Κάθε χρόνο, στις έξι και στις εννέα Αυγούστου, ξημερώνει μια τρομακτική επέτειος. Εκείνες τις δυο μέρες, το 1945, οι Ατομικές βόμβες Little Boy και Fat Man έπληξαν τις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατομμύρια άλλοι τραυματίστηκαν ή μολύνθηκαν από τη ραδιενεργό διασπορά. Οι επιζώντες της καταστροφής ονομάστηκαν «Χιμπακούσα», που σημαίνει, «αυτοί που επλήγησαν από την έκρηξη». Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν στιγμές ασύλληπτης φρίκης και πόνου. Ένιωσαν στα σώματά τους την πυρακτωμένη λάμψη της βόμβας και συντρίφτηκαν από το ωστικό κύμα μιας πελώριας έκρηξης που μεταμόρφωσε ακαριαία τις πόλεις τους σε σωρούς από φλεγόμενα αποκαΐδια. Είδαν άντρες γυναίκες και παιδιά ν’ αναφλέγονται σαν σπίρτα εν ριπή οφθαλμού και ν’ αφήνουν πίσω τους σκιές πάνω σε τοίχους και πεζοδρόμια. Άλλους, λιγότερο τυχερούς, ν’ απομένουν ζωντανοί, με το απανθρακωμένο δέρμα τους να κρέμεται σε λωρίδες από τα σώματά τους. Πολλοί απ’ αυτούς περπατούσαν για ώρες άσκοπα, σαν κολασμένα φαντάσματα ανάμεσα στα φλεγόμενα ερείπια, τεντώνοντας τα χέρια τους προς ένα μαύρο ουρανό, όχι για να ικετεύσουν τη λύτρωση από κάποια ανώτερη δύναμη αλλά γιατί έτσι πονούσαν λιγότερο γιατί το δέρμα είχε ξεκολλήσει απ’ τα δάχτυλα τους που είχαν μεταμορφωθεί σε πορφυρές φρικαλεότητες. Κάποιοι παραμορφώθηκαν φριχτά από σπασμένα τζάμια, τούβλα και ξύλα που εκτοξεύτηκαν σαν βλήματα όταν χτυπήθηκαν από την πυρηνική θύελλα. Η εικόνα του τεράστιου μανιταριού από πυρακτωμένη σκόνη και καπνού που απλώθηκε πάνω απ’ τις ζωές τους, θα τους συντροφεύει για πάντα. Όπως και ο δυσοίωνος ήχος της μαύρης βροχής που μισή ώρα μετά, άρχισε να πέφτει απ’ τον ουρανό. Ακόμα και εκείνοι που από θαύμα παρέμειναν αλώβητοι από τη λαίλαπα, αρρώστησαν, τα μαλλιά τους έπεσαν και τα σώματά τους γέμισαν με μελανιές καιν πελώριες πληγές, δηλητηριασμένα από τον καινούργιο εφιάλτη που είχε υλοποιήσει η διάνοια του ανθρώπου: Τη ραδιενεργό ακτινοβολία.
Κατάλαβαν πρώτοι εκείνοι ότι εκείνες τις δυο μέρες, ο κόσμος μας άλλαξε για πάντα. Η ανθρωπότητα, για πρώτη φορά, έχασε την αθανασία της, και μάλιστα από τα δικά της χέρια. Καθώς τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο και αποκρυσταλλώνονταν σε δεκαετίες, οι επιπτώσεις των ατομικών εκρήξεων γίνονταν όλο και πιο τρομερές και αναδύονταν η μια μετά την άλλη μπροστά στα μάτια μιας έντρομης επιστημονικής κοινότητας που διαπίστωνε όλο και πιο τελεσίδικα πως είχε απελευθερώσει δαιμονικές δυνάμεις που ήταν ασύλληπτα καταστροφικές: Εκτός από τα αρχικά τραύματα και τα εγκαύματα των ατομικών εκρήξεων, οι επιζώντες υπέφεραν από σωρεία προβλημάτων υγείας που τους καθήλωσαν σε νοσοκομεία για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η λευχαιμία και ο καρκίνος έγιναν μια μόνιμη απειλή καθώς η ακτινοβολία είχε καταστρέψει τα γονίδια των σωμάτων τους. Εβδομήντα χρόνια μετά, τα νοσοκομεία του Ερυθρού Σταυρού φροντίζουν ακόμα χιλιάδες Χιμπακούσα. Καθημερινά οι γιατροί διαπιστώνουν όλο και περισσότερες θανατηφόρες ασθένειες που συνδέονται με την ατομική βόμβα. Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα δεν είχε διαπιστωθεί σχέση ανάμεσα στην έκθεση σε ραδιενέργεια και σε ασθένειες που καταστρέφουν τα αιμοφόρα αγγεία. Ωστόσο, όσο οι επιζώντες μεγαλώνουν, πολλοί εξ αυτών εμφανίζουν καρδιακά επεισόδια και στηθάγχη. Σχετικές μελέτες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια σαφής σχέση ανάμεσα στην ποσότητα της έκθεσης σε ραδιενεργό ακτινοβολία και ασθενειών που σχετίζονται με τα αιμοφόρα αγγεία.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, ο κύριος Σουμιτέρου Τανιγκούτσι ήταν 16 ετών όταν η βόμβα έπληξε το Ναγκασάκι. Την ώρα της έκρηξης ήταν πάνω στο ποδήλατό του: «Με πέταξε στο έδαφος και αμέσως η πλάτη μου κάηκε», διηγούταν αργότερα. « Ένιωσα το έδαφος να σείεται και πίστεψα πως θα πεθάνω. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν, συνειδητοποίησα πως στο αριστερό μου χέρι το δέρμα, απ’ τον ώμο ως την άκρη των δακτύλων, κρεμόταν σαν κουρέλι. Δεν ένιωθα καθόλου πόνο. Έβαλα το χέρι μου στην πλάτη μου και είδα πως το πουκάμισό μου είχε φύγει. Κρατούσα κάτι μαύρο και γλιστερό. Το ποδήλατό μου είχε λιώσει σαν καραμέλα».
