλωσσικό μινιμαλισμό ο συγγραφέας φέρνει στα χείλη αυτών των δύο άμοιρων τα αιώνια, βασανιστικά κι αναπάντητα ερωτήματα της ζωής.
Η μάταιη αναμονή τούς οδηγεί στην αποκαρδίωση, τούς κάνει να αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν, να κρεμαστούν στο δέντρο που βρίσκεται στη μέση της σκηνής και είναι το εμβληματικό σκηνοθετικό εύρημα του Μπέκετ, που λειτουργεί σαν «εργαλείο» αυτοκτονίας ή, αντίθετα, επιλογής εκείνης της ζωής που βιώνεται χωρίς την τέλεση της αυτοκτονίας. Γρήγορα όμως, και πάντα με χιούμορ, αλλάζουν απόφαση, δεν αυτοκτονούν, επενδύοντας τις ελπίδες τους σ’ αυτά που θα τους πει ο Γκοντό. Απεσταλμένοι του όμως τους διαβεβαιώνουν για δεύτερη φορά ότι ούτε και σήμερα θα έρθει ο Γκοντό αλλά την επόμενη μέρα. Δηλαδή «ζήσε Μάη…». Έχουν ήδη συνειδητοποιήσει ότι η αναμονή τους είναι μάταιη. Παρά ταύτα οι μοναχικοί αυτοί άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να περάσουν όσο πιο ευχάριστα μπορούν τον χρόνο που τους απομένει ελπίζοντας ότι ο Γκοντό θα έρθει και θα απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που τους απασχολούν.
Η μονοτονία διακόπτεται από την παρέμβαση δύο άλλων αλλόκοτων προσώπων: του Πότζο (Άρης Σερβετάλης) και του Λάκι (Ορφέας Αυγουστίδης). Ο πρώτος, ένας αλλαζόνας, παράφρων και αυταρχικός αφέντης, ενώ ο δεύτερος, μια απλή μαριονέτα, ένας δούλος, που ο αφέντης του τον κρατά δεμένο με σκοινί. Η σκηνή δεν έχει καμιά σχέση με τα προηγούμενα. Η παραδοξότητα ωστόσο των συμπεριφορών των δύο αυτών ηρώων ολοκληρώνει την έλλειψη συνοχής των τεκταινομένων. Η εμφάνισή τους υποβάλλει αντικρουόμενα γεγονότα, αισθήματα και νοήματα. Κι ενώ σπάζουν τη μονοτονία της καθημερινότητας των δύο πρωταγωνιστών, η υπαρξιακή τους όμως κατάσταση έρχεται να δέσει με τη δική τους και οπωσδήποτε με την πρόθεση του Μπέκετ για διάσπαση της λογικής συνοχής του έργου: μετεωρισμός, πλήξη, μοναξιά, φόβος του θανάτου, γριφώδες νόημα της ζωής, σχετικότητα του χρόνου, ρευστότητα των καταστάσεων κ.ά.
Το έργο αρχίζει με τη φράση του Εστραγκόν που προσπαθεί ανεπιτυχώς να βγάλει την αρβύλα του: «Δε γίνεται τίποτα», που επιβεβαιώνεται και από τον Βλαδίμηρο που λέει: «αυτό αρχίζω να πιστεύω κι εγώ» και τελειώνει με την απόφαση των δύο βασικών ηρώων να κρεμαστούν στο δέντρο. Δεν τα καταφέρνουν όμως γιατί, υποτίθεται, δεν έχουν σκοινί. «Θα κρεμαστούμε αύριο», λέει ο Βλαδίμηρος, «εκτός αν έρθει ο Γκοντό». «Κι αν έρθει;», τον ρωτάει ο Εστραγκόν. «Σωθήκαμε», φωνάζει ο Βλαδίμηρος. Παίρνουν την απόφαση να φύγουν προς το παρόν και να επιστρέψουν την επομένη, αλλά: «Δε σαλεύουν» από τη θέση τους παρά τον τελευταίο επιλογικό επιτακτικό τους διάλογο: «Λοιπόν, φεύγουμε;». «Πάμε». Πέφτει η αυλαία και οι δυο τους παραμένουν ακίνητοι στη θέση τους κοιτώντας στο αχανές. Τίποτε δεν έχει αλλάξει στη ζωή τους, λες και είναι μια «ζωή χωρίς χρόνο», που αιωρείται στο κενό, καταδικασμένη στην αδράνεια. Αύριο θα επανέλθουν στο ίδιο ερημικό τοπίο, στη μέση του πουθενά, να περιμένουν πάλι τον Γκοντό. Έτσι εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτοί οι δύο αντιπροσωπεύουν, κατά Μπέκετ, γενικά τον άνθρωπο διαχρονικά.
