(…) Ποιος είναι ο τρίτος που βαδίζει πάντα πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαστε μόνο εσύ κι εγώ μαζί
Μα όταν κοιτάζω εμπρός στον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος άλλος που βαδίζει πλάι σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε μια κάπα καφετιά, κουκουλωμένος
Δεν ξέρω αν είναι άντρας ή γυναίκα
– Μα αυτός εκεί, από την άλλη σου πλευρά, ποιος είναι;
Τι είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέρα
Μουρμουρητό θρήνου μητέρας
Ποιες είναι τούτες οι ορδές κουκουλοφόρων που συρρέουν
Σ’ απέραντες πεδιάδες, σκοντάφτοντας στη ραγισμένη γη
Την περικυκλωμένη απ’ τον χαμηλό ορίζοντα μονάχα
Ποια είναι η πόλη πέρα απ’ τα βουνά
Που διασπάται, ανασχηματίζεται κι εκρήγνυται μες στον μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι που πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάνδρεια
Βιέννη Λόντρα
Εξωπραγματικές
Τράβηξε μια γυναίκα τα μαύρα μακριά μαλλιά της τεντωμένα
Και έπαιξε μουσική ψιθυριστή πάνω σε τούτες τις χορδές
Και νυχτερίδες με πρόσωπα βρεφών μες στο μενεξεδένιο φως
Τσίριξαν, και χτυπήσαν τα φτερά τους·
Και σέρνοντας κατέβηκαν με το κεφάλι κάτω έναν μαυρισμένο τοίχο.
Κι υπήρχανε κωδωνοστάσια ανάστροφα μες στον αέρα
Καμπάνες μνήμης κρούοντας, που σήμαιναν τις ώρες
Και τραγουδούσανε φωνές μέσ’ από στέρνες άδειες και πηγάδια στερεμένα.
(…)