Δεν ξέρω ποιος ήταν εκείνος που μπορούσε να συνοδέψει μια όλο και πιο όμορφη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ο Πικάσο. Και γιατί όχι; Ας πούμε πως θα μπορούσε να την οδηγήσει την Αλίκη ”ο άνθρωπος με το κλαρινέτο”, αλλά ποιος μας λέει ότι δεν θα την είχε σαγηνεύσει τόσο, την κακόμοιρη την Αλίκη, και αυτή δεν θα του είχε ξεφύγει μικραίνοντας τόσο πολύ, ώστε να χωθεί κάτω από μια στάλα έδαφος της τάξεως των πενήντα πόντων, μπορεί και εικοσιπέντε. Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι τι πιστεύω εγώ, αλλά τι πίστευε ο Μπρετόν, ο πάπας του σουρεαλισμού. Ο συγγραφέας των μανιφέστων, ο άνθρωπος που λάτρευε περισσότερο ο κύριος Πενθήμερος, αλλά και τον φοβόταν. Εδώ λοιπόν πρόκειται για τη γνώμη του κυρίου Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος κατάλαβε κάπως καθυστερημένα ή όχι πως εκείνος που αποτέλεσε μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης για το σουρεαλισμό δεν ήταν η αυθεντία που είχε επικαλεστεί αρχικά, ο Πικάσο, αλλά ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο. Αυτός ο τύπος που γεννήθηκε το 1888 στο Βόλο, που ο πατέρας του έφτιαχνε το σιδηρόδρομο στις Μηλιές του Πηλίου, και πέθανε το 1978, ενενήντα ολόκληρα χρόνια κάλυψε η ζωή του μοιρασμένα ανάμεσα σε δύο αιώνες και σε δύο ηπείρους. Ο μικρός Τζόρτζιο λοιπόν, μεγάλωσε στη σκιά του Πηλίου των Κενταύρων λίγα μόλις βήματα από την Ιωλκό των Αργοναυτών, επτά χρόνια αργότερα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Τα εφηβικά του χρόνια τα έζησε σ’ ένα αριστοκρατικό σπίτι στην Αθήνα. Στην Αθήνα του Σπύρου Λούη αλλά και της Ισιδώρας Ντάνκαν, ανάμεσα Ανατολής και Δύσης, σε μια Αθήνα που ήταν πρωτεύουσα μεν, αλλά επαρχιακή πρωτεύουσα. Δεν έμοιαζε διόλου με το Παρίσι ή τη Ρώμη της ίδιας εποχής. Αλλά σ’ αυτή την επαρχιακή πρωτεύουσα της Ευρώπης είχε συντελεστεί το θαύμα της Αρχαίας Ελλάδας που μαζί με τους ελληνιστικούς χρόνους και την Ρωμαϊκή παράδοση είχε ιδρύσει το πνεύμα της Ευρώπης.
Στο Πολυτεχνείο της Αθήνας διδάσκεται ζωγραφική από τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Ο Ντε Κίρικο αργότερα στην αυτοβιογραφία του Αναμνήσεις από τη ζωή μου, αναγνώρισε πως ήταν πολύ καλύτεροι οι Έλληνες δάσκαλοί του από τους Ιταλούς και Γάλλους ζωγράφους της εποχής τους και ας μην κατόρθωσαν να σπάσουν τα σύνορα της Ελλάδας και να γίνουν γνωστοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το 1913 ο Ντε Κίρικο επινοούσε το ύφος και την τεχνοτροπία της μεταφυσικής ζωγραφικής, το οποίο ακολούθησε ο Κάρλο Καρά, τέσσερα χρόνια αργότερα και ο Τζόρτζιο Μοράντι το 1918. Ο Ντε Κίρικο και ο Καρά βρέθηκαν μαζί σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Φεράρα το 1917 έχοντας καταλήξει εκεί μετά από τη συμμετοχής τους σε μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εικόνες τους μεταδίδουν μια έντονη αίσθηση μυστηρίου και παραισθήσεων, ονείρου και πραγματικότητας φανταστικές προοπτικές, φωτισμοί και σκιές μιας παράξενης εικονογραφίας, η οποία περιέχει κούκλες ραπτικής, αγάλματα με τη σκιά τους να πέφτει πάνω σε μια άδεια πλατεία, παράθεση ζωγραφισμένων αντικειμένων, απουσία ανθρώπινων μορφών, ανδρείκελα που θυμίζουν τις ξύλινες κούκλες χωρίς πρόσωπο με τις οποίες μαθαίνουν να ζωγραφίζουν οι υποψήφιοι σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών.
