Το να μιλήσει κανείς για τη βλακεία και τους βλάκες της σύγχρονης και όχι μόνο κοινωνίας είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα, γιατί αυτομάτως υπονοείται ότι ο γράφων εξαιρείται, πράγμα που μπορεί να ισχύει ή και όχι. Σ αυτή τη δεύτερη περίπτωση όμως ο γράφων βλαξ δεν καταλαβαίνει ότι ανήκει στη μεγάλη χορεία των βλακών. Απ’ αυτή την άποψη η βλακεία είναι σαν την κακοσμία του στόματος που δεν την καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι αλλά οι άλλοι. Να γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τη βλακεία που κατατρύχει τη σύγχρονη ελληνική, για να δώσουμε προτεραιότητα, κοινωνία μας.
Ωστόσο, είναι αρκετοί εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, που αποφεύγοντας την παραπάνω δυσκολία μίλησαν επιτυχώς για τη βλακεία και τους βλάκες, όπως για παράδειγμα ο ευφυής Έλληνας διανοητής-κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης στο εμβληματικό βιβλίο του: «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω» (1941) και ο Ιταλός Κάρλο Τσιπόλα στο χιουμοριστικό δοκίμιό του : «Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας» (1976). Σκοπός αυτού του κειμένου είναι, με τη βοήθεια μιας πρωτότυπης και τολμηρής κοινωνιολογικής σκέψης, να δείξουμε κάποια λάθη της ελληνικής κοινωνίας που οφείλονται σε βλακείες..
Προτού σταθούμε σε κάποια σημεία από τα δύο παραπάνω βιβλία, τα οποία μας χρειάζονται σ΄αυτό το άρθρο, ας δούμε τον όρο βλακεία ετυμολογικά και σημασιολογικά. Η λέξη λοιπόν βλακεία προέρχεται από το επίθετο βλάκας ή βλαξ, με ρίζα βλα- (μλα-) πβ. Μαλακός, μαλθακός, μαλάκας. Ιστορικά η λέξη βλακεία πιθανώς προέρχεται από την αρχαία πόλη Βλακεία που βρισκόταν κοντά στην αρχαία πόλη της Κύμης. Η ύπαρξη της πόλης προκύπτει μόνο από αναφορές του Αριστοτέλη στο βιβλίο του Κυμαίων Πολιτεία. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης, οι Βλάκες, είχαν τη φήμη ηλιθίων και στη συνέχεια οι δύο λέξεις βλαξ και ηλίθιος απόκτησαν την ίδια σημασία. Επομένως βλαξ εσήμαινε τον ανόητο, τον ηλίθιο, τον μωρό, τον κρετίνο, τον νωθρό στο σώμα και το πνεύμα κ.ά. Το επίθετο βλακικός είναι συνώνυμο του βλαξ. Στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα με την ίδια σημασία χρησιμοποιούνται ευρέως οι λέξεις βλαξ και βλακεία: (π.χ. Μη λες βλακείες, κάτσε κάτω βλάκα, πάψε ρε βλάκα κ.ά).
Ο Λεμπέσης λοιπόν κατηγοριοποιεί τους βλάκες σε κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους «φυσικώς βλάκες», τους «γεννημένους βλάκες», οι οποίοι καθώς βρίσκονται στην κατωτάτη βαθμίδα του κοινωνικού διαφορισμού γίνονται θύματα εκμετάλλευσης και χωρίς εκμετάλλευση, όπως πιστεύει, δεν θα υπήρχε πολιτισμός, πράγμα για το οποίο διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Αυτή η κατηγορία είναι συμπαθής στον συγγραφέα, όπως και σε όλους μας, και δεν ασχολείται μ’ αυτήν.