Στην πρόθεσή μου δεν είναι να σχολιάσω την παράσταση, τη σκηνοθεσία , το παίξιμο των ηθοποιών και τα τόσα άλλα της παράστασης. Δεν είμαι ειδικός. Απλώς την πρώτη αντίδρασή μου θέλω μόνο να εκθέσω για μια παράσταση ενός έργου που πάντα προκαλεί το ενδιαφέρον των θεατών και κριτικών από τότε που πρωτοπαίχτηκε μέχρι σήμερα. Για την ερμηνεία του ερίζουν μισό και πλέον αιώνα τώρα οι ειδικοί. Ο καθένας προβάλλει και τη δική του άποψη. Και πριν απ’ όλα φιλονικούν για την ταυτότητα του Γκοντό. Είναι ο «θάνατος» ή το «νόημα της ζωής»; Μήπως ο «Θεός»; Οι περισσότεροι θεωρούν το έργο πολύ απαισιόδοξο έως μηδενιστικό. Κοινή πάντως διαπίστωση είναι ότι πρόκειται για ένα από τα ενδιαφέροντα θεατρικά έργα του 20ού αιώνα κι ο συγγραφέας του Σάμιουελ Μπέκετ ο σπουδαιότερος συγγραφέας του θεάτρου του παραλόγου. Μια σε βάθος ερμηνεία του έργου χρειάζεται μεγάλη θεατρική παιδεία και προσφυγή σε πάμπολλους συγγραφείς π.χ. στους: Α. Καμύ, Μ. Έσλιν, Φ. Κάφκα, Α. Ντέμπλιν, Χ. Κλάιστ , Χάιντεγκερ, Γκύντερ Άντερς κ.ά. Πάντα άλλωστε υπάρχει η διαφορετική οπτική γωνία.
Όσο αφορά τώρα αυτό το σημείωμα μόνο λίγα σχόλια θα μπορούσαν να γίνουν εδώ με τη βοήθεια κάποιας βιβλιογραφίας και την εμπειρία της παράστασης του Κακλέα. Σχόλια με τα οποία θα ήθελα να σηκώσω λίγο τον πέπλο της απαισιοδοξίας και του μηδενισμού. Με τα παραπάνω μάλιστα έχει ήδη γίνει κάποιος προϊδεασμός. Θα ήθελα δηλαδή να πω ότι ο μύθος του έργου πράγματι δεν αποτελεί μια θετική, αισιόδοξη προβολή ενός τρόπου ζωής, αλλά αντίθετα μάλιστα δηλώνει την απουσία μιας φυσιολογικής ζωής· αποτελεί μια παραβολή για τον «δίχως νόημα άνθρωπο». Οι ήρωες-παλιάτσοι εξάλλου δεν προγραμματίζουν τίποτε, πεισμένοι ευθύς εξαρχής ότι «δε γίνεται τίποτα». Ο μύθος δεν κινείται καθόλου προς τα εμπρός. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πράξη που να έχει την αιτία της και τ’ αποτελέσματά της. Δεν υπάρχει κάποιος σκοπός. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αναζητήσει κανείς κάποια εξέλιξη και επομένως κάποια συνοχή στα γεγονότα. Υπάρχει μόνο μια ζωή απραξίας καθώς το μόνο που κάνουν οι ήρωες είναι να περιμένουν τον Γκοντό. Και μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη ότι δεν ξέρουν ποιος και τι είναι ο Γκοντό κι ακόμη ότι πρέπει να υπενθυμίζει ο ένας στον άλλο το γεγονός ότι περιμένουν και τι περιμένουν, είναι σαν να μη περιμένουν στην ουσία τίποτα. Έτσι, όπως κι ο ίδιος ο Μπέκετ είχε πει, ο «Γκοντό» έχει λιγότερη σημασία από το «Περιμένοντας». Η γνωστή θέση του Ντεκάρτ «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» μετατρέπεται σε «Περιμένω, άρα υπάρχω». Εδώ προβάλλεται, όχι μια αιτία αλλά, μια δικαιολογία: το «Περιμένω».