Τα προβλήματα των Χιμπακούσα δεν περιορίστηκαν στα τραύματα που άφησε στα σώματα και τις ψυχές τους η πυρηνική φωτιά. Επί πολλά χρόνια, η Ιαπωνική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη κοινωνία που προσπαθεί να επουλωθεί από ένα πρωτοφανές πλήγμα, προσπάθησε να θάψει τα φριχτά εκείνα γεγονότα στη λήθη. Εξαιτίας της λογοκρισίας που είχαν επιβάλλει αρχικά οι Αμερικανικές δυνάμεις και ύστερα η ίδια η Ιαπωνική κυβέρνηση, αποθαρρύνονταν συστηματικά από το να μιλήσουν για τα βιώματά τους. Επιπρόσθετα, έζησαν την κοινωνική προκατάληψη και τον κατατρεγμό. Ο όρος «Χιμπακούσα» απέκτησε μια πολύ αρνητική χροιά καθώς κανείς δεν ήθελε να πολύ πλησιάζει εκείνους τους ανθρώπους που ήταν φορείς της θανατηφόρας ακτινοβολίας. Πολλοί από εκείνους που ήταν νέοι σε ηλικία όταν έπεσαν οι βόμβες, δεν μπόρεσαν ποτέ να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια γιατί φοβόντουσαν μην γεννήσουν παιδιά παραμορφωμένα ή νεκρά. Εξάλλου κανείς δεν ήθελε να τους παντρευτεί, να κάνει παιδιά μαζί τους ή ακόμα και να τους προσλάβει στη δουλειά του γιατί ήταν αβέβαιο κατά πόσο θα παρέμεναν αρκετά υγιείς για να μπορούν να εργαστούν.
Έτσι λοιπόν οι Χιμπακούσα, αφού ένιωσαν, στο πετσί τους κυριολεκτικά, τη φρίκη που μπορεί να γεννήσει το ανθρώπινο μυαλό, βιώσαν την κοινωνική απόρριψη που γεννάει ο φόβος και η απέχθεια. Και πως επέλεξαν να απαντήσουν σε αυτή την αβυσσαλέα αδικία; Προτίμησαν την απομόνωση από τους «φυσιολογικούς» και πιο τυχερούς συνανθρώπους τους; Γύρισαν για πάντα τη πλάτη τους στο ηθικά εξαθλιωμένο ανθρώπινο γένος; Όσο απίστευτο και αν ακουστεί, η απάντηση είναι όχι. Επέλεξαν να απαντήσουν με την Αγάπη.
Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι από αυτούς, σχημάτισαν συλλόγους και οργανώσεις και άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, να δίνουν διαλέξεις και να αφηγούνται ξανά και ξανά τις ιστορίες τους δημοσίως, σε φοιτητές και δημοσιογράφους, σε ακαδημαϊκούς αλλά και σε απλούς ανθρώπους που από περιέργεια πολλές φορές, ήθελαν ν’ ακούσουν από πρώτο χέρι τι συνέβη εκείνα τα μοιραία πρωινά. Ξανά και ξανά ξεγύμνωσαν τις ψυχικές ουλές τους σε απρόσωπα πλήθη γιατί, συγκλονισμένοι από τον εφιάλτη που έζησαν, αποφάσισαν να προστατεύσουν όλους εμάς από την επανάληψη ενός παρόμοιου γεγονότος. Με σύνθημα τη φράση «Ποτέ Ξανά» μεταμόρφωσαν τις ζωές τους σε καμβάδες όπου εμείς οι πιο τυχεροί, μπορούμε να αντικρίσουμε μια φρίκη που χάρη και στις δικές τους προσπάθειες, δεν έχει καταστρέψει τις δικές μας ζωές. Στο youtube μπορείτε να δείτε αποσπάσματα των διαλέξεων που εξακολουθούν να δίνουν ακόμα και σήμερα, εκείνοι οι ελάχιστοι που παραμένουν ζωντανοί.
Αν παρατηρήσετε τα πρόσωπά τους, θα προσέξετε ότι εκπέμπουν ένα εσωτερικό φως. Τα χαρακτηριστικά τους είναι ευγενικά. Αν και γερασμένα, πληγωμένα πολλά από αυτά, είναι πανέμορφα. Και να σας πω γιατί; Γιατί αυτοί είναι οι σύγχρονοι Άγιοι, οι Μάρτυρες της αλλόκοτης εποχής μας που επέλεξαν να μετουσιώσουν τον τρόμο, τον πόνο, τη δυστυχία και τη φρίκη σε ανιδιοτέλεια και αγάπη προς όλους εμάς. Ακόμα και προς αυτούς που ενορχήστρωσαν το μαρτύριό τους.
Μέσα στα κουκούλια της αρρώστιας και της οδύνης, κάνουν κάτι πρωτοφανές: Μεταμορφώνουν το σκοτάδι σε φως.
23/07/2019
Πηγές: