Είναι γνωστές και διάχυτες οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Γιάννης Βαρβέρης από την ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Η βασικότερη νομίζω πως είναι η θεματολογία της ποίησής του που σχετίζεται με τη φθορά και τον θάνατο. Για διαφορετικές αιτίες οι βιοθεωρίες των δύο ποιητών στο θέμα αυτό είναι πλησίστιες και εν πολλοίς ταυτόσημες. Κοινή παραδοχή η βεβαιότητα του θανάτου, η εκ των προτέρων παραδοχή της ήττας και κοινό τους αίτημα: η αξιοπρέπεια της ζωής μέσα σ’ αυτή τη μοίρα.
Για τη βεβαιότητα του θανάτου θα έφτανε, όσο αφορά τον Καβάφη, να θυμηθούμε καταρχάς το ποίημα «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», μέσα στο οποίο ούτε ο Δίας δεν μπορεί να αποτρέψει το θάνατο του γιου του Σαρπηδόνος, γιατί η δύναμή του περιορίζεται από το Νόμο:
Το αγαπημένο του παιδί—που το άφισε
και χάθηκεν, ο Νόμος ήταν έτσι—
Για την εκ των προτέρων παραδοχή της ήττας και του θανάτου να θυμηθούμε το ποίημα «Τρώες», στο οποίο οι Τρώες παραδέχονται ότι «η πτώσις» τους
«…είναι βεβαία. Επάνω
στα τείχη άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ Εκάβη κλαίνε.
Κι όσο αφορά το αίτημα της αξιοπρέπειας, θα έφτανε να θυμηθούμε από το ίδιο ποίημα, λίγο παραπάνω, τους στίχους:
Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά
κ’ έξω στεκόμαστε ν’ αγωνιστούμε.
Παρ’ ό,τι δηλαδή γνωρίζουν οι Τρώες πως θα νικηθούν επιλέγουν ως στάση τους τον αγώνα, για να σώσουν την αξιοπρέπειά τους. Αυτά τα στοιχεία της καβαφικής ποίησης, ιδίως το αίτημα της αξιοπρέπειας, θα μπορούσαμε να τα συναντήσουμε πιο εμφαντικά σε πολλά άλλα ποιήματα , γιατί σε όλα κρύβεται η ίδια βιοθεωρία. Για παράδειγμα και μόνο αναφέρω τα: «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Θερμοπύλες». Σ’ αυτά τα ποιήματα μάλιστα (και όχι μόνο) το αίτημα της αξιοπρέπειας ανάγεται σε ηθικό χρέος μέσα στο πλαίσιο μιας απόλυτα πνευματικής καθαρότητας. Αυτό το χρέος δηλαδή του ατελέσφορου αγώνα ως πνευματικό κατόρθωμα του καβαφικού ανθρώπου μπορούμε να το αποτιμήσουμε καλύτερα αν σκεφτούμε πως τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει από τα αντικειμενικά δεδομένα της ζωής: η Κρατησίκλεια θα μπει μέσα στο πλοίο «πηγαίνοντας προς το ‘διδώ΄», ο Αντώνιος θα χάσει την Αλεξάνδρεια, «…ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Παρόλ’ αυτά ο Καβάφης, ενώ είναι πεπεισμένος εκ των προτέρων για την ήττα, προτείνει μιαν αγωνιστική στάση με την οποία εξασφαλίζει την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Όσο αφορά τώρα τον Βαρβέρη ο θάνατος είναι το κυρίαρχο γεγονός στην ποίησή του. Για τον αναγνώστη αυτής της ποίησης δεν χρειάζεται καμιά υπόδειξη του θέματος. Και παρουσιάζεται με δύο τρόπους: είτε με αλληγορικά πρόσωπα, όπως είναι π.χ. η Σαλώμη, ο Γκιούλιβερ, ο Μπεν Χουρ, ο Δράκουλας, ακόμη κι ο ανώνυμος Άλλος στον οποίο ο ποιητής απευθύνεται, κ.ά, είτε μέσα από τη φθορά που ο θάνατος προκαλεί, τις συνέπειες που επιφέρει. Αυτά τα πρόσωπα αποσπώνται από τον ιστορικο-μυθολογικό τους περίγυρο και γίνονται μέσα στο ποίημα φορέας θανάτου. Για παράδειγμα: η Σαλώμη και μόνο με το όνομά της συνδέεται με την ηθική αυτουργό του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστή κι επομένως πολύ επιτυχημένα λειτουργεί ως σύμβολο θανάτου. Λόγω μάλιστα της ομορφιάς της και ως ερωτικό σύμβολο (Έρωτας-Θάνατος). Μ’ αυτές τις ιδιότητες καθορίζει και καταδυναστεύει το ποιητικό υποκείμενο, όπως στο ποίημα: «Η παραβολή της Σαλώμης και του Ασώτου»:
Με το βαμμένο νύχι της
στη ζώνη μου τρύπες ανοίγει,
έτσι παχαίνω έτσι αδυνατίζω(…)
Να τη σκοτώσω
με τι χέρια
να την τρυπήσω μέσα στον ύπνο της
με τι με τι…
Το ποιητικό υποκείμενο στέκει ανίκανο ν’ αντιμετωπίσει τη Σαλώμη, τη φθορά, το θάνατο. Η Σαλώμη, σε όλα τα ποιήματα που την περιέχουν, το εξουσιάζει, το καθορίζει και το ταλαιπωρεί υπογραμμίζοντας την κυριαρχία της αναγκάζοντάς το να αποδέχεται εκ των προτέρων την ήττα του. Στο ποίημα: «Κοιμήσου Γκιούλιβερ» ο Γκιούλιβερ εκφράζει την παντοδυναμία του θανάτου και ταυτόχρονα την αδυναμία του ανθρώπου:
Ζούμε πατώντας
στα χέρια στην κοιλιά στο τριχωτό Σου στήθος
διανύουμε αποστάσεις αποστάσεων.
Εσύ δεν νιώθεις.
Κουνάς καμιά φορά φαγούρα
το δαχτυλάκι του ποδιού ή το χέρι
και σκορπίζονται
όσοι έτυχε να βρίσκονται κοντά.
Μ’ αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα φάνηκε νομίζω η βεβαιότητα του θανάτου στη βαρβερική ποίηση κι η αποδοχή της ήττας. Θα μπορούσαν βέβαια τα παραδείγματα να πολλαπλασιαστούν, ιδίως με ποιήματα από τη συλλογή: «Βαθέος γήρατος», αλλά για το παρόν σημείωμα αρκούν. Μένει να δούμε το αίτημα για αξιοπρέπεια. Δεν θα επεκταθώ σε πολλά παραδείγματα. Μόνο στο ποίημα: «Γράμμα πριν από την κούρσα στον Μπεν Χουρ». Σ’ αυτό το ποίημα γίνεται μια ανατροπή της γνωστής ιστορίας του μυθιστορήματος του Λιου Ουάλλας. Ο Μπεν αποτελεί μέσα στο ποίημα αλληγορική μορφή του θανάτου καθώς παρουσιάζεται πολύ δυνατός και αναμφισβήτητος νικητής στην αρματοδρομική αναμέτρησή του με τον βαρβερικό Μεσσάλα, ο οποίος αναγνωρίζει τη δύναμή του αντίπαλού του και παραδέχεται εκ των προτέρων την ήττα του. Παρακαλεί λοιπόν τον Μπεν να βρει ένα τρόπο ώστε η ήττα του να γίνει με κάποιον αξιοπρεπή τρόπο, ώστε να μη γελοιοποιηθεί στα μάτια όσων παρακολουθούν τον αγώνα. Το ποίημα καταλήγει ως εξής:
Ικέτης σου λοιπόν τι σου ζητώ
μια σύμπτωση αναπότρεπτη μια ευπρόσωπη ήττα
μέσα στη δόξα που ήδη πια σε στεφανώνει
λυπήσου Μπεν έναν πατρίκιο, εσύ
εσύ που μόνο το μπορείς
σ’ ευχαριστώ
πιστός στη βέβαιη νίκη σου, Μεσσάλας.
Αυτού του είδους την αξιοπρέπεια θέλει ο Μεσσάλας να κερδίσει. Ο Βαρβέρης δεν ενδιαφέρεται για την «επική» διάσταση του καβαφικού ηθικού χρέους, την περήφανη στάση της Κρατησίκλειας, που βλέποντας τον γιό της Κλεομένη μέσα στον ναό του Ποσειδώνος «διαλγούντα…και συντεταραγμένον» του απευθύνει τον ακόλουθο λόγο: «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας ημάς μηδε ανάξιον τι της Σπάρτης ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον…». Ούτε ορθώνει ένα καβαφικό κώδικά τιμής στον κάθε Αντώνιον: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος αποχαιρέτα την , την Αλεξάνδρεια που φεύγει». Στέκεται έμφοβος μπροστά στον θάνατο διεκδικώντας μια πιο καθημερινή και πιο ανθρώπινη αξιοπρέπεια. «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται»