Τώρα,
Με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα…
όλα γυρεύουν να καούν…
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
(Γ. Σεφέρης, Θερινό ηλιοστάσι, ΙΔ’).
Η θέση που παίρνει ο Σεφέρης απέναντι στα λαϊκά έθιμα είναι ανάλογη με την αγάπη του προς τη λαϊκή παράδοση. Η αγάπη του αυτή είναι εμφανής από το πλήθος των λαϊκών στοιχείων που χρησιμοποιεί στην ποίησή του: έθιμα, δοξασίες, λαϊκοί μύθοι (γοργόνα), παραμύθια, δημοτικά τραγούδια, λαϊκά πρόσωπα, λαϊκή τέχνη. Οι λόγοι της αγάπης του γι’ αυτή την παράδοση είναι πολλοί. Καταρχάς , ο τόπος που πέρασε τα παιδικά και πρώτα εφηβικά του χρόνια, η Σκάλα της Σμύρνης, (τα Βουρλά), ήταν ένα παραθαλάσσιο μέρος γεμάτος θρύλους, παραμύθια και απλούς ανθρώπους του αμπελιού και της θάλασσας. Το έπος του Διγενή Ακρίτα ανήκε στη ντόπια λαϊκή παράδοση κι ο Ερωτόκριτος είχε φτάσει μέχρις εκεί στο τέλος του 19ου αιώνα. Αλλά και τα παλιά ασιατικά όνειρα του ελληνισμού είχαν αφήσει στη Μ. Ασία ζωντανή τη μνήμη του Μεγαλέξανδρου. Επί πλέον ήταν και η ατμόσφαιρα του σπιτιού του και η εν γένει λογοτεχνική επικαιρότητα της εποχής των παιδικών του χρόνων, αλλά και άλλοι λόγοι που σχετίζονται με την ποιητική του και το όραμά του για τον ελληνισμό, που τον οδήγησαν σε μια στάση μεγάλης αγάπης προς τη δημοτική παράδοση.
Έτσι, από το πρώτο κιόλας ποίημα της Στροφής («Η λυπημένη») μέχρι και το τελευταίο (Θερινό ηλιοστάσι, ΙΔ’), από το οποίο έχουν επιλεγεί ορισμένοι στίχοι ως μότο αυτού εδώ του κειμένου, δεν παύει να χρησιμοποιεί στοιχεία αυτής της παράδοσης. Ειδικότερα ο Σεφέρης διοχετεύει στην ποίησή του πολλά έθιμα, κυρίως όσα σχετίζονταν με τον λαϊκό προβληματισμό για τη «μοίρα», που τον είχαν βαθιά εντυπωσιάσει όταν ήταν μικρός στη Σμύρνη. Τέτοιο έθιμο είναι ο «κλήδονας», που λάμβανε χώρα την 24η Ιουνίου (αμέσως δηλαδή μετά το θερινό ηλιοστάσιο) στη γιορτή για τα γενέθλια του Άϊ- Γιάννη του Πρόδρομου (Του Άι- Γιάννη του Κλήδονα ή του Φανιστή ή του Ριζικάρη) και όσα ακόμη έθιμα γίνονταν την ίδια μέρα και συνδέονταν με τον κλήδονα. Το προσωνύμιο «κλήδονας» προέρχεται από την αρχαία λέξη «κλήδων» που σημαίνει προγνωστικός ήχος και το χρησιμοποιούσαν για να περιγράψει τον συνδυασμό τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών. Ο «Κλήδονας» πιο συγκεκριμένα σχετιζόταν με μια παραδοσιακή μαντική διαδικασία, η οποία πίστευαν ότι αποκάλυπτε στις άγαμες κοπέλες την ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.
Σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή του Άϊ-Γιαννιού, οι ανύπαντρες κοπέλες του χωριού μαζεύονται σ’ ένα σπίτι και μία απ’ αυτές πηγαίνει στο πηγάδι μ’ ένα δοχείο να φέρει νερό χωρίς στην διαδρομή να μιλήσει σε κανένα. Γι’ αυτό το έλεγαν «αμίλητο νερό». Στο δοχείο αυτό η κάθε κοπέλα έριχνε το βράδυ ένα προσωπικό της αντικείμενο, το «ριζικάρι» της (Εξ ου και το προσωνύμιο Ριζικάρης), και στη συνέχεια σκέπαζαν το δοχείο με κόκκινο ύφασμα. Ύστερα προσεύχονταν στον Άι-Γιάννη και τοποθετούσαν το δοχείο έξω στο ύπαιθρο και το άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να «αστρονομιστεί», που σημαίνει περίπου σαν «να ρωτά κανείς τ’ αστέρια να μάθει για τη μοίρα του». Την ίδια εκείνη νύχτα λέγεται ότι τα κορίτσια θα δουν στα όνειρά τους τον μελλοντικό τους σύζυγο ή ότι το πρωί άνοιγαν τον κλήδονα, έβγαιναν στους δρόμους κι όποιο αντρικό όνομα άκουγαν πρώτο, αυτό θα είχε ο μελλοντικός σύζυγος.
