You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Λίγα λόγια για τον Μεταμοντερνισμό – με αφορμή το βιβλίο των DOUGLAS KELLNER-ZYGMUNT BAUMAN-DAVID ROBERTS: Μεταμοντερνισμός Μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος-Στέφανος Ροζάνης,  Εκδ. Ύψιλον, 2018.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Λίγα λόγια για τον Μεταμοντερνισμό – με αφορμή το βιβλίο των DOUGLAS KELLNER-ZYGMUNT BAUMAN-DAVID ROBERTS: Μεταμοντερνισμός Μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος-Στέφανος Ροζάνης,  Εκδ. Ύψιλον, 2018.

Εδώ και παραπάνω από πέντε δεκαετίες έχουν φουντώσει στο πεδίο της πολιτισμικής θεωρίας οι  συζητήσεις για τον «μεταμοντερνισμό» που εμφανίζεται ως η ακραία συνέπεια του «μοντερνισμού».  Αν και δεν υπάρχει, απ’ όσο γνωρίζω, σαφής ενιαία μεταμοντέρνα  κοινωνική  θεωρία, ωστόσο οι βασικές αντιλήψεις που συναποτελούν το μεταμοντέρνο έρχονται, νομίζω, σε αντίθεση  προς τη σοβαρότητα,  την καλοδουλεμένη έκφραση και την αισθητικά απαιτητική μοντερνιστική τέχνη. Ο μεταμοντερνισμός μάλιστα δείχνει, ακόμη παραπέρα, μια παιγνιώδη διάθεση και ανεμελιά, μιαν αποσπασματικότητα παίρνοντας μορφές και θέματα τόσο από τη «λαϊκή», όσο και την «υψηλή» κουλτούρα, θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να καταργήσει τα αισθητικά σύνορα και να εντάξει στο χώρο της τέχνης ευρύτερες εκφάνσεις της ζωής: εικόνες της τηλεόρασης, της διαφήμισης και εμπειρίες από τον καλπάζοντα καταναλωτικό καπιταλισμό.

Ο μεταμοντερνισμός θέλησε επίσης  ν’ αλλάξει σιγά-σιγά και την ηθική σοβαρότητα του μοντερνισμού αντικαθιστώντας τον με ειρωνεία, συρραφή, κυνισμό και κερδοσκοπία. Κι ενώ ο μοντερνισμός στην ώρα της μεγάλης του ανάπτυξης κατακτούσε την «υψηλή τέχνη», ο μεταμοντερνισμός πρόβαλλε μια χαμηλή λαϊκίστικη αισθητική που ανεχόταν ως τέχνη  κάθε μορφή έκφρασης, με κριτήριο του τύπου: «όλα παίζουν». Κι ενώ ακόμη ο μοντερνισμός παραδεχόταν την άρνηση, τη διαφωνία και επεδίωκε μιαν επανάσταση στη τέχνη και τη ζωή γενικότερα, ο μεταμοντερνισμός ζούσε σ’ ένα παράδεισο καμωμένο από πλήθος αισθητικών τρόπων που άκοπα δανειζόταν, και μάλιστα αποσπασματικά, από όλη την ιστορία της τέχνης.

Και στη φιλοσοφία επίσης υπήρξαν αντίστοιχα παραδείγματα. Στη δεκαετία του 1980 ο Γάλλος φιλόσοφος Derrida υποστήριξε ότι όλη η φιλοσοφική παράδοση, που είχε θεμελιωθεί πάνω στον Ντεκάρτ, Λοκ και τον Καντ είναι χρεοκοπημένη και πως μια μεταμοντέρνα φιλοσοφία έπρεπε να την αποδομήσει, χωρίς βέβαια να προτείνει και ανάλογη μέθοδο. Με τον όρο αποδόμηση χάραζε μόνο μια στρατηγική. Στο χώρο της φιλοσοφίας  προάγγελοι της μεταμοντέρνας κριτικής θεωρήθηκαν μεταξύ των άλλων ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ο Βιττγκενστάιν.

Ο μεταμοντερνισμός λοιπόν είναι το θέμα αυτού του βιβλίου των Εκδόσεων Ύψιλον, το οποίο περιέχει τρία δοκίμια των: Douglas Kellner (Αμερικανός φιλόσοφος): Ο Μεταμοντερνισμός ως κοινωνική θεωρία-Προκλήσεις και προβλήματα,  Zygmount Bauman (εβραϊκής καταγωγής καθηγητής κοινωνιολογίας): Υπάρχει μεταμοντέρνα κοινωνιολογία; και David Roberts (Αυστραλός φιλόσοφος): Πέραν της προόδου: Το Μουσείο και το Μοντάζ (Σκέψεις για τη μεταμοντέρνα τέχνη). Τα κείμενα αυτά προέρχονται από τον 5ο τόμο του Theory Culture and Society που είναι αφιερωμένος στον μεταμοντερνισμό.

Στο πρώτο από τα παραπάνω δοκίμια ο Κέλλνερ αρχίζει με μια μακρά επισκόπηση του φαινομένου, για να προχωρήσει στις γαλλικές εκφάνσεις του, στην επισκόπηση δηλαδή των απόψεων του Μπωντριγιάρ (Η μεταμοντέρνα μας κοινωνία παράγει προσομοιώσεις και ομοιώματα που με τη σειρά τους δημιουργούν νέες μορφές εμπειρίας και κοινωνικής κουλτούρας) και του Λυοτάρ (Στο βιβλίο του  μεταμοντέρνα κατάσταση επισημαίνει το τέλος των μεγάλων ελπίδων της νεωτερικότητας και σημειώνει τη μη δυνατότητα να καταλήξουν οι κοινωνικές θεωρίες σε επαναστατικές πολιτικές, όπως γινόταν στο παρελθόν). Καταλήγει αφενός σε μια κριτική της κριτικής που ασκεί ο Χάμπερμας στον μεταμοντερνισμό από τη σκοπιά της Σχολής της Φρανκφούρτης  (Υποστήριζε ότι οι διάφορες θεωρίες του μεταμοντερνισμού αποτελούν ένα είδος επιθέσεων στη νεωτερικότητα, ενάντια δηλαδή στον ορθό λόγο και τον Διαφωτισμό)  και αφετέρου σε μια θετικότερη αντιμετώπιση της  μαρξίζουσας  ερμηνείας του μεταμοντερνισμού από τον Φρέντρικ Τζαίημσον ως φαινόμενο της «πολιτιστικής λογικής του καπιταλισμού».

