You are currently viewing ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Για την Ποίηση, σε προσωπικό-εξομολογητικό ύφος

ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Για την Ποίηση, σε προσωπικό-εξομολογητικό ύφος

Παραφράζοντας τον  γνωστό σεφερικό στίχο : «Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια», θα έλεγα ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα από ποίηση. Το γεγονός ότι έχω γράψει κάποια ποιήματα, δεν διαφοροποιεί  τα πράγματα. Έγραφα άλλωστε προτού μάθω κάτι από τα ελάχιστα θεωρητικά που γνωρίζω , όπως το νήπιο μιλάει χωρίς τη γνώση της γραμματικής και του συντακτικού. Περισσότερο τη νιώθω παρά τη γνωρίζω. Όπως συμβαίνει με τον Έρωτα.

Ήταν η  ψυχοδομή μου, η ζωή μου με τις τόσες αντιφάσεις , οι βουτιές που έκανα σε βαθιά νερά, η θητεία μου σε  διαφορετικούς – ισμούς  που με οδήγησαν στην ποίηση.  Σιγά σιγά,  όπως η πεταλούδα πετάει ακανόνιστα και πάντοτε  εν αποκλίσει από τη μόλις προηγούμενη πτήση της από λουλούδι σε λουλούδι,   πάντοτε όμως  με σταθερό σκοπό να ρουφήξει το νέκταρ τους, έτσι απόκτησα  κι εγώ, μέσα στις  ακανόνιστες καμπύλες  και παλινωδίες της ζωής μου,  ποιητικό  προσανατολισμό.

Και κρατούσα πάντα στα χέρια μου έναν αξόφλητο λογαριασμό:

Ένα τριαντάφυλλο, ένα ρόδι και μια φωτιά.

Ατέλειωτες  ώρες σκυμμένος

Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί μελέτησα τη σιωπή. Μελέτησα το λευκό μέχρι την καρδιά του, το κενό. Παιδεύτηκα με τις λέξεις. Στην αρχή  τις χρησιμοποίησα επιπόλαια. Μετά είπα:

Να τρυπάς με μια καρφίτσα τις λέξεις στην καρδιά τους

Ύστερα να τις λες μία μία, αργά-αργά

Μέχρι να ματώνουν τα χείλη σου απ’ το φυλακισμένο αίμα.

Και ακόμη:

 Η σιωπή των στίχων μου

δεν είναι καθόλου από βελούδο

που χαϊδεύει τα χείλη.

Έχει ξυράφια που κόβουν  στα δυο στα τέσσερα

στα δέκα τις λέξεις

και  τα βάφει  με το αίμα τους.

Γι’ αυτό και τα ποιήματά μου

 έχουν κάτι αποχρώσεις κόκκινες 

σαν από κεράσια.

Αυτό το αίμα σε τελική ανάλυση ταυτίζεται με το φως, με το τετράφυλλο  δάκρυ του Ελύτη, με την απόλυτη ανιδιοτέλεια, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλήρους διαφάνειας. Ο δρόμος όμως από το ένα επίπεδο στο άλλο, από τα καθημερινά πράγματα στο κάλεσμα του φωτός, είναι πολύ δύσκολος!  Γιατί  έπρεπε η ψυχή ν’ ανεβοκατεβαίνει διαρκώς  από τον σκοτεινό  βυθό της προσωπικής  μας ζωής στον πλατωνικό ουρανό,  να τρίβεται  με άλλες ψυχές, σαν ξύλα,  ν’ ανάψει φωτιά, να παραγάγει το ποθούμενο φως. Η γνώση εκ μέρους μου της Παραστατικής  Γεωμετρίας,  που δίνει τη δυνατότητα, με τη μέθοδο των προβολών, να προβάλλουμε στερεά σώματα  του χώρου  στο κάθετο και οριζόντιο επίπεδο, τα οποία βρίσκονται σε μια διαρκή  διαλεκτική παραγωγική σχέση,  μου έδειξε το δρόμο, τη σύνθεση.

ΒΥΘΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Η παραστατική γεωμετρία μου χρησίμευσε τελικά

να προβάλλω στον ουρανό τους αστερίες

και τα κοχύλια του βυθού μου.

 

Κάποτε μέσ’ από σκοτεινές σπηλιές αναδύονται

επώνυμες νεράιδες

και με κάθετες προβολές εκτοξεύονται στον ουρανό

ν’ αγκαλιαστούν με τους αγγέλους μου–

εκείνες τις ζωγραφιές στα μαθητικά μας τετράδια.

Τότε γίνονται όλα ένα, γιατί  ο βυθός μου

είν’  ένας άλλος ουρανός!

 

Η διαφάνεια της αθωότητάς μου προκύπτει

με τέτοιες διαρκείς προβολές της αγάπης

στα δυο επίπεδα

και καθώς οι  ψυχές  ανεβοκατεβαίνουν

τρίβονται

 και παράγεται το ποθούμενο

 φως!

Θα προτιμούσα βέβαια να ζω  στον Παράδεισο, παρά να γράφω ποιήματα  για να τον πολιορκώ. Αναγκαζόμουν  όμως να το κάνω. Όταν συνωστίζονταν μέσα μου πολλά ανεξέλεγκτα συναισθήματα, που δεν μπορούσα να τα πω με τη σειρά και με σαφήνεια, τότε έγραφα ένα ποίημα, ίσως πολλές φορές κλαίγοντας. Και τότε, ως εκ θαύματος,  έβλεπα καθαρά το νόημα που μου έλειπε. Όπως για όλους, έτσι και για μένα  η ποίηση είναι  «το καταφύγιο που φθονούμε».

Αλλά με τις  « πολλές φωνές και τα κλάματα», για να θυμηθούμε τον Μακρυγιάννη,  έκανα τις συμφωνίες με τον άγιο, δηλαδή με την ποίηση. Και δεν τις  ξέχασα.  Αν και, τώρα τελευταία, δεν πάω πολύ συχνά στο ξωκλήσι της, όμως λίγο νάμα, ένα πρόσφορο ποτέ της δεν της λείπει! Στο μανουάλι της  ανάβω πού και πού ένα, έστω,  κεράκι.  Δεν  την άφησα ποτέ μέχρι τώρα, πάντα την είχα δίπλα μου, από ανάγκη.

Δίπλα μου σ’ έχω πάλι

και δε σου μιλώ για μέδουσες  μ’ αγκαθωτά μαλλιά

πνιγμένος στα φιλιά και στα δάχτυλα

υποβρυχίως

ταξιδεύοντας στα σκοτεινά νερά του κορμιού σου.

Φως δεν υπάρχει πάλι ούτε στην επιφάνεια

μα δε χρειάζεται να βλέπουμε,

μας οδηγεί ο μυστικός πιλότος της αγάπης μας.

Ή μαζί θα χαθούμε στίχο – στίχο

ή μαζί θ’ αφηγηθούμε μια παράξενη  ιστορία.

Και η ανάγκη μου αυτή μ’ έφερε πολύ κοντά στην ψυχανάλυση, που τη χρειαζόμουν και τη χρειάζομαι ακόμη  πολύ.  Η αίσθηση ότι οι ζωές μας διαφέρουν με τρόπο συντριπτικό απ’ αυτές  που θα θέλαμε να ζούμε,  βρίσκεται, μου φαίνεται,  στον πυρήνα της ψυχανάλυσης, που μελετάει συστηματικά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ιδίως το θέμα του «πόθου», που είναι  η κινητήρια δύναμη σε πολλά επίπεδα για  την απελευθέρωση του ατόμου από το ανεπιθύμητο και το  αλλοτριωτικό. Σε ψυχαναλυτή όμως δεν πήγα! Μου έφτανε η ποίηση! Αυτή είναι η ψυχαναλύτριά μου! Ακριβή στο τίμημα που καταβάλλω, αλλά μου προσφέρει σοφή καθοδήγηση και με οδηγεί όλο και πιο κοντά στην προσωπική μου κάθαρση, στην  αυτογνωσία,  στην αυτοπεποίθηση.   Ένα βράδυ μονολόγησα:

Επιτέλους ελευθερώθηκα, έπαψα πια

να κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

Ό,τι  είμαι αυτό είμαι!

Το μαύρο μόνο θέλω να βγάλω

από μέσα μου  και μια πεταλούδα

πολύχρωμη να το βάλει στα φτερά της.

Πιθανόν πολλοί να βρίσκουν τα ποιήματα άχρηστα και τους ποιητές πολύ θεωρητικούς, αιθεροβάμονες. Από μια γωνιά όμως του ουρανού  χαμογελάει ο θεός σε  βάρος τους. Θυμάμαι τον Ελύτη:

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια

Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη

Στο  κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια.

Και το άλλο:

Με τι  πέτρες τι αίμα και τι σίδερο

Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν

Αεροβάτες

Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

Ένας Θεός το ξέρει.

 

Το ήθος και η ανδρεία, η φιλανθρωπία των ποιητών, η κοινωνική προσφορά, μεγάλων και μικρών (αρκεί να είναι ποιητές, έστω και με ένα ποίημά τους)  είναι εκείνα που νομοθετούν και τροφοδοτούν μυστικά τη ζωή. Κάποτε  αναρωτήθηκα:

Τι  να ‘ναι  τάχατες οι ποιητές;

Κάποιοι αποτυχημένοι της ζωής

που μελανώνουν από αμηχανία

νύχτα μέρα λευκά χαρτιά

όπως η σπαστική  νοικοκυρά

τρίβει τα μάρμαρα του νεροχύτη με μανία

ή  μήπως είναι τα αλεξικέραυνα

που δέχονται τους κεραυνούς της πίκρας

τ’ ανελέητο μαστίγωμα των καιρών

μπαίνοντας μπροστά μας

για να μη μας σημαδέψει η ευτέλεια

των καθημερινών στιγμών

κρατώντας ψηλά, πολύ ψηλά, στα σύννεφα

τη σημαία μας

κι αποτυχαίνουν στη ζωή τους

για να πετύχουμε εμείς;

Το αποτυχαίνουν  με την έννοια ότι πληρώνουν βαρύ τίμημα, για να σταθούν σ’ εκείνο το υψηλό σολωμικό σημείο ευθύνης για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Κι αυτό πρακτικά κοστίζει! Γι’ αυτό και δεν μπορώ να δεχτώ το γνωστό στίχο του Χέλντερλιν: «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;» Ναι, ο καιρός είναι μικρόψυχος, αλλοτριωμένος, μηχανοποιημένος. Ακριβώς όμως γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση και τους ποιητές. Περισσότερο ίσως  απ’ όλες τις προηγούμενες φορές.  Χρειάζομαι τον Σολωμό να  μου δείξει την αξιοπρέπεια του Σουλιώτη του καλού, τον Σικελιανό να μου πει πάλι: «Ομπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα», τον Καρυωτάκη να μου ψιθυρίσει σατιρικά:

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας  επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».

Τον Σεφέρη  να ομολογεί: « Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», τον Ελύτη να μου λέει: « Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας   όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρονγκ». Τον Άρη Αλεξάνδρου  να ξεστομίζει προφητικό λόγο για όλο το πολιτικό χρωματολόγιο:

Κοίτα τους  που άλλοι με κλειδιά κι άλλοι με χειροπέδες

θα γκρεμίζουν

 συμμαχούντες

γεφύρια στέγες φιλιατρά.

Κοίτα τους

καθώς θα ισοπεδώνουν την πολιτεία  πούχτισες

και θα την σπέρνουν άλας.

Τον Ρίτσο της Σονάτας του Σεληνόφωτος  να μονολογεί: «Ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου, δεν είναι τούτο η λύπη μου—η λύπη μου είναι ότι δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου».

Όχι,  ο Χέλντερλιν, όσο κι αν κατανοώ το παράπονό του,  δεν έχει δίκιο.  Μπορεί ορισμένως οι ποιητές να είναι πράγματι φωνή βοώντος εν τη  ερήμω, αλλά το κήρυγμα του Προδρόμου τελικά δεν πήγε χαμένο.

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

This Post Has One Comment

  1. Τούλα

    Καλημέρα Χρήστο !
    Ξύπνησα με το κείμενό σου κι αυτό θα με συντροφεύει όλη μέρα . Έξοχο και δυνατό κι απαλό σαν τις ψυχές των ποιητών – σαν εσένα . Φιλιά κι αγάπη πάντα .

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.