Όταν ο Τριστάν Τζαρά βάδιζε προς την έξοδο του Καμπαρέ Βολταίρ στη Ζυρίχη ολοκληρώνοντας την κατεδάφιση της παλιάς τέχνης και των παραδοσιακών μορφών της, ο Ντε Κίρικο είχε ήδη ζωγραφίσει πολλούς από τους ονειρικούς πίνακές του που επηρέασαν εξίσου με το Νταντά τις απαρχές της σουρεαλιστικής ζωγραφικής. Ο Κάρλο Αιμίλιο Γκάντα, σπουδαίος ιταλός λογοτέχνης εκδήλωσε το θαυμασμό του για τα έργα του Ντε Κίρικο, όπως και ο Μαγκρίτ και ο Ντυσάν, ο Κοκτώ και ο Αραγκόν. Ο τελευταίος μάλιστα όταν διάβασε τον Εβδόμερο, που έγραψε εκείνη την περίοδο ο Ντε Κίρικο, τον έπιασε από το μανίκι, τον τράβηξε σε μιαν άκρη και του είπε: Άκου να σου πω, είσαι σπουδαίος συγγραφέας. Ακούς; Σταμάτα να ζωγραφίζεις και συνέχισε να γράφεις. Ο Ντε Κίρικο τον κοίταξε με ένα μάλλον φλεγματικό βλέμμα, χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε και του γύρισε την πλάτη.
«Είναι περίεργο, επανελάμβανε στον εαυτό του ο Εβδόμερος, εμένα, η ιδέα πως κάτι διέφυγε την αντίληψή μου θα με εμπόδιζε να κοιμηθώ, ενώ οι άνθρωποι γενικά μπορούν να δουν, να ακούσουν ή να διαβάσουν πράγματα γι αυτούς τελείως σκοτεινά χωρίς να ταραχτούν».
Άρχισαν να ανεβαίνουν τη σκάλα, πλατιά και φτιαγμένη από βερνικωμένο ξύλο (…) Ο Εβδόμερος είχε την εντύπωση πως πήγαινε σε οδοντογιατρό ή σε αφροδισιολόγο (…) Προσπάθησε να ξεπεράσει την ταραχή με την σκέψη πως δεν ήταν μόνος, πως δυο φίλοι τον συνόδευαν, δυο αγόρια ρωμαλέα και αθλητικά με δυο πιστόλια αυτόματα με ανταλλακτικούς γεμιστήρες στη θήκη του παντελονιού τους (…) Ο Εβδόμερος σκέφτηκε αυτή τη στιγμή τα παιδικά του όνειρα καθώς ανέβαινε με αγωνία και μέσα σ’ ένα αβέβαιο φως πλατιές σκάλες που στη μέση τους ένα παχύ χαλί έπνιγε το θόρυβο των βημάτων του (…) Ύστερα η εμφάνιση της αρκούδας, της αρκούδας της τσαπατσούλας και της πεισματάρας που σας ακολουθεί στις σκάλες και διασχίζει τους διαδρόμους, με το κεφάλι κάτω (…) Ήταν ένα όνειρο που προέβλεπε τις στεναχώριες και προπάντων τις ασθένειες.
Ένα βράδυ ονειρεύτηκα- αφηγείται ο ίδιος– ότι βρισκόμουν στην Ελλάδα, στην εξοχή λίγο έξω απ’ την Αθήνα. Ονειρεύτηκα τα δέντρα και τους θάμνους που έβλεπα όταν ήμουν παιδί και εκεί που υποτίθεται ότι βρισκόμουν ήταν κάποιο από τα μέρη όπου είχα πάει παρέα μ’ ένα συνομήλικό μου παιδί για να ζωγραφίσω ένα τοπίο. Ονειρεύτηκα τα ελαιόδεντρα και τα πεύκα των παιδικών μου χρόνων και ανάμεσά τους ένα μικρό ροζ εκκλησάκι με μια μικρή αψίδα που προεξείχε και τη χαρακτηριστική πλαϊνή πόρτα. Ξάφνου είδα τη μητέρα μου να προχωρεί ανάμεσα στους ελαιώνες και να κατευθύνεται προς το εκκλησάκι. Ήθελα να πάω προς το μέρος της αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήθελα να της φωνάξω, να μ’ ακούσει, αλλά η φωνή μου με εγκατέλειπε. Αγωνιούσα τρομακτικά. Έβλεπα μια αδύναμη καμπουριασμένη γριά που δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της. Ήταν ακριβώς όπως την είχα δει τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί στο Παρίσι. Την είδα να περνά κάτω από την Αψίδα, να διαβαίνει την πόρτα της εκκλησιάς και να χάνεται. Ξύπνησα κλαίγοντας, σίγουρος ότι η μητέρα μου πέθανε ακριβώς τη στιγμή εκείνη. Όταν δέκα μέρες αργότερα έλαβα το γράμμα του αδελφού μου που μου ανακοίνωνε το θάνατό της συνδύασα την ημερομηνία που έφερε το γράμμα με την ημέρα που είχα δει το παράξενο όνειρο. Υπολόγισα τη διαφορά της ώρας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής – βρισκόμουν τότε στην Νέα Υόρκη – και συνειδητοποίησα τότε ότι το όνειρό μου δεν απείχε καθόλου από την πραγματικότητα.