Τον απασχολεί βέβαια η δεύτερη κατηγορία: των αποβλακωμένων, δηλαδή αυτών που έγιναν βλάκες για λόγους κοινωνικούς, για να βολευτούν μέσα στην ισοπεδωτική μετριότητα και ασημαντότητα του κοινωνικού συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατέχουν σημαντικές θέσεις μέσα στην κοινωνία εξαγοράζοντας έτσι το φόρο βλακείας τους. Ο τρόπος αναρρίχησής τους στο κατεστημένο γίνεται με πολλούς τρόπους αλλά κυρίως, επειδή από μόνοι τους είναι ανίκανοι, με το να συνασπίζονται και να δημιουργούν τις γνωστές «κλίκες». Αν και πολλοί υποτιμούν τον αριθμό τους, ο Τσιπόλα θεωρεί ότι σε όλες τις χώρες είναι πολυάριθμοι καθώς μπορεί να είναι κάποιοι ηλίθιοι ανεξαρτήτως της κοινωνικής θέσης ή του μορφωτικού επιπέδου ή του επαγγέλματός τους. Σ΄αυτή την κατηγορία μπορεί να ανήκουν για παράδειγμα δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίων, επιστήμονες του κάθε τομέα, αλλά και απλοί υπάλληλοι και βιοπαλαιστές. Έτσι, με την αριθμητική τους ισχύ καταβάλλουν την ισχυρή αλλά ολιγαριθμότερη δύναμη των έξυπνων. Αυτό που φοβούνται είναι να βρεθούν στην κατάσταση οποιουδήποτε προλεταριάτου, που θα αποκάλυπτε την πνευματική τους αναπηρία. Αυτός ο φόβος τους τούς κάνει να σπεύδουν να καταλαμβάνουν θέσεις σε παντός είδους σωματεία: πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, συνδικαλιστικά, αθλητικά, εκκλησιαστικά, κ.ά. με αποτέλεσμα αυτά να περιέρχονται συν τω χρόνω σε κατάσταση βλακοκρατίας. Και τέτοια σωματεία δεν ενδιαφέρονται ασφαλώς για την ελευθερία της σκέψης, για τη δημοκρατία.
Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διατηρούν τη βλακική πυραμίδα της εξουσίας τους, να προωθούν σ΄αυτή άλλους πιο βλάκες απ΄αυτούς τους ίδιους για να μπορούν να τους ελέγχουν, ανθρώπους δηλαδή χωρίς καμιά πραγματική αξία, που δεν έχουν γνώμη για τίποτε σε αντίθεση με όσα θα είχε ένας έξυπνος αν κατείχε την αντίστοιχη θέση. Άλλωστε, απαραίτητο προσόν ενός τέτοιου βλακός είναι μόνο να είναι βλαξ και να ανήκει στην κλίκα. Αυτό είναι και το όπλο τους, όπως γράφει κι ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Τους χαρακτηρίζει επιπροσθέτως μια ακατανίκητη τάση για αγελαίες εμφανίσεις (κοσμικές συγκεντρώσεις, γραφεία εφημερίδων, ραδιοφώνων και τηλεόρασης, επιδείξεις μόδας κ.ά.) επιδιώκοντας διάφορες διακρίσεις (τίτλους, διπλώματα, παράσημα), που θα τους είναι χρήσμες για την παραμονή τους στη θέση τους.
Έχουμε δηλαδή, όπως θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, μιαν άνοδο της ασημαντότητας. Για τον Σεφέρη όλοι αυτοί είναι οι μέσοι, σπαταλημένοι άνθρωποι της κάθε κοινωνίας. Είναι οι Ελπήνορες, οι σύντροφοι που «μένουν στα παλάτια της Κίρκης», που οι συμπεριφορές τους τον απογοητεύουν. «Ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!» θα αναφωνήσει σ΄ένα ποίημά του («Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους»), γιατί όλοι αυτοί είναι πραγματικά για λύπηση.
Υπάρχει όμως, κατά Λεμπέση, και μια τρίτη κατηγορία βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «κοζέρ». Ο πρώτος ακούει τους άλλους προσεκτικά, τους «ψωνίζει» αλλά δεν εκφράζει καμιά γνώμη για τίποτε και για κανένα. Δεν είναι δα και ηλίθιος να εκτεθεί φανερώνοντας τη σκέψη του, όση έχει! Ο δεύτερος ταυτίζεται με τον κενολόγο, τον φλύαρο, ο οποίος έχει πάντα μια προστατευτική στάση απέναντι στους πνευματικά και κοινωνικά ανωτέρους του κι έτσι στα μάτια των προϊσταμένων βλακών φαίνονται «συμπαθείς». Εύκολα αυτή η κατηγορία καταφεύγει, για να είναι συμπαθής στους ανωτέρους της, στην κολακεία, στον χαφιεδισμό και σε εξυπηρετήσεις παντός είδους.
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι οι βλάκες δεν έχουν καμιά σχέση με τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την πραγματική δημοκρατία. Αντίθετα, είναι απατεώνες και δεν έχουν ηθικό βίο, ενεργούν ενστικτωδώς, χωρίς σκέψη. Όλες οι πράξεις τους βασίζονται στο ψέμα, τη ραδιουργία, τη συκοφαντία, τον αμοραλισμό. Είναι μ΄άλλα λόγια επικίνδυνοι άνθρωποι. Κατά τον Τσιπόλα οι πιο επικίνδυνοι είναι όσοι απ΄αυτούς προξενούν ζημιές σ΄έναν άλλο άνθρωπο ή σε ομάδες ανθρώπων, για να καρπωθούν κάποιο όφελος (Είναι οι γνωστοί «λωποδύτες», όχι βέβαια ότι είναι τέτοιοι όλοι οι βλάκες), ή και χωρίς να αποκομίζουν κάποιο κέρδος ή ακόμη μπορεί και να ζημιώνονται και οι ίδιοι (είναι οι γνωστοί «πανίβλακες»). Τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στα είδη των βλακών είναι βέβαια θολά και μετακινούμενα, ώστε οι βλάκες σε μια κοινωνία να αποτελούν ένα χυλό που εξαπλώνεται παντού με αποτέλεσμα να ακινητοποιεί σαν πηγμένος ασβέστης τους έξυπνους του κοινωνικού συνόλου.
Με τέτοιες σκέψεις, που διατυπώνονται εδώ με κάποια έμφαση, και τόσους πολλούς βλάκες μπορεί κανείς εύκολα να εξηγήσει την έλλειψη της κοινωνίας μας σε ανθρωπιστικές αξίες, σε δημοκρατικό προγραμματισμό, σε πνευματική και οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί να εξηγήσει κάποιες βλακείες των ιθυνόντων και ομάδων του κοινωνικού ελληνικού συνόλου που βρίσκεται στο έλεος των βλακών. «Και ει χωλώ παροικήσεις υποσκάζειν μαθήσει» (Εάν κατοικήσεις κοντά σε κουτσό, θα μάθεις να κουτσαίνεις). Έτσι, οι βλακικές συμπεριφορές ιθυνόντων ή μη παρασέρνουν μεμονωμένους ανθρώπους ή μεγάλες κοινωνικές ομάδες ηλιθίων αλλά και έξυπνων ανθρώπων. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι «η ευφυϊα του ανθρώπου έχει κάποιο όριο, ενώ η βλακεία είναι απέραντη», όπως είπε ο Αϊνστάιν.
