Το βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή με τον τίτλο Τατουάζ στον παράμεσο αποτελείται από πολλά μικρά ή μεγαλύτερα ιστορικά αφηγήματα. Το κουβάρι –χρόνος- αρχίζει να ξετυλίγεται κάπου στο χίλια εννιακόσια σαράντα… τόσο. Τα διηγήματα αναπαράγουν καθένα και μια ξεχωριστή ιστορική ή προσωπική στιγμή, η οποία θα μπορούσε να γίνει σενάριο για κινηματογραφική ταινία, εφόσον, και το τονίζω, ο συγγραφέας, φαίνεται πάρα πολύ καλά ενημερωμένος πάνω στον κινηματογράφο, όπως και σε κάποια είδη μουσικής, στέκια και μπαράκια, ποτά και κυρίως ΠΟΙΗΣΗ. Στίχοι και ποιήματα ολόκληρα, αποσπάσματα από πεζά γνωστών δημιουργών, βρίσκονται ως μότο και όχι μόνο, στο κήτος, δηλαδή στην καρδιά του διηγήματος και όλα λειτουργικά ενσωματωμένα, στρώνουν το κόκκινο χαλί της αφήγησης.
Τα κείμενα γεννήθηκαν από την καταγραφή αναμνήσεων από την πατρική γη και την παιδική ηλικία, αλλά και τη μετέπειτα. Έχουμε λοιπόν, επιστροφή στο χώρο ή στον χρόνο, όπου έχουν απλώσει ρίζες μέσα του εικόνες, θρεμμένες από ό,τι είδε, άκουσε, διάβασε. Μια επιστροφή, λοιπόν, στην ηλικία της αθωότητας, της πρόωρης ωρίμασης, των πρώτων συγκινήσεων, εντυπώσεων, του ανεξήγητου φόβου και τρόμου, της φριχτής εμπειρίας, γιατί να γίνουν αυτά που έγιναν και σημάδεψαν σαν τατουάζ όχι μόνο τον παράμεσο αλλά την ψυχή και το μυαλό αυτού που γράφει. Αυτού που ταυτοποιεί το ιστορικό του «εγώ» με το λιγνό κορμάκι που αναφύεται, ανδρώνεται, γρήγορα γρήγορα, εξαναγκασμένο από τη βία της εμπειρίας.
Και αρχίζοντας, όπως κάθε σοβαρός συγγραφέας τη δική του καταγραφή, πιάνει το νήμα από τον Ησίοδο, οποίος μίλησε για το Χάος. Το Χάος ήταν στην αρχή. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι ο Λόγος ήταν στην αρχή· ο Θεός είπε και εγένετο. Και αιώνες μετά ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης είπε ότι ήταν το Φως. Το φως ήταν η αρχή και η ώρα η πρώτη και γεννήθηκε ο όμορφος κόσμος, ηθικός αγγελικά πλασμένος. Όμως τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι δεν είναι έτσι· αγγελικά πλασμένος. Ή μήπως ήταν αλλά οι άνθρωποι είχαν από άγνοια μελανουργήσει και είχανε πράξει το κακό; Κι έτσι του δόθηκε του Πάνου Οικονόμου η αφορμή να πει πως στην αρχή γεννιέται η τυφλότητα, η στραβομάρα δηλαδή· το ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Και χαραμίστηκε το φως και βεβηλώθηκε ο κόσμος και οι άνθρωποι κατάργησαν τα μάτια τους και ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι, ήρθανε άνθρωποι κακοί και από τον κήπο του Θεού έκλεψαν την Ειρήνη κι έκαναν τη γη κόλαση.
Η εκδικητική κόλαση ξεφυτρώνει από κάθε διήγημα στο οποίο ο συγγραφέας θα αναδείξει τα τιμαλφή της μνήμης του. Θυμάται. Amarcord– Θυμάμαι, ήταν μια ταινία του Φελίνι. Κι ο Ντουαλτζής θυμάται ότι «Απ’ τη ζωή μου πέρασε κήπος κάποτε» (Κική Δημουλά):
«Η μνήμη. Η μνήμη. Η μνήμη. Η μνήμη, τυμβωρύχος, για πράγματα και ανθρώπους που φύγαν. Οστεοφύλακας φωνών, μορφών, συναισθημάτων η μνήμη κι η γραφή. Έκτη αίσθηση, που συγκρατεί τα ίχνη που αφήσαν οι δικοί, αποτυπώματα, άλλα αχνά – ξεθωριάζουν, άλλα βαθιά – αυλακώνουν, είναι αυτή που τη θαρρούμε χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια (Σεφέρης). Και αίφνης ξυπνάει, άλλοτε σιγανό ρυάκι, που γίνεται ποτάμι, άλλοτε χείμαρρος, που κατεβάζει από τη Ντράνοβα πέτρες και ξύλα, λάσπη και πηλό (κι εδώ Σεφέρης κι ας μην το κατονομάζει). Θυμάμαι, σημαίνει «ξαναζωντανεύω, ανασταίνω και διαστέλλω τη στιγμή, επιμηκύνω τον χρόνο, συστέλλω τη θλίψη». Ήτοι, ξανακερδίζω τον χαμένο χρόνο. Ψυχαναλύομαι και θεραπεύομαι, τουλάχιστον προσωρινά. Τα φάρμακά της φέρνει η τέχνη της Ποιήσεως που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή… Ωστόσο, όπου και να την αγγίξεις η μνήμη πονεί…
Από το σπίτι στο σχολείο, φεύγοντας, ο δρόμος του θα περάσει από τον τσιγγάνικο μαχαλά. Μετά από τους Λαιστρυγόνες του 3ου νεκροταφείου «Με τις μαυροφορεμένες εικόνες, μαραζωμένες επιγραφές σε μάρμαρα, … Δεκοχτούρες να θρηνούν… Σκιές θανάτου». Και μετά τελευταίος άθλος «τα λιοντάρια της Νεμέας» όχι του μύθου αλλά «Τα αδέσποτα σκυλιά. Συμμορίες καλοθρεμμένες, σβέρκοι χοντροί, απόγονοι τσομπανόσκυλων, αυτιά κρεμασμένα, παρατημένα κυνηγάρικα, κορμιά μικρόσωμα, εγκαταλειμμένα του σαλονιού· χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια, γράφει ο Σεφέρης στα 1943. Και η θεομηνία. « Ο κεραυνός που έπεσε και ο Θωμάς που, βλέποντας ανήμπορος τον αφανισμό, γδύθηκε, ξάπλωσε ανάσκελα και, δείχνοντας τους κάλους στις παλάμες του που σημαδεύανε τ’ αχαμνά του, φώναζε στον Θεό με βρισιές, βλαστήμιες φοβερές για το σόι Του. Κι αμέσως χαλάζι. Και τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο (Σολωμός). Δίχως να αντιληφθώ πώς, βρέθηκα στον αέρα. Σαν να με σήκωσε ο άνεμος, σαν έντρομη Μαίρη Πόπινς στη σκηνή ενός θρίλερ. Ο μπαμπάς με άρπαξε από το μπράτσο και, τρέχοντας, με έσυρε στο καλυβάκι του Θωμά. Στη θέση που αφήσαμε έσκασε ο τέταρτος κεραυνός, καρβουνιάζοντας το καβάκι που ακουμπούσα πριν από λίγα δευτερόλεπτα».
Η σκόνη του χρόνου καλύπτει με διαδοχικά στρώματα το παρελθόν ( Θόδωρος Αγγελόπουλος). Από τη σκόνη αναδύονται τώρα οι Βούλγαροι:
«Οι βουλγαρικές αρχές είχαν …την ευκαιρία. Από το πρωί της είκοσι εννιά Σεπτέμβρη ξεσκίστηκαν στις μαζικές συλλήψεις, λεηλασίες, βασανισμούς και μαζικές εκτελέσεις. Πάνω από 100.000 φύγαν τρομοκρατημένοι» (σαν πολεμικό ανακοινωθέν, ο λόγος). Έτσι μέσα σε τέσσερις λέξεις -συλλήψεις, λεηλασίες, βασανισμούς, εκτελέσεις- αναποδογυρίζεται ο κόσμος, αλλάζουν εκ θεμελίων όλα και εξαφανίζεται η ζωή.