Στο δεύτερο δοκίμιο ο Μπάουμαν με το ερωτηματικό στον τίτλο: «Υπάρχει μεταμοντέρνα κοινωνιολογία;» πυροδοτεί μια σειρά από σκέψεις με τις οποίες προσπαθεί να προσδιορίσει ακριβέστερα τη «μετανεωτερικότητα» μέσα στο αχανές τοπίο των «μετα…», μέσα στο χώρο της  θεωρίας  που εξάγγελνε το διαρκώς αναβαλλόμενο «τέλος της ιστορίας». Κι ενώ προβληματίζεται αν η μετανεωτερικότητα αποτελεί μόνο ένα αναμάσημα, μιαν απλή επανάληψη της νεωτερικότητας, όπως πιστεύουν πολλοί έμπειροι κοινωνιολόγοι,  στη συνέχεια όμως καταλήγει στην αντίληψη ότι η έννοια της «μετανεωτερικότητας» «μπορεί να συλλάβει επαρκώς και να εκφράσει ευκρινώς έναν εντελώς διαφορετικού είδους νεωτερισμό από εκείνους τους οποίους στέγαζαν και θεωρητικοποιούσαν οι παλαιότερες φαινομενικά παρόμοιες έννοιες». Βασική δηλαδή αίσθηση που καλλιεργεί ο μεταμοντερνισμός είναι «η απώλεια κάποιου πράγματος  το οποίο δεν ξέραμε ότι κατείχαμε μέχρι τη στιγμή που μάθαμε πως το χάσαμε».  Μια τέτοια απώλεια, θεωρεί ο Μπάουμαν, είναι η «κρίση γοήτρου», το οποίο οι διανοούμενοι δικαιωματικά κατείχαν, αλλά που τώρα στη μεταμοντέρνα πραγματικότητα, έχουν απολέσει και θα χρειαστεί για την επανάκτησή του να ακολουθήσουν μια καινούργια πρακτική. Γι’ αυτό και η έννοια της  μετανεωτερικότητας αντλεί το νόημά της από την αντίθετή της έννοια, της νεωτερικότητας, χωρίς την οποία δεν θα είχε νόημα.

Στο τρίτο δοκίμιο ο συγγραφέας του David Roberts υπερασπίζεται τον μοντερνισμό, από μιαν απροσδόκητη  μεταμοντέρνα σκοπιά, χρησιμοποιώντας μια διαλεκτική σύζευξη του Μαρλώ και του Μπένγιαμιν. Θεωρεί δηλαδή ότι οι καινοτομίες εκ μέρους της πρωτοπορίας προκάλεσαν στη συνέχεια τους κριτικούς μετασχηματισμούς του «μεταμοντερνισμού» στο προοδευτικό πνεύμα του «μοντερνισμού». Η πίστη του άλλωστε ότι «η τέχνη του παρελθόντος γίνεται η μόνη διαθέσιμη διάσταση του χρόνου στην οποία μπορούμε να δραπετεύσουμε από τη φυλακή του παρόντος» τον φέρνει κοντά στις απόψεις άλλων διανοητών (Ώντεν, Γκάνταμερ) για το «συμπλησίασμα όλων των πραγμάτων με τη μείωση των μεταξύ τους αποστάσεων». Το ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο του «Μουσείου», το γενικό (δηλαδή) συμπλησίασμα των πιο μακρινών, εξαρτάται από την τεχνική αναπαραγωγή» (δηλαδή το «Μοντάζ»). Η αναπαραγωγή αυτή ως εργαλείο είναι πολύ αποτελεσματική καθώς διανοητικοποιεί την τέχνη και δημιουργεί ενιαία τεχνοτροπία στην ευρωπαϊκό χώρο.  Έτσι η τέχνη, όπως γράφει ο Ώντεν, είναι «το μόνο σχεδόν μέσο για να μοιραζόμαστε το ψωμί με τους νεκρούς».

Τα εν λόγω δοκίμια έχουν έναν πολύ πυκνό φιλοσοφικό στοχασμό, με καθαρά εννοιολογικό λόγο, πράγμα που με ανάγκασε να ακολουθήσω σ’ αυτό το κείμενο τον τρόπο τους. Άλλωστε και η κατανόησή τους μόνο με μιαν άσκηση στη χρήση αφηρημένων εννοιών μπορεί να πραγματοποιηθεί, έτσι ώστε στη συνέχεια να αναζητηθούν κείμενα της σχετικής με τον μεταμοντερνισμό βιβλιογραφίας, τα οποία θα χρησιμεύσουν ως καθοδηγητικά παραδείγματα της θεωρίας. Μπορεί ακόμη το γνωστικό υπόβαθρο που απαιτείται  για την πλήρη κατανόηση αυτής της θεωρίας  να μην είναι κατακτημένο από τον μέσο αναγνώστη, αλλά οι δύο άξιοι μεταφραστές (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης) διευκολύνουν με τον ουσιαστικά λιτό λόγο τους την προσπέλαση του νοήματος.

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.