Ως τεκμήριο αυτής της αποβλάκωσης ας θυμηθούμε οι παλαιότεροι, μερικές δεκαετίες πίσω, τη θαυματουργική δράση της «Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω». Από μικρή έπασχε από μια κληρονομική «δερματογραφία», που ιατρικά ορίζεται ως ολιγοήμερη δερματική αντίδραση του δέρματος σε αιχμηρό εργαλείο. Εκμεταλλευόμενη την πάθησή της έγραφε ακατανόητα μηνύματα στο στήθος της και μάλιστα ανορθόγραφα, γιατί δεν ήξερε γράμματα, και διέδιδε ότι η Παναγία της στέλνει μηνύματα που αποτυπώνονταν στο στήθος της. Έλεγε ακόμη ότι βλέπει οράματα. Έλαβαν χώρα σκηνές απείρου κάλλους, που οδήγησαν χιλιάδες πολίτες σε υστερικές συμπεριφορές, να την προσκυνούν ως αγία, μέχρι και σήμερα ακόμη, και να της ζητούν να κάνει θαύματα. Μητροπολίτης, Δήμαρχος, δημοτικό συμβούλιο, δικαστές, δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι, παπάδες, χωροφύλακες ακολούθησαν με δέος την πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά πομπή στην Αμαλιάδα μετά τη μητροπολιτική επικύρωση του θαύματος. Η δράση της βέβαια συνεχίστηκε έως πρόσφατα εις βάρος των βλακών, τους οποίους απομυζούσε οικονομικά.
Ένα άλλο παράδειγμα βλακείας μεγάλης ομάδας της κοινωνίας είναι το «θαυματουργό νερό του Καματερού». Ο Γιώργος Καματερός εμφανίστηκε στα 1976 (!) και υποστήριζε ότι βρήκε το φάρμακο κατά του καρκίνου λέγοντας ότι στο νησί του, την Κω, ανακάλυψε ένα πέτρωμα, το οποίο στη συνέχεια διέλυε σε νερό κι έφτιαχνε το φάρμακο. Με όπλο του την απελπισία των πασχόντων από καρκίνο και την ηλιθιότητα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας έστησε την απάτη του. Με βυτιοφόρα άρχισε να μοιράζει το «φάρμακό» του στην Αθήνα και στην επαρχία. Υπήρξαν πολλοί εκπρόσωποι του συστήματος της βλακοκρατίας που πείστηκαν αλλά και εφημερίδες του ίδιου συστήματος, όχι μόνο μία, υποστήριξαν τον Καματερό και το «νερό» του. Υπάρχουν και στην προηγούμενη αλλά και σ΄αυτή την περίπτωση φωτογραφίες με σκηνές, κι αυτή τη φορά, απείρου κάλλους.
Αλλά τα πράγματα σοβαρεύουν κατά πολύ λίγο αργότερα (1990), όταν η εγκληματική Ακροδεξιά Οργάνωση Χρυσή Αυγή άρχισε να αναπτύσσει τη δράση της με επιθέσεις εναντίον μεταναστών αλλά και Ελλήνων. Εκμεταλλευόμενη διάφορες εντάσεις (Μακεδονικό Ζήτημα, Οικονομική κρίση) δημιουργεί πολιτικό κόμμα και από το 2012 ως το 2019 εκπροσωπείται στη Βουλή των Ελλήνων και από το 2014 μέχρι το 2020 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από εκλεγμένους αντιπροσώπους. Κι ενώ σε όλα αυτά τα χρόνια συνέχιζε την εγκληματική της δραστηριότητα (δολοφονία Παύλου Φύσσα) ένα μεγάλο μέρος ψήφιζε Χρυσή Αυγή πασιφανώς από «Βλακεία». Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός της εκλογής της στη Βουλή, για το οποίο ευθύνονται βλάκες ψηφοφόροι, που για να καρπωθούν ποιος ξέρει ποια μικροωφέλη («αντί πινακίου φακής»), ξεπούλησαν την όποια αξιοπρέπεια του Έλληνα πολίτη σ΄έναν πανίβλακα που τους έδινε εντολές με εκείνο το απερίγραπτο «εγέρθητος».