Τον πατέρα «Τον πιάσαν πίσω από το νεκροταφείο. Τον στήσαν στη σειρά μαζί με άλλους, κυρίως γέρους, και οπλίσανε». «Την ύστατη στιγμή», μου έλεγε τριάντα χρόνια μετά (ο πατέρας), εγώ στα δώδεκα (ο σημερινός αφηγητής), «ένας ξερακιανός Βούργαρος» τον άρπαξε και του είπε να φύγει τρέχοντας. Και το Δοξάτο ξεκληρίστηκε. Η οργή του ουρανού, η ύβρις του ανθρώπου, οι καιρικές συνθήκες που μεταλλάσσονται σε θεομηνίες, οι θεομηνίες που ερμηνεύονται ως θεοδικίες, όλα συσχετίζονται και συνυπολογίζονται σ’ αυτό το συμπαντικό ανακάτεμα. To «Χάος», ο «Λόγος» το «Φως» η «τυφλότητα». Τυφλότητα. Τίποτα δεν ξέρουμε, θα έλεγε ο Σεφέρης. Και να μέσα στον χαμό, ουρανός, τη μια φορά με τον κεραυνό, ο πόλεμος την άλλη, το χέρι του πατέρα την πρώτη φορά, το χέρι του Βούλγαρου την άλλη έσωσε πατέρα και γιο. Και οι σωσμένοι λίγο αργότερα βρέθηκαν στη δίνη του εμφύλιου μίσους. Πόλεμος πατήρ πάντων και μέγας εξολοθρευτής.
Κεραυνός ή Βούλγαρος ή ρομφαία αρχαγγέλου, δεν έχει σημασία, τη ώρα της μεγάλης οργής, όταν ο ουρανός ξερνάει φωτιά και ο άνθρωπος έχει χάσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, το ίδιο ισχύει. Ο μικρός ήταν τυχερός και σώθηκε. Μοιάζει μ’ εκείνο το νόμισμα το κέρδισε ο μικρός και χάθηκε λέει ο Σεφέρης… μόνο που εδώ ο μικρός ήταν τυχερός και δεν χάθηκε.
Μας θυμίζει ακόμα εκείνον τον μικρό στο Κάμελοτ, που ζητάει από τον βασιλιά Αρθούρο κι αυτός να πολεμήσει. Κι ο Αρθούρος τον διώχνει γιατί είναι μικρός, αλλά να πάει σε ασφαλές μέρος και να βλέπει για να αφηγηθεί μετά στους άλλους πώς έγιναν τα πράγματα… Run, boy, run…φωνάζει ο Αρθούρος στο μικρό αγόρι· στον ιστορικό του μέλλοντος. Τέτοιο αγόρι και ο Νταουλτζής.
«Ο πατέρας στα τριάντα εφτά του ανύπαντρος… Η μάνα στα είκοσι τέσσερά της, σ’ ένα χωριό, … που οι άντρες όχι δεν περισσεύανε, αλλά δεν φτάνανε. Άλλοι σκοτωμένοι στο μέτωπο, άλλοι αγνοούμενοι, άλλοι διωκόμενοι, άλλους του φάγανε οι ναζί ή οι πεταλάδες, άλλοι σε ξερονήσια, άλλοι κρυμμένοι στην Αθήνα δίχως χαρτιά και, κάθε που μπαίνανε στο λεωφορείο ή στο τραμ, όρθιοι στο σκαλοπάτι στο πίσω μέρος, να πεταχτούν στον δρόμο, αν βλέπανε κάτι ύποπτο. … Πέτρινα χρόνια».
Οι ομαδοποιήσεις δεν γίνονται τυχαία. Ο χείμαρρος της αφήγησης τρέχει με το ασύνδετο σχήμα για να δείξει το μέγεθος της συμφοράς, όπου οι λέξεις ζυγίζουν βαριά και οι κινηματογραφικοί τίτλοι και οι κινηματογραφικές σκηνές συμπληρώνουν το βίωμα.
