You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ξαναδιαβάζοντας τον ΙΟΥΛΙΑΝΟ του Κώστα Ουράνη

Φάνης Κωστόπουλος: Ξαναδιαβάζοντας τον ΙΟΥΛΙΑΝΟ του Κώστα Ουράνη

      Ο Κώστας Ουράνης ( 1890—1953 ) θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του Μεσοπολέμου. Είναι ο ποιητής που εισήγαγε στην ελληνική ποίηση το spleen και το κοσμοπολιτικό στοιχείο. Παρ΄ όλα αυτά το ποιητικό του έργο, σε σχέση με το έργο άλλων ποιητών της εποχής του, δεν έχει ερευνηθεί όσο θα έπρεπε ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν. Είναι πάντως αλήθεια ότι η ποίηση του Ουράνη δεν είναι ερμητική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μερικά ποιήματα δεν έχουν κάποιες δυσκολίες. Οι δυσκολίες όμως αυτές – το έχω πει και άλλες φορές -δεν οφείλονται στη σκοτεινότητα του στίχου, αλλά στον εγκυκλοπαιδικό εξοπλισμό του ποιητή, κάτι που δεν διέθεταν οι αναγνώστες της δεκαετίας του 1920, τότε που η ποίηση του Κώστα Ουράνη διαβάστηκε και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό όσο κανενός άλλου ποιητή. «Ο Κώστας Ουράνης είναι ο ποιητής του ωραίου φύλου. Τα κορίτσια τρελαίνονται πάντοτε για τις Νοσταλγίες του, και μου συνέβη να συναντήσω πολλές φορές ΄θανάσιμες΄ θαυμάστριες του ποιητή»1, λέει ο Κωστής Μπαστιάς που έζησε και γνώρισε την ποίηση της δεκαετίας εκείνης. Ακόμη και μελετητές του ποιητικού του έργου, όπως δείχνουν τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς, δεν διέθεταν την παιδεία του Κώστα Ουράνη. Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση έχουμε με το δεκατετράστιχο Ιουλιανός, το οποίο, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία του Πέτρου Μαρκάκη, οι δημοσιεύσεις που γνώρισε αυτό το ποίημα ήταν μόνο στις Νοσταλγίες το 1920 και στην έκδοση των Απάντων μετά τον θάνατο του ποιητή, το 1953.

      Προτού μιλήσουμε για το αιρετικό αυτό σονέτο  και λέω ΄αιρετικό΄ γιατί ο ποιητής ηθελημένα δεν τηρεί όλους τους κανονισμούς της ποιητικής αυτής μορφής, ενώ η κατάργηση της ρίμας στους δυο από τους τέσσερις στίχους του κάθε τετράστιχου πρέπει να θεωρηθεί – κι ας κάνουν οι μελετητές του έργου του πως δεν τη βλέπουν  – ένα από τα πρώτα συμπτώματα της ανανέωσης του ποιητικού λόγου που θα ολοκληρωνόταν στη δεκαετία του ’30 ), προτού λοιπόν μιλήσουμε γι’ αυτό το ποίημα, θεωρώ απαραίτητο να το παραθέσω εδώ, όπως ακριβώς το βρίσκουμε στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, για να το θυμηθεί ο αναγνώστης και να   μπορεί να καταλαβαίνει καλύτερα αυτά που στη συνέχεια θα ειπωθούν.

                                                    ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

                                                               «Είπατε τω Βασιλεί:»

                                                             

                                                   ΜΑΝΤΕΙΟΝ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

                              Το λάλο εσώπασε νερό για πάντα και στη στείρα

                              την κοίτη του εγείρανε βαριά και μαραθήκαν

                              οι δάφνες οι ελληνικές και της ελιάς οι κλώνοι:

                             ενάντια, Ιουλιανέ, μάταια πας στη Μοίρα.

 

                             Αφήσανε τον Όλυμπο παντέρημο οι Θεοί,

                            οι Αθηναίοι των νικών ξεχάσαν τον παιάνα

                           και Σύροι ναύτες άκουσαν μια νύχτα σκοτεινή

                           να κλαίνε στις ελληνικές ακτές τον Μέγα Πάνα.

 

                          Στον ομφαλό του κόσμου, την Ολυμπία,

                          σήμερα μήτε Πίνδαροι, μήτε φωνή καμία:

                          μέσα στο φως ασάλευτη φαντάζει τώρα ως τάφος.