Το πιο βλακώδες όμως που διέπραξε η ελληνική πολιτική ηγεσία του τόπου υποστηριζόμενη από ένα μεγάλο μέρος των Μ.Μ.Ε, θεμελιώδη λίθο του γνωστού οικοδομήματος, είναι στην περίοδο της οικονομικής κρίσης η υπογραφή των «Μνημονίων». Αλλά κι ένα μεγάλο πάλι μέρος του κοινωνικού συνόλου, συνηγορούσης και της ψυχολογικής πίεσης που ασκούσε το σύστημα της βλακοκρατίας, δέχτηκε ή απλώς ανέχτηκε τα μνημόνια. Και νομίζω ότι η υπογραφή τους ήταν αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων ενός βλακός. Γιατί πώς αλλιώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε κάθε τόσο τον δανεισμό, με υψηλό επιτόκιο, ποσού ίσου ή και μεγαλύτερου από το οφειλόμενο, για να ξεπληρώσουμε το Χρέος μας;; Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι την εξάλειψη αλλά την μεγεθοποίηση του Χρέους. Απλή πράξη των τριών, όπως λέγαμε στο Γυμνάσιο, μπορεί να επιβεβαιώσει τη βλακεία που κάναμε. Τα αντίθετα επιχειρήματα για έξοδο από την Ευρωζώνη, την επιστροφή στη δραχμή, την πτωχοποίηση της Ελλάδας χάνουν την αξία τους μπροστά στην αλήθεια μιας απλής μαθηματικής πράξης. Τεκμήριο για όλα αυτά είναι η πτωχοποίηση της κοινωνίας μας του τώρα και του αύριο.
Τέλος, η πανδημία ήρθε να δοκιμάσει την ευφυϊα κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Ενώ από την Πολιτεία λαμβάνονται κάθε τόσο, υστερικά θα λέγαμε, μέτρα (εμβόλια, rapid test, self test, lockdown, μάσκες εστιατόρια κ.ά) κι ακόμη ενώ οι γιατροί της χώρας μας προβλέπουν αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων που καθημερινά μετριούνται πλέον με αρκετές δεκάδες την ημέρα, ένα 40% του πληθυσμού παραμένει οικειοθελώς ανεμβολίαστο. Μπορεί να έγιναν βέβαια εκ μέρους της πολιτείας λάθη σε διάφορες περιπτώσεις, όπως πχ στη δια ζώσης διδασκαλία στις πανεπιστημιακές αίθουσες, για να αναγκάσει τους ανεμβολίαστους φοιτητές να εμβολιαστούν, μην υπολογίζοντας όμως πόσοι από τους φοιτητές αλλά και καθηγητές τους εκτίθενται άμεσα στον κίνδυνο να μολυνθούν, αλλά εκείνο «το 40% παραμένει οικειοθελώς ανεμβολίαστο» φανερώνει πόσο καλά έχει κτιστεί το οικοδόμημα της βλακοκρατίας.
Η στάση της Εκκλησίας, αν και θα μπορούσε να επηρεάσει τουλάχιστον το ποίμνιό της δυστυχώς υπήρξε βλακώδης. Μητροπολίτες, ιερείς και πιστοί χριστιανοί διακηρύσσουν ότι είναι άτρωτοι από τον ιό, γιατί τους προστατεύει ο Θεός. Γι΄αυτό άλλωστε οι πιστοί συνεχίζουν να μεταλαμβάνουν τη θεία κοινωνία από το ίδιο κουτάλι και όταν ασπάζονται τις εικόνες, αν και φορούν μάσκες, την ώρα του ασπασμού των εικόνων τις βγάζουν, όπως είδαμε πολλές φορές στην τηλεόραση. Αυτή η βλακεία μόνο με την αντίστοιχη των κορονοπάρτυ μπορεί να συγκριθεί.
Είναι πολλοί, όχι μόνο Έλληνες, που ισχυρίζονται ότι είμαστε είναι ευφυής λαός. Με κριτήριο τις κοινωνιολογικές θεωρήσεις και τα παραδείγματα που προηγήθηκαν ας το κρίνουμε. Αν είμαστε πράγματι ευφυείς, απομένει να το αποδείξουμε. Υπάρχει στο μέλλον πολύς χρόνος.