Τα πανηγύρια, ιδίως του καλοκαιριού, στην Ελλάδα αποτελούν θεσμό πλέον, όχι μόνο πολιτιστικό, αλλά και θρησκευτικό, αφού τα περισσότερα γίνονται στους αυλόγυρους των εκκλησιών, για να τιμηθεί η μνήμη των αγίων στους οποίους είναι αφιερωμένες. Δεν υπάρχει μάλιστα Έλληνας που να μην έχει βιωματικές εμπειρίες από τέτοια πανηγύρια, γιατί δίνουν την ευκαιρία για ανανέωση μέσω της επαφής του με τη φύση, εκτόνωση με το τραγούδι, τον χορό, το φαγητό και αναστοχασμό με την επιστροφή του πανηγυριστή στις ρίζες του. Δίνουν επίσης την άγρια χαρά του ανταμώματος με τους συμπατριώτες. Στο τέλος μένει η ελπίδα κι η ευχή «πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Γι’ αυτό και η αίσθηση του καλοκαιριού δεν ολοκληρώνεται αν δεν παει κανείς έστω και σε ένα πανηγύρι.
Για όλα αυτά τα παραπάνω στοιχεία τα πανηγύρια αποτελούν πολύ σπουδαίο κομμάτι της παράδοσής μας, γιατί συνιστούν εξέχον κοινωνικό γεγονός και συμπυκνώνουν τόσο πολιτισμό όσο καμιά άλλη εκδήλωση. Γέροι, γυναίκες, άντρες και παιδιά παίρνουν μέρος στο γλέντι, για να διασκεδάσουν, να χαρούν και να βιώσουν όλοι μαζί την ενότητά τους και τη συνοχή τους ως μέλη του ενιαίου κοινωνικού συνόλου. Μέσα ακόμη από τη συμμετοχή και τη μελέτη των πανηγυριών μπορεί κανείς να γνωρίσει τον τόπο, την ιστορία του, τα έθιμά του, τη μουσική του, τα φαγητά του, τα ποτά (κρασί, τσίπουρο), να γνωρίσει τελικά την ψυχή αυτού του τόπου. Κι αν είναι Ηπειρώτης, θα χορέψει στο πανηγύρι του χωριού του με το γλυκόλαλο κλαρίνο, αν είναι Θρακιώτης, θα χορέψει με γκάϊντα και νταούλι, αν είναι Πόντιος, στα προσφυγικά χωριά, με λύρα και νταούλι, αν είναι νησιώτης, με βιολί και κανονάκι ή σαντούρι, αν είναι Κρητικός με λύρα, βιολί και λαγούτο κ.ο.κ. Και πάντοτε θα φεύγει ανανεωμένος πιστεύοντας ότι το πανηγύρι του χωριού του είναι το καλύτερο.
Ιδιαίτερη θέση στα ελληνικά πανηγύρια του καλοκαιριού κατέχουν εκείνα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Τα περισσότερα γίνονται το Δεκαπενταύγουστο προς τιμή της Παναγίας μετατρέποντας το Αιγαίο σε ένα απέραντο χοροστάσιο («Η Παναγιά το πέλαγος κρατούσε στην ποδιά της τη Σίκινο την Αμοργό και τ΄άλλα τα παιδιά της»). Εκατοντάδες εκκλησίες, μοναστήρια και ξωκλήσια είναι αφιερωμένα στη χάρη της έχοντας μάλιστα ο κάθε ναός ξεχωριστό προσωνύμιο που φανερώνει την οικειότητα των νησιωτών προς την Παναγία: Μυρτιδιώτισσα, Κατευοδώτρα, Καλαμιώτισσα, Γοργόνα,, Μοσχοβιότισσα, Πορταϊτισσα, Ελεημονήτρα, Κυρά Ψηλή, Παραπορτιανή, Μεγαλόχαρη, Εκατονταπυλιανή κ.ά. Επομένως, όπου κι αν βρίσκεται κανείς, οπωσδήποτε κάποιο πανηγύρι θα γίνεται κοντά του. Η συμμετοχή όχι μόνο των νησιωτών αλλά και των τουριστών, Ελλήνων και ξένων, είναι πολύ μεγάλη και ο αριθμός των πανηγυριστών τεράστιος. Στα μεγάλα πανηγύρια, όπως π.χ. του Λαγκαδά της Ικαρίας ή της Αγ. Παρασκευής στην Αμοργό, αλλά και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιάπ.χ. στη Μάρπησσα της Πάρου, ο αριθμός των πανηγυριστών ξεπερνά συνήθως τις 4.000. Γι΄αυτό και τα πανηγύρια του Αιγαίου είναι τα πολυπληθέστερα.
Ενδιαφέρον είναι να παρακολουθήσει κανείς τον σχεδιασμό και την οργάνωση του πανηγυριού, την εξέλιξη των ενεργειών, τη διεξαγωγή του, να μελετήσει το θρησκευτικό στοιχείο του, τα τυπικά χαρακτηριστικά του, τις μουσικές και τα μουσικά όργανα, τους χορούς (κυκλοτεροί από τα χρόνια του Ομήρου), τις τοπικές κουζίνες κ.ά., αλλά νομίζω ότι μαζί με όλα αυτά ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσει, το τονίζω ιδιαιτέρως, στη σημασία του πανηγυριού ως στοιχείου συνοχής και συνεκτικότητας της κοινωνίας. Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συμβεί στις τοπικές κοινωνίες όλης της Ελλάδας τις τελευταίες πέντε-έξι δεκαετίες, νομίζω ότι αυτές οι αλλαγές δεν ανέτρεψαν τις δομές της παραδοσιακής κοινότητας, τα πανηγύρια της οποίας αποκτούν σήμερα μεγάλη σημασία ως προς αυτή τη σκοπιά. «Από τη Σίφνο ως τα Αντικύθηρα και από την Ικαρία ως τη Νίσυρο, στα πανηγύρια του Αιγαίου αρχιπελάγους, οι ατέλειωτες ώρες εθελοντικής εργασίας για την προετοιμασία φαγητού και για τις διάφορες τελετουργίες, η πολύωρη οδοιπορία προς τον ναό, η ομαδική δουλειά χωρίς υλική ανταμοιβή, το γενναιόδωρο δόσιμο χωρίς μέτρο και υστεροβουλία—οι τσομπαναραίοι δίνουν τα ζώα, οι τυροκόμοι τα τυριά, οι ψαράδες τα ψάρια, οι αγρότες τα ζαρζαβατικά, οι αμπελουργοί τα κρασιά–, το κλίμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, το κλίμα χαράς και γλεντιού, οι απογειωτικές μουσικές του βιολιού, της λύρας και της τσαμπούνας, οι απελευθερωτικές δυνάμεις του χορού και του τραγουδιού γεννούν αυτό το μοναδικό αίσθημα ότι ανήκεις σε μια κοινότητα, στον τόπο σου, στον εαυτό σου», γράφει ο Γιώργος Πίττας στο σπουδαίο βιβλίο του «Πανηγύρια στο Αιγαίο».
Δεν είναι βέβαια όλα τα πανηγύρια στο ίδιο επίπεδο και όλοι οι πανηγυριστές της ίδιας ποιότητας. Κάποιες φορές ορισμένα πανηγύρια δεν είναι αυθεντικά λαϊκά αλλά δυστυχώς μετατρέπονται σε υπαίθρια κέντρα εκτόνωσης, στα οποία οι πανηγυριστές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το μεθάνε και να χορεύουν σαν πίθηκοι. Αυτό όμως είναι η εξαίρεση. Γιατί τα πανηγύρια τόσο στο Αιγαίο όσο και σ΄όλη την Ελλάδα αποτελούν κορυφαία στιγμή της κοινωνικής μας ζωής και παράλληλα μοναδικό πυρήνα διαφύλαξης της πολιτιστικής μας ταυτότητας.