 

                         Δεν εσταυρώθηκε ο Θεός της Ναζαρέτ μονάχος,

                        Ιουλιανέ, αλλά μ’ αυτόν μαζί η πλατιά οικουμένη

                        στον ξύλινο του Γολγοθά σταυρό είναι σταυρωμένη.

Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντας κανείς αυτό το ποίημα, ξεγελιέται και έχει την εντύπωση πως όσα λέει εδώ ο ποιητής τα καταλαβαίνει. Και αυτή η εντύπωση δίνεται όχι μόνο στον αναγνώστη, αλλά και στον μελετητή ακόμη. Ο Θεόδωρος Ξύδης, για παράδειγμα, που μελέτησε και έγραψε για αυτό το ποίημα, λέει τα εξής στο άρθρο του Το ιστορικό και μυθικό στοιχείο στον Ουράνη: «Ο ποιητής θυμάται τον αυτοκράτορα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, τον ενθουσιώδη και φανατισμένο οπαδό της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Οι στίχοι του Ουράνη έγιναν για να υπογραμμίσουν ακριβώς την καταδίκη που είχε η προσπάθεια του Ιουλιανού, όπως άλλοτε την είπε το Δελφικό Μαντείο. Όσο κι αν βοηθούσε ο αυτοκράτορας αυτός  ν’ ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί ή και να οικοδομηθούν  νέοι, κι όσο κι αν ζωντάνεψε τις προσφορές θυσιών στους βωμούς των, όμως ένας κόσμος ήταν πια θαμμένος».2 Αυτά είναι όσα μπόρεσε να δει ο Θεόδωρος Ξύδης και αυτά είναι όσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτό το ποίημα στα τόσα χρόνια που πέρασαν από τους ερευνητές της λογοτεχνίας. Όπως καταλαβαίνετε, τα όσα επισημαίνει εδώ ο Θεόδωρος Ξύδης δεν είναι τίποτα περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε κανείς να διαβάσει σε μια εγκυκλοπαίδεια σχετικά με αυτόν τον αυτοκράτορα. Επιπλέον  τα όσα μας λέει για το άνοιγμα των αρχαίων ναών, την οικοδόμηση νέων και τις προσφορές θυσιών στους βωμούς τους, μπορεί να έχουν σχέση με τον Ιουλιανό, δεν αναφέρονται όμως μέσα στο ποίημα. Όλα αυτά δείχνουν τις δυσκολίες που υπάρχουν σε μερικά ποιήματα του Κώστα Ουράνη, όταν ο μελετητής δεν διαθέτει την παιδεία του ποιητή. Ας δούμε τώρα το ποίημα με μεγαλύτερη προσοχή, που νομίζω, άλλωστε, ότι την αξίζει, ενώ προτού αρχίσουμε στίχο το στίχο την ανάγνωση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο Ουράνης, για να γράψει αυτό το ποίημα, δεν βασίστηκε μόνο στο χρησμό του Μαντείου των Δελφών, αλλά και σε μια άλλη παράδοση, που είναι εμφανής μέσα στο ποίημα και την οποία ο Θεόδωρος Ξύδης δεν  πρόσεξε ή δεν  είχε υπόψη του.

       Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο του ποιήματος και στη συνέχεια το μότο, του γεννιέται το ερώτημα : Γιατί ο ποιητής, αφού θέλει για μότο τον δελφικό χρησμό, δεν τον παραθέτει ολόκληρο, αλλά βάζει μόνο τη φράση «Είπατε τω βασιλεί»; Η απάντηση δίνεται στον προσεκτικό αναγνώστη αμέσως μόλις διαβάσει το πρώτο τετράστιχο του ποιήματος. Πράγματι, αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι το ποίημα δεν είναι παρά ένας χρησμός που θα μπορούσε να δοθεί ως απάντηση στο ερώτημα του Ιουλιανού. Ένας χρησμός όμως που δεν περιλαμβάνει μόνο όσα του είπε η Πυθία, αλλά και όσα ήθελε να του πει ο ποιητής. Γι ΄ αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολικό να πούμε ότι το ποίημα ουσιαστικά αρχίζει από το μότο, από τη φράση δηλαδή «Είπατε τω βασιλεί». Σε αυτό συνηγορεί και η στίξη που έχει το μότο, δυο τελείες (: ), και αυτά  που θα ειπωθούν στον Βασιλέα είναι αυτά που λέγονται στο ποίημα.

        Ο ποιητής αρχίζει το ποίημα έχοντας στη σκέψη του τον γνωστό χρησμό του Μαντείου των Δελφών και πιο συγκεκριμένα τα τελευταία λόγια του χρησμού: «μάντιδα δάφνην, οὔ παγάν λαλέουσα∙ ἀπέσβετο καί ΄λάλον ῠδωρ». Και το λέω αυτό γιατί οι τρεις πρώτοι στίχοι του ποιήματος αποτελούν ελεύθερη απόδοση αυτών των λόγων της Πυθίας. Μια απόδοση όμως που αρχίζει από το τέλος των λόγων του χρησμού και πάει προς την αρχή:

                       Το λάλο εσώπασε νερό για πάντα και στη στείρα

                       την κοίτη του εγείρανε βαριά και μαραθήκαν

                       οι δάφνες οι ελληνικές και της ελιάς οι κλώνοι:

Με τους τρεις αυτούς στίχους επαναλαμβάνει ο ποιητής τα λόγια της Πυθίας, για να του πει ξεκάθαρα στον τέταρτο στίχο που κλείνει τη στροφή:

                        Ενάντια ,Ιουλιανέ, μάταια πας στη Μοίρα.

Ο στίχος αυτός δείχνει ακόμα το ήρεμο και ευγενικό ύφος που χαρακτηρίζει όλα τα ποιήματα του Ουράνη. Πράγματι, ο Ουράνης δεν φανατίζεται, δεν σαρκάζει και δεν ειρωνεύεται όπως ο Καβάφης, για παράδειγμα,  Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας. Και παρ ΄ όλο που στο τέλος του ποιήματος εκφράζεται και αυτός ως εκπρόσωπος της χριστιανικής θρησκείας, δεν χαιρεκακεί όπως ο Αλεξανδρινός ποιητής:

                                           Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

      Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Ουράνης είχε διαβάσει το θαυμάσιο ποίημα της Elizabeth Barrett Browning Ο νεκρός Παν (The dead Pan ), μολονότι ο ποιητής των Νοσταλγιών διάβαζε αγγλική ποίηση από τα μαθητικά του χρόνια (Byron, Shelley, Tennyson και άλλους). Μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ποιητής των Νοσταλγιών γράφοντας τον Ιουλιανό στηρίχτηκε, εκτός από τον δελφικό χρησμό, στην ίδια παράδοση που στηρίζεται το ποίημα της Browning. Η παράδοση αυτή αναφέρεται, σε σύντομο κατατοπιστικό κείμενο που προτάσσεται του ποιήματος, ως πηγή έμπνευσης. Σε μετάφραση που παραθέτω εδώ για την περίπτωση, το κείμενο αυτό λέει τα εξής : «Συγκινημένη από το ποίημα του Shiller Οι θεοί της Ελλάδας και εν μέρει στηριγμένη σε μια πολύ γνωστή παράδοση, η οποία αναφέρεται σε μια πραγματεία του Πλουτάρχου (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων), σύμφωνα με την οποία την ώρα της αγωνίας του Χριστού μια κραυγή «Ο Μέγας Παν απέθανε!» σάρωσε από τη μία άκρη στην άλλη τη θαλάσσια απεραντοσύνη, έτσι ώστε να την ακούσουν και κάποιοι ναυτικοί – και τα μαντεία βουβάθηκαν».3

      Η Browning αρχίζει το δικό της ποίημα με την αναζήτηση των θεών της Ελλάδας, οι οποίοι έχουν εγκαταλείψει τον Όλυμπο και δεν φαίνονται πουθενά.

                               Θεοί της Ελλάδας, θεοί της Ελλάδας,

                              μπορείτε ν’  αφουγκραστείτε μες στη σιωπή σας;

                              Μπορούν οι μυστηριακές φωνές σας να μας πουν

                              πού είσαστε κρυμμένοι; Σε πλωτά νησιά,

                              με έναν άνεμο που σας κρατάει πάντα

                              αθέατους από τις ακτές;

                              Ο Παν, ο Παν είναι νεκρός.4

Το ίδιο κάνει και ο Ουράνης: αρχίζει  τη δεύτερη στροφή του ποιήματος με τους ολύμπιους θεούς. Μόνο που αυτός δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι έγιναν:

                            Αφήσανε τον Όλυμπο  παντέρημο οι Θεοί

και   στη συνέχεια θυμάται την πολεμική δόξα των Ελλήνων, που εδώ εκπροσωπείται από τον λαό της ενδοξότερης ελληνικής πόλης:

                           οι Αθηναίοι των νικών ξεχάσαν τον παιάνα.

Στους επόμενους δυο στίχους,  με τους οποίους ολοκληρώνεται η δεύτερη στροφή του  ποιήματος, ο ποιητής αναφέρεται στη  γνωστή παράδοση, για την οποία κάνει λόγο, όπως είπα πιο πάνω, ο Πλούταρχος στην πραγματεία του Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων. «Μερικοί από εσάς», λέει ο Πλούταρχος, «έχετε ακούσει τον ρήτορα Αιμιλιανό να ρητορεύει. Πατέρας λοιπόν αυτού ήταν ο Επιθέρσης. Ήταν ένας από τους ντόπιους πολίτες στην πόλη μου και δάσκαλός μου στη λογοτεχνία. Αυτός μου διηγήθηκε πως κάποτε πηγαίνοντας στην Ιταλία πήρε ένα καράβι που μετέφερε εμπορεύματα και πλήθος από επιβάτες. Την ώρα που είχε αρχίσει να βραδιάζει και είχαν φτάσει κοντά στα νησιά Εχινάδες, έπεσε ξαφνικά ο άνεμος και το ρεύμα έφερε το καράβι στους Παξούς. Οι περισσότεροι επιβάτες στο καράβι ήταν ξύπνιοι και άλλοι συνέχιζαν να πίνουν μετά το δείπνο. Έξαφνα μια φωνή ακούστηκε από τους Παξούς που φώναζε δυνατά κάποιον Θαμούν. Οι άνθρωποι τα ’χασαν. Αυτός ο Θαμούν ήταν ένας Αιγύπτιος πλοηγός που λίγοι από τους επιβάτες γνώριζαν το όνομά του. Ακούγοντας αυτός να φωνάζουν το όνομά του, τις δυο πρώτες φορές παρέμεινε σιωπηλός, την τρίτη όμως φορά απάντησε σε αυτόν που τον καλούσε. Εκείνος δυνάμωσε τη φωνή του και είπε: «Όταν φτάσεις στο ύψος του Παλώδους, ανακοίνωσε ότι ο Μέγας Παν πέθανε». Όταν έφτασε το καράβι στο ύψος του Παλώδους, δεν φυσούσε η παραμικρή πνοή και η θάλασσα ήταν ακύμαντη. Ο Θαμούν στην πλώρη κοιτάζοντας προς τη μεριά της στεριάς, ανάγγειλε, όπως είχε ακούσει, ότι ο Μέγας Παν πέθανε. Δεν είχε προλάβει ν΄ αποσώσει τα λόγια του και ακούστηκε ένας φοβερός θρήνος, όχι από  μια φωνή μόνο,  αλλά από πολλές, ανάμεικτες με κραυγές έκπληξης».5 Ήταν ένας θρήνος για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που έφευγε για πάντα και που ένας νέος κόσμος ερχόταν, ο κόσμος του Χριστιανισμού.  Σ ΄ αυτό λοιπόν το κείμενο βασίστηκε ο Ουράνης για τους επόμενους δυο στίχους με τους οποίους, όπως είπαμε, τελειώνει η δεύτερη στροφή

                          και  Σύροι ναύτες άκουσαν μια νύχτα σκοτεινή

                          να κλαίνε στις ελληνικές ακτές τον Μέγα Πάνα.

      Στην τρίτη στροφή του ποιήματος, αφού αναφέρθηκε στην πολεμική δόξα των Ελλήνων και στον θρήνο για τον θάνατο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που εδώ συμβολίζεται με τον θάνατο του ελληνικού θεού Πανός, προσπαθεί να δώσει μια σημερινή εικόνα αυτού του ελληνικού κόσμου με αναφορές στην Ολυμπία και τον Πίνδαρο, ενώ χαρακτηρίζοντας τον ιερό αυτό τόπο «ομφαλό του ελληνικού  κόσμου», μας δίνει όχι μόνο μια ποιητικά εύστοχη προσωνυμία αυτού του τόπου, αλλά και ιστορικά ακριβή, αφού σ ΄  αυτό τον τόπο οι Έλληνες συναδελφώνονταν, διακόπτοντας τους εμφύλιους πολέμους και παραμερίζοντας τα μίση και τα συμφέροντα που τους χώριζαν :

                                 Στον ομφαλό του ελληνικού κόσμου, την Ολυμπία,

                                σήμερα μήτε Πίνδαροι, μήτε φωνή καμία :

                                μέσα στο φως ασάλευτη φαντάζει τώρα ως τάφος.

       Στην τέταρτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ο ποιητής σταματάει να μιλάει για το ένδοξο ελληνικό παρελθόν και με μια αποστροφή στον λόγο του απευθύνεται στον ελληνολάτρη αυτοκράτορα και ολοκληρώνει το ποίημα του λέγοντας :

                               Δεν εσταυρώθηκε ο Θεός της Ναζαρέτ μονάχος,

                               Ιουλιανέ, αλλά μ ΄ αυτόν μαζί η πλατιά οικουμένη

                               στον ξύλινο του Γολγοθά   σταυρό είναι σταυρωμένη.

Αυτό που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι ότι ο ποιητής στους στίχους της τελευταίας στροφής φαίνεται να είναι βαθύς γνώστης της Καινής Διαθήκης, αν όχι και της Παλαιάς. Και αυτό γιατί οι στίχοι του Ουράνη ανακαλούν στη μνήμη ένα χωρίο της Προς Γαλάτας επιστολής, όπου ο Παύλος, με λίγο διαφορετική διατύπωση, μας λέει τα ίδια που λέει στους στίχους του ο Ουράνης : «εμοί δε μοι γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι ου εμοί ο κόσμος εσταύρωται».6 Το χωρίο σε μετάφραση Ι. Θ. Κλιτσάρα έχει ως εξής : «Μη γένοιτο δε ποτέ να καυχηθώ εγώ δια τίποτε άλλο, παρά δια τον σταυρικόν θάνατον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου έχει πλέον σταυρωθεί και νεκρωθεί ως προς εμέ ο κόσμος». Το ίδιο αυτό χωρίο ίσως θα πρέπει να είχε στη σκέψη του και ο Μπωντλαίρ όταν σε δυο στίχους του ποιήματος Le reniement de Saint Pierre ( Η απάρνηση του Αγίου Πέτρου ) λέει:

                               Et lorsque tu sentis s’ enfoncer les épines

                               Dans ton crāne où vivait L’ immense Humanité ;

                               (Κι όταν ένιωσες να μπήγονται τ΄ αγκάθια

                               Μέσα στο κρανίο σου όπου ζούσε η απέραντη Ανθρωπότητα∙ )

      Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θα΄θελα να τονίσω ακόμη μια φορά ότι η ποίηση του Κώστα Ουράνη μπορεί να μην είναι σκοτεινή, σε μερικά όμως ποιήματα πρέπει να διαθέτεις τον εγκυκλοπαιδικό εξοπλισμό του ποιητή. Διαφορετικά δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις όλα όσα λέγονται εκεί. Πέρασαν σχεδόν εκατό χρόνια από τότε που αυτό το ποίημα είδε το φως της δημοσιότητας στις Νοσταλγίες το 1920 και κρατούσε μέσα του όσα ειπώθηκαν σε αυτό το σημείωμα.

 

                                                            ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  • Κωστής Μπαστιάς : Φιλολογικοί περίπατοι: Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του του 20ου αιώνα, εκδ. Καστανιώτης, σ.58
  • Θεόδωρος Ξύδης : Το ιστορικό και μυθικό στοιχείο στον Ουράνη ( Περιοδικό Νέα Εστία, Αθήνα ,1953, τεύχος 632 ) σ. 154
  • «Excited by Shiller’s Gὃtter Griechenlands and partly founded on a well known tradition mentioned in a treatise of Plutarch ( De Oraculorum Defectu ), according to which at the hour of The Saviour’s agony, a cry of ‘’ Great Pan is dead ‘’ swept across the waves in the hearing of certain mariners, and the oracles ceased» Elizabeth Barret- Browning : Poetical  works, New York, Thomas Y Crowell and co. 1886, p.408
  • Gods of Hellas, gods of Hellas,
          Can ye listen in your silence?
           Can your mystic voices tell us
           Where ye hide? In floating islands,
           With a wind that evermore
            Keeps you out of sight of shore?
                                  Pan, Pan is dead. ( Browning, ό. π. )                                                                                                        
  • Πλούταρχος : ΗΘΙΚΑ : Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων ( 419, Β )
  • Παύλος : Προς Γαλάτας , ΣΤ , 14


 

                                 

 

 

            

 

              

 

                             

 

                      

      

 

                     

                      

 

                             

                         

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.