Παράλληλα μ’ αυτά, την παραμονή δηλαδή στις 23 Ιουνίου, άναβαν στη πλατεία του χωριού μεγάλη φωτιά που την «πηδούσαν» οι κάτοικοι του χωριού, μικροί και μεγάλοι. Σύμφωνα με την παράδοση η φωτιά επιφέρει κάθαρση και οι άνθρωποι απαλλάσσονται από το κακό (Εξ ου και το προσωνύμιο «Φανιστής»). Ανήμερα της γιορτής γινόταν και η «μολυβδομαντεία» που έχει παρόμοιο περιεχόμενο. Μέσα στο νερό του κλήδονα οι κοπέλες έριχναν λιωμένο μολύβι που, καθώς στερεοποιούνταν, έπαιρνε διάφορα σχήματα. Από τα σχήματα αυτά προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιον θα παντρευτούν και ποιο θα είναι το επάγγελμά του. Τη νύχτα της παραμονής γινόταν ακόμη κι ένα άλλο έθιμο, η «κατοπτρομαντεία». «Αι άγαμοι γυναίκες το μεσονύκτιον γυμνούμεναι ίστανται ενώπιον του καθρέπτου και απαγγέλουν τα εξής: Άι Γιάννη λαμπατάρη…δείξε και φανέρωσε ποιόνε θα πάρω. Την επιούσαν το όνομα, το οποίον θ’ ακούσουν πρώτον, μόλις σηκωθούν, θα φέρει ο μέλλων σύζυγος».
Τέλος, δύο ακόμη έθιμα λάμβαναν χώρα σ’ αυτή τη γιορτή: της «εμπυροσκοπίας» και της «τεφρομαντείας». Σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα παιδιά συνήθως έριχναν μέσα στις φωτιές που άναβαν, όπως είπαμε, την παραμονή της γιορτής κόκκους αλατιού. Αν οι κόκκοι κροτήσουν («πλαταγίσουν») και βγάλουν τις γνωστές χαρακτηριστικές λάμψεις (ανταύγειες), αυτό θα είναι σημάδι καλό, αντίθετα θα είναι σημάδι θανάτου για το πρόσωπο για το οποίο γίνεται η εμπυροσκοπία. Σύμφωνα τώρα με το δεύτερο έθιμο οι κοπέλες , την παραμονή πάλι της γιορτής, έπαιρναν στάχτη από τρεις φωτιές του Άι-Γιάννη και την κοσκίνιζαν με μαγικό τρόπο. Κάθε κοπέλα «γυμνή πίσω από την πόρτα ενός δωματίου κρατά την κρισάρα όπισθέν της, ώστε να μην τη βλέπη· την επομένην το πρωί εξετάζει («μελετά») τας γραμμάς ή τα σχήματα που φαίνονται επάνω εις την στάχτην και αναλόγως συμπεραίνει δια το όνομα ή το επάγγελμα του μέλλοντος συζύγου».
Τα παραπάνω έθιμα του κλήδονα, που εντελώς περιληπτικά εξέθεσα, τα συναντούμε ορισμένες φορές στη σεφερική ποίηση, αλλά σε κανένα άλλο ποίημα δεν τα βρίσκουμε να αναφέρονται όλα μαζί και να λειτουργούν τόσο πολύ δραστικά για την ερμηνεία του ποιήματος, όσο στο ποίημα: «Φωτιές του Άι-Γιάννη». Και νομίζω ότι χωρίς τη γνώση αυτών των εθίμων είναι αδύνατη η ερμηνεία του, γιατί αυτά τα έθιμα αποτελούν και την υποδομή του. Παραθέτω τους στίχους που πολύ φανερά τα εμπεριέχουν:
Η μοίρα μας χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
Δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’αστέρια
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου…
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες
μέσα στη ζεστή νύχτα….
Και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν….
τη νύχτα εκείνη του Άι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.
Για την ολοκληρωμένη ερμηνεία του ποιήματος πρέπει βέβαια να λάβει κανείς υπόψη του και όλα τα άλλα εντός και εκτός πλαισίου στοιχεία και πληροφορίες. Όμως οπωσδήποτε πρέπει να λάβει υπόψη του κάθε φορά το έθιμο που χρησιμοποιεί ο ποιητής και το οποίο υποσημαίνει με λίγες λέξεις (ίσως και με μία μόνο), που κρατούν όμως τα αντικειμενικά στοιχεία του. Στη συνέχεια μεταλλάζει το νόημά του, για να προχωρήσει στα δικά του νοήματα: παίρνει π.χ. το στοιχείο ότι τα παιδιά ανάβουν και πηδούν πάνω από τις φωτιές, για να υπονοήσει ότι μόνο τα παιδιά ακόμη μπορούν να είναι αισιόδοξα, γιατί έχουν την άγνοια της τραγικότητας της μοίρας.
Έτσι, τα έθιμα του κλήδονα δίνουν στον ποιητή την ευκαιρία να εκφράσει τις βαθύτερες σκέψεις του σχετικά με τη μοίρα, να υπονοήσει πολλά με λιτό και πυκνό λόγο και να μας δείξει την αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση.