Στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου της Λίζας είχα μια σατανική ιδέα: σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον, αν οι δυο φίλοι που παρουσιάζουν το βιβλίο ενός τρίτου φίλου δεν το κάνουν με τον κλασικό τρόπο αλλά σε στυλ ντιμπέιτ.
Ή -επί το ελληνοπρεπέστερο-, ως δυο γάιδαροι που συζητούν σε ξένο αχυρώνα.
Δηλ. ο ένας να επιμένει στις αρετές της γραφής και του περιεχομένου, και ο άλλος στις αδυναμίες της αφήγησης.
Με την ενδιαφερομένη να μετέχει ολόψυχα πατώντας το κουδούνι για να μην ξεπερνά ο καθένας τον χρόνο του.
Και, βεβαίως, να κερδίζει, όχι αυτός που θα παρουσίαζε πιθανόν τα πιο γερά επιχειρήματα, αλλά το βιβλίο.
Όσο το σκεφτόμουν, η ιδέα μου γινόταν και πιο σατανική: θα είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν εγώ και ο άλλος υποδυόμασταν τον καλό και τον κακό μπάτσο, ανακρίναμε το βιβλίο και, στο τέλος, το αναγκάζαμε να πει την αλήθεια.
Οι ακροατές σίγουρα θα διασκέδαζαν περισσότερο, αλλά, χμ, θα υπήρχε κίνδυνος ο συγγραφέας, να μείνει στο τέλος μόνο με έναν φίλο (τον καλό μπάτσο). Και ο κακός μπάτσος να μείνει με κανέναν…
Πάντως, εγώ, σκηνοθέτησα στο μυαλό μου ένα υπόδειγμα διαλόγου:
Καλός: Πώς σου φάνηκε λοιπόν το βιβλίο;
Κακός: Μμμμ. Ε, διαβάζεται…
Καλός: Εμένα μου φάνηκε πολύ γοητευτικό.
Κακός: Αλλά κάνει πολλές κοιλιές…
Καλός: Εγώ το βρίσκω σφριγηλό και ρωμαλέο. Δεν έχει κοιλιές, έχει «ανάσες».
Κακός: Μπα… Έχει αδυναμίες στην πλοκή. Είναι περισσότερο ένας μονόλογος με τα σώψυχα της ηρωίδας…
Καλός: Δεν έχεις δίκιο: Πρώτα πρώτα, ο αφηγητής δεν ταυτίζεται με την ηρωίδα, αλλά έχει μόνο κάποια σωματική σχέση μαζί της – σαν πρόσθετο μέλος… Αυτό, εγώ το θεωρώ εύρημα!
Κακός: Λάθος σου! Φαίνεται πολύ διάφανα ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο – το ένα προφίλ του, δήθεν αποστασιοποιημένο παρατηρεί το άλλο προφίλ που, ας πούμε, ζει.
Καλός: Μα, όπως το περιγράφεις, με τα δυο προφίλ, δεν βγαίνει ότι έχει πολύ ενδιαφέρον το ανφάς αυτού του προσώπου;
Κακός: Δεν νομίζω… Μοιάζει σαν κακότεχνο πορτρέτο μιμητή του Πικάσο. Καθόλου πρωτότυπο. Άσε που, και οι χαρακτήρες στο μυθιστόρημα είναι ατελείς…
Καλός: Διαφωνώ: Η συγγραφέας δημιουργεί αρτιμελή ψυχογραφήματα και της ηρωίδας αλλά και όλων των αρσενικών επισκεπτών της ιστορίας…
(Στο σημείο αυτό, η Λίζα θα διάβαζε μουτρωμένη κάτι από το βιβλίο – για να καταλάβει και το κοινό.)
Κακός: Ορίστε: αυτός ο πρώτος έρωτας, ο θεός να τον κάνει έρωτα, τέλος πάντων, ο χάρτινος έρωτας όπως τον ονομάζει και η ίδια η συγγραφέας, καταλαμβάνει σχεδόν το μισό βιβλίο. Και, δεν υπάρχει σασπένς…
Καλός: Τι λες τώρα; Και αυτό το εύρημα με τα τοτεμικά ζώα που εμφανίζονται σε μυστηριώδη ρόλο σε κάθε κεφάλαιο; Εγώ, το βρίσκω εξαιρετικό!
Κακός: Τέλος πάντων. Εγώ, επιμένω ότι ως μυθιστόρημα δεν είναι και πολύ ισορροπημένο.
Καλός: Γιατί; Εμείς είμαστε ισορροπημένοι;
Αυτά λοιπόν είχα σκηνοθετήσει στο μυαλό μου – καθώς βρίσκομαι, πιο συχνά απ’ ότι θα έπρεπε, σε παιγνιώδη διάθεση-, αλλά καλύτερα να τα ξεχάσω. Κι εσείς το ίδιο. Ας αποδώσουμε την αταξία και στην σχετική απειρία μου στις παρουσιάσεις μυθιστορημάτων. Στην ποίηση είναι αλλιώς, μπορείς να παρουσιάσεις ευκολότερα μεζεδάκια – έτσι ώστε ο αναγνώστης να πάρει μυρωδιά αμέσως. Σ’ ένα μυθιστόρημα όμως, πρέπει να εκθέσεις ολόκληρη κουζίνα…. Αυτό θα επιχειρήσω να κάνω τώρα – για να μη νομίζετε ότι δεν μπορώ να μιλήσω και σοβαρά.
Λοιπόν:
Το βιβλίο, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι γοητευτικό – και πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα πολύ κρυφό και ταυτόχρονα πολύ διάφανο, όπως λέει η ίδια η συγγραφέας. Πραγματεύεται το λυκόφως των ερώτων.
Το θέμα, οι ύστεροι έρωτες, στους αντίποδες του θέματος των πρώτων ερώτων, έχει το ίδιο αν όχι και μεγαλύτερο ενδιαφέρον – και οπωσδήποτε είναι πιο βαθύ και πιο σκοτεινό.
Η ηρωίδα, μια πληθωρική γυναίκα, ανάμεσα σε τρεις λυμφατικούς αρσενικούς και μια βαριά σκιά, προκαλεί και δέχεται τον έρωτα σ’ όλες του τις εκφάνσεις. Κι αυτός είναι, όπως πάντα, πότε πηγή άγχους και ταραχής, πότε πηγή ευφορίας. Πότε φαίνεται πως την χαράζει ξανά ανεξίτηλα, πότε απλώς πως την παρηγορεί με γλυκές καμπυλώσεις της ευθείας του χρόνου.
Ο έρωτας ή το πολύχρωμο μετείκασμα του, έστω λίγο ξεθωριασμένο, κατακυριεύει και πάλι τα πάντα με την ίδια σχεδόν ορμή. Η ηρωίδα δηλώνει ξανά «ερωτευμένη με τον έρωτα» ακριβώς όπως ήταν στα πρώτα της σκιρτήματα. Σκέφτεται, δρα και γράφει, σχεδόν όπως τότε.
Φυσικά… Πόση ποσότητα μοναξιάς μπορείς να ανταλλάξεις αλλιώς, αλλού, εκτός του παιχνιδιού του έρωτα; Ελάχιστη. Αυτός είναι και ο λόγος που ο άνθρωπος θέλει να συντηρεί την ιδέα του έρωτα ισόβια – ως υπαρξιακή ανάγκη και ως κινητήρια δύναμη.
Η πλοκή, ράθυμη, πυρετική, άρρυθμη, ακολουθεί με απόλυτο συγχρονισμό την ροή των γεγονότων της εποχής: φαντασιακοί έρωτες, σε αντίστιξη προς τις φαντασιακές ιδεολογίες και τις φαντασιακές αντιδράσεις μας.