ΗΡΟΔΟΤΟΥ Ἱστορίαι VIII 61-62
(Βλ. σχ. 1) […] Eνώ έλεγε αυτά ο Θεμιστοκλής, του επιτέθηκε πάλι ο Κορίνθιος Αδείμαντος, ζητώντας επιτακτικά να σιωπά ο άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα και μην αφήνοντας τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία πρόταση που κατέθεσε άνδρας άπατρις· αν βέβαια ο Θεμιστοκλής απέδειχνε πως είχε πατρίδα, μόνο έτσι, αξίωνε, να δίνει γνώμη. Αυτά του έλεγε περιφρονητικά, επειδή η Αθήνα είχε κυριευθεί και ήταν στην κατοχή του εχθρού. Τότε ο Θεμιστοκλής άρχισε να λέει πολλά και άσχημα και για εκείνον και για τους Κορινθίους και δήλωσε ξεκάθαρα ότι οι Αθηναίοι έχουν και πόλη και γη μεγαλύτερη από εκείνους, εφόσον έχουν διακόσια2 πλοία εξοπλισμένα με τα πληρώματά τους, και κανείς ΄Ελληνας, αν οι Αθηναίοι επιτίθεντο, δεν θα μπορούσε να τους αποκρούσει. Δηλώνοντας αυτά, στράφηκε μετά προς τον Ευρυβιάδη και του είπε με έντονο ύφος: « Εσύ, αν μείνεις εδώ, θα αποδειχθείς γενναίος άνδρας· διαφορετικά, θα καταστρέψεις την Ελλάδα· γιατί για μας το παν σ’ αυτόν τον πόλεμο στηρίζεται στα πλοία. Εμπρός, στέρξε στα λόγια μου. Αν όμως δεν το κάνεις, τότε εμείς, όπως είμαστε, θα πάρουμε τις οικογένειές μας και θα πάμε στη Σίρη3 της Ιταλίας, που και από παλιά ακόμα είναι δικιά μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει από μας αυτή να αποικιστεί. Και τότε εσείς που θα έχετε στερηθεί τέτοιους συμμάχους θα θυμηθείτε τα λόγια μου».[…]
ΑΙΣΧΥΛΟΥ Πέρσαι, στ. 447-471 (βλ. σχ. 4)
Στης Σαλαμίνας μπρος τα μέρη υπάρχει ένα νησί μικρό
χωρίς καλά για τα καράβια αραξοβόλια,
όπου ο φίλος του χορού περιδιαβαίνει, ο Πάνας,
εκεί στα ακρογιάλια του που τα χτυπάει ο πόντος.
Εδώ λοιπόν αυτούς τους στέλνει ο Ξέρξης με τούτο το σκοπό,
σαν δηλαδή καραβοτσακισμένοι οι εχθροί
θα βγαίναν στο νησί σπρωγμένοι από το κύμα,
το στράτευμα να εξοντώναν το ελληνικό,
καθώς λεία θα ήταν εύκολη, κι ακόμη, τους δικούς
απ’ τα θαλασσινά περάσματα μακριά να τους γλιτώναν,
έχοντας έτσι σφαλερά αυτός5 το μέλλον εκτιμήσει.
Γιατί απ’ τη στιγμή που ο θεός στους ΄Ελληνες
τη δόξα έδωσε της ναυμαχίας, την ίδια μέρα αυτοί,
με χάλκινες, ομορφοκάμωτες αρματωσιές
εφράξαν τα κορμιά τους κι έξω από τα πλοία πήδαγαν·
κι ολόκληρο, ολοτρίγυρα περικυκλώναν το νησί,
έτσι που να μην ξέρουνε για πού να στρέψουν οι δικοί μας.
Γιατί και με τα χέρια απανωτά τούς πετροβόλαγαν,
και βέλη από δοξαριού χορδή πάνω τους πέφτανε
και τους χαλούσαν. Στο τέλος πια αυτοί,
αφού χυμήξανε μεμιάς ‒ με μιας κουπιάς τον παφλασμό ‒
χτυπάνε, πετσοκόβουνε των δύστυχων τα μέλη,
μέχρι που ολονών τούς αφανίσαν τη ζωή.
Κι ο Ξέρξης έσκουξε σπαραχτικά
το βάθος των κακών θωρώντας το μεγάλο,
μιας κι είχε θρόνο αγναντερό πάνω απ’ όλο το στρατό,
λόφο ψηλό κοντά στη θάλασσα την πελαγίσια.
Κι αφού τα μακριά του ρούχα ξέσκισε
και με κραυγές εθρήνησε στριγγές, στο πεζικό το στράτευμα
έδωσε ευθύς διαταγές κι ορμά σε άτακτη φυγή.
Τέτοιο κακό έχεις κοντά στο προηγούμενο
για να στενάζεις, να θρηνείς.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας με πρωτεργάτη τον Θεμιστοκλή υπήρξε ο ενδοξότερος ναυτικός αγώνας των Ελλήνων που έκρινε οριστικά την τύχη της ελευθερίας της Ελλάδας και μία από τις σπουδαιότερες ναυτικές συγκρούσεις της Ιστορίας.
« Χωρίς την άμυνα των Θερμοπυλών δεν θα μπορούσε να υπάρξει Αρτεμίσιο· και χωρίς Αρτεμίσιο ίσως να μην υπήρχε Σαλαμίνα. Αν δεν συνέβαινε η νίκη της Σαλαμίνας, ίσως να μην υπήρχε Αθήνα του 5ου αιώνα. ΄Ισως θα ήταν πολύ να πούμε ότι δεν θα υπήρχε Ευρώπη. Προκαλεί όμως δέος η σκέψη τού τι θα χανόταν και τι βρισκόταν τότε, όπως λέει η ελληνική φράση, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς.»
A.R. Burn