Δεν ξέρω αν ο Ντε Κίρικο είχε διαβάσει Φρόυντ πριν ή μετά τον νευρικό κλονισμό που υπέστη το 1917, πάντως σταθεροποίησε τη μεταφυσική ζωγραφική και την εγκατέλειψε, αποκήρυξε τα πρώιμα έργα του και τάχθηκε εναντίον της μοντέρνας τέχνης. Εντέλει κατάντησε αντιγραφέας του εαυτού του. Και όλα αυτά γιατί έκανε ψυχανάλυση η οποία τον απελευθέρωσε απ’ το παιδικό του τραύμα και δεν μπόρεσε ξανά να ζωγραφίσει όπως ζωγράφιζε την εποχή που ξεκίνησε. Γιατί δεν είναι δυνατόν να ξεκινά κανείς ξανά και ξανά απ’ την αρχή.
Ο Μπρετόν γράφει στο Υπερρεαλισμός και Ζωγραφική: πως ζωγραφίζοντας ο Ντε Κίρικο δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να δείχνει μια υπερφυσική δύναμη, που μας εκπλήττει σήμερα που δεν θέλομε να τον ακολουθήσομε στα ασήμαντα συμπεράσματά του, που το λιγότερο που μπορούμε να πούμε γι αυτά είναι πως το πνεύμα απουσιάζει και ότι βασιλεύει ένας αδιάντροπος κυνισμός. Το «πιάτο με τη σούπα», φυσικά μαζί με άλλα πιάτα (η Ιταλία, ο φασισμός – ξέρουμε ένα πίνακά του αρκετά αχρείο ώστε να έχει τον τίτλο Ρωμαίος Λεγεωνάριος που κοιτάζει τις κατακτημένες χώρες – Η καλλιτεχνική φιλοδοξία που είναι η πιο φτηνή απ’ όλες, η ίδια η απληστία) έκανε να σκορπίσει γρήγορα η γοητεία.
Η πλήρης απουσία ηθικής στο άτομο αυτό ανέλαβε τα υπόλοιπα. Και ήθελε να διστάσομε να εκφέρομε την γνώμη μας για την στάση του, εν ονόματι δεν ξέρω ποιας συναισθηματικής αδυναμίας που θα μας έκανε να αναφέρομε στο πρόσωπό του ένα μέρος της συγκινήσεως που μας προξένησαν τα πρώτα του έργα! (…) Άσχημα έργα όπως τα δικά του ”Η επιστροφή του Ασώτου, οι γελοίες αντιγραφές του Ραφαήλου, και οι Τραγωδοί του Αισχύλου και τόσα πορτραίτα με πηγούνι που σβήνει και με κούφια λατινικά γνωμικά δεν μπορούν παρά να είναι δημιουργήματα ενός κακού πνεύματος.
Ηχογραφημένα όνειρα, ιχνογραφήματα σκιών, μεταμορφώσεις, παραμορφώσεις και αναζητήσεις και ύστερα μια βαρετή απόληξη σ’ ένα πεδίο όπου χάθηκαν οι πιο μέτριοι χρωστήρες όπου ο κοινός νους και η λογική δεν απουσιάζουν ενώ την πρώτη δημιουργική του περίοδο απουσίαζαν. Τότε ήταν που πλησίαζε την παιδικότητα. Τότε ήταν που πλησίαζε το όνειρο. Τότε πραγματοποιούσε ένα έργο πραγματικά ανεπανάληπτο που είχε ανασύρει από τα έσχατα βάθη της ύπαρξής του, εκεί ούτε κελάρυσμα ρυακιού, ούτε κελάηδημα πουλιού, ούτε θρόισμα φύλλου δεν ακούγεται, γράφει ο Μπρετόν.
Σήμερα δεν μένει παρά να θαυμάσουμε εμβληματικά έργα όπως το Ερωτικό τραγούδι του 1914 με την αρχαία προτομή, το κόκκινο γάντι και τη μπλε σφαίρα σ’ ένα μεταφυσικό φόντο καθώς και την Αγωνία της Αναχώρησης της ίδιας εποχής, καθώς και τον Εγκέφαλο του Παιδιού, Το όνειρο του ποιητή, την Κακή Διάθεση του Βασιλιά και άλλα.
Τα υπόλοιπα στη σιωπή, πράγμα που είναι προτιμότερο από την αποδόμηση και την κατακραυγή και την κατεδάφισή του που έγινε έτσι και αλλιώς όταν έπρεπε. Σήμερα είναι πολύ αργά γι αυτήν.
Βιβλιογραφία:
- Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, Εβδόμερος, μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, Ύψιλον / Βιβλία 1982.
2.Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, Αναμνήσεις από τη ζωή μου, μτφρ. Έμμη Λαμπίδου – Βαρουξάκη, Ύψιλον/ Βιβλία 1985.
3.Ανδρέας Μπρετόν, ”Υπερρεαλισμός και ζωγραφική”, μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, Ύψιλον /Βιβλία 1981.
- Πάτρικ Βάλτμπεργκ, ”Σουρρεαλισμός”, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Υποδομή 1982.
- Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό Τέχνης και Καλλιτεχνών, μτφρ. Ειρήνη Οράτη – Κατερίνα Φρουζάκη, Νεφέλη, 1997 – 98 (τα λήμματα Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και Μεταφυσική ζωγραφική).