Στο διήγημα το αφιερωμένο στον Θείο Τάκη, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, «Μετά την ήττα» μιλάει για την πανωλεθρία στους Αιγός Ποταμούς αλλά η ουσία είναι στο τώρα. Οπότε λαμπρά ταιριάζει και ο Θίασος του Αγγελόπουλου. Η περιγραφή της σκηνής σαν χορός τραγωδίας, ένθεν και ένθεν της ορχήστρας, χορός ανδρών νέων και αριστερών, με ντάμες, το ένα ημιχόριο. Χορός απελπισμένων και οπλισμένων δεξιών, χωρίς ντάμες, το άλλο. Πρόκληση το τραγούδι του Σκόμπι σε ρυθμό σουίγκ, για τους μεν, βαρύ το τραγούδι των άλλων σε παθητικό ταγκό «γύρνα ξανά, βασιλιά». Η περιγραφή βήμα βήμα της σκηνής, σαν Μονομαχία στο Ελ Πάσο. Κάπως έτσι σκότωσε τον θείο Τάκη ο ζανταρμάς Αρίστος… ποιος φταίει; το μετεμφυλιακό κλίμα ή το ενδέκατο-δωδέκατο τσίπουρο που του είχε θολώσει το μυαλό ή και οι δυο γυναίκες που τον έσπρωχναν να πράξει;
Κι άλλος κινηματογράφος. Η Σιμώτα. Η δραματική ζωή της μας θυμίζει την δύστυχη Μαλένα με την Μόνικα Μπελούτσι. Ο γάμος της Πηνούλας που μοιάζει με την ταινία Ο Φανούρης και το σόι του, αλλά χωρίς χάπι έντ.
Η απαγωγή του Κράιπε. Ο Μπαντουβάς, γνωστός αντάρτης με δικό του στρατό και εξουσία στο βουνό, θα χτυπήσει τους Γερμανούς και θα πάρει τη στρατιωτική του εκδίκηση· κι εκείνοι ανήμερα Του Τιμίου Σταυρού του ’43 θα πάρουν τη δική τους: Κεφαλόβρυση, Πεύκος, Άνω Βιάννος, Κρεββατάς, Μύρτος, Μάλλες, Κάτω Σύμη, Συκολόγος θα μαρτυρήσουν. «Πέτρα στην πέτρα. Φωτιά και δυναμίτης. Αμούστακα θα ριχτούν σε γούβες και θα χωθούν μισοπεθαμένα». Οι Γερμανοί με την κλασική παιδεία, αναπαρήγαγαν σκηνές της Ιλιάδας, όπου η αγριότητα εκλαμβάνεται ως ηρωισμός. Όμως ο συγγραφέας δεν κάνει σχόλια. Αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους και να νιώσει ο αναγνώστης βαθιά ως τη ρίζα την ανατριχίλα του βιώματος.
Το βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή είναι λογοτεχνία, γραμμένη με όλες τις αριστοτελικές τεχνικές της αφήγησης, όπου τα ομοιοτέλευτα, ομόηχα, ισοσύλλαβα, σχήματα ασύνδετα μετατρέπουν τον πεζό λόγο σε ποιητική πρόζα.
Διαβάζεται, σαν παθολογία πολέμου και συμπλήρωμα της επίσημης ιστορίας, με καταγραμμένη όλη την αγριότητα και τη μεθόδευσή της για να πείσει τον έναν να σηκώσει τα όπλα εναντίον του άλλου. Ο συγγραφέας χειρίζεται με σεβασμό το υλικό του, με αγάπη για τους πνευματικούς, μακρινούς και κοντινούς προγόνους του, με κατανόηση για τους «άλλους», με πόνο για τους κατατρεγμένους συγγενείς και συντοπίτες. Το βιβλίο του πηγάζει από την ψυχή του, την καρδιά του και την σημαδεμένη μνήμη του.
Ο Γιάννης Νταουλτζής γεννήθηκε το 1961 στη Δράμα, όπου και έγινε άνθρωπος. Μετά σπούδασε στη Νομική Σχολή (Τμήμα Δημοσίου Δικαίου-Πολιτικών Επιστημών) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στο Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος στα εκπαιδευτήρια Δούκα στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε διάφορα εκπαιδευτικά συνέδρια και ως συγγραφέας σε βιβλία εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (δίοδος 66100, Book Press, Book Bar, Ελληνική Γνώμη).