Μια ζωή, όμως, όπως γράφει ο Καμύ, «που μπορούμε να την εξηγήσουμε χρησιμοποιώντας ακόμα και πρόχειρες δικαιολογίες είναι ένας κόσμος οικείος, φιλικός. Αλλά, μέσα σ’ ένα σύμπαν στερημένο ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος νιώθει ξένος (…) Αυτή η απόσταση του ανθρώπου από τη ζωή του, του ηθοποιού από το σκηνικό του, αποτελεί κυριολεκτικά το συναίσθημα του παραλόγου(…) αισθάνεται να υπάρχει ένας σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτό το συναίσθημα και την έλξη προς το μηδέν». Γι’ αυτό και ο Καμύ, από τη φιλοσοφία του οποίου ξεκινά το θέατρο του παραλόγου, θεωρεί ότι: «Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας». Κι η απάντησή του, όπως ξέρουμε, ήταν θετική υπέρ της ζωής. Κι εδώ, στο έργο του Μπέκετ, οι παράλογοι ήρωες, ενώ έχουν φτάσει στο σημείο «μηδέν», τελικά, παρά το γεγονός ότι διαρκώς σκέφτονται και αποπειρώνται να «κρεμαστούν», να αυτοκτονήσουν, δεν το αποφασίζουν ή δεν είναι ικανοί να αυτοκτονήσουν. Προτιμούν να ζουν, έστω και μέσα στο πλαίσιο μιας άσκοπης και παθητικοποιημένης ζωής, όπως κάνουν και στη σύγχρονη εποχή εκατομμύρια άνθρωποι. Μήπως, λοιπόν, σ’ αυτό το σημείο το έργο έχει μια χαραγματιά που αφήνει να μπαίνει και λίγο φως αισιοδοξίας για τη ζωή, αφού αυτή συνεχίζεται, έστω, «περιμένοντας…» παράλογα;
Συλλογίζομαι τον Σίσυφο του Καμύ. Είναι απελπισμένος, καθώς είναι καταδικασμένος να ανεβάζει αιώνια το βράχο στο βουνό κι από εκεί να τον αφήνει να κατρακυλάει στην πεδιάδα και πάλι από την αρχή. Δεν έχει καμιά ελπίδα ότι θα αλλάξει τη μοίρα του. Ο βράχος του τον περιμένει πάντοτε. Απελπισμένος όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά και δυστυχισμένος. Το πάθος του για τη ζωή μπορεί να μας επιτρέπει να τον φανταζόμαστε ευτυχισμένο, ιδίως όταν αφήνει τον βράχο του να κατρακυλάει προς τους πρόποδες. «Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης», γράφει ο Καμύ κι ο ίδιος (ο Σίσυφος) κρίνει, μαζί με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», πως «όλα είναι καλά» ακριβώς έτσι όπως είναι. Αυτό αποτελεί για τον Καμύ μια παράλογη νίκη.
Το ίδιο σκέφτομαι και τους closards του Μπέκετ. Τι τους δίνει τη δύναμη να περιμένουν μόνιμα και μάταια τον Γκοντό εκτός από το πάθος τους για τη ζωή, αυτό το «έμφυτο», όπως θεωρεί ο Καμύ, στοιχείο; Μήπως αυτό το πάθος θέλει και ο Κακλέας να προβάλει, σαν τεκμήριο της όποιας αισιοδοξίας του έργου, όταν, εκτός κειμένου, προσθέτει πρωτοτυπώντας στην αρχή της παράστασης μια μικρή χαρούμενη ερωτική σκηνή μ’ ένα κορίτσι (Αγγελική Τρομπούκη) κι ένα αγόρι (Άρης Κακλέας); Θέλοντας να ενισχύσω αυτή την άποψη αναφέρω ότι η παράλογη αισιοδοξία του Οιδίποδα βασίζεται στο γεγονός ότι κρατάει «το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού», της Αντιγόνης, υπονοώντας τη συνέχεια της ζωής.
.