Κατά τις εποχές που αναπτύσσονται οι προσωπικότητες, οι θεωρίες, οι «σχολές» και τα κινήματα που θ’ αφήσουν έντονη σφραγίδα σε διάφορα πεδία του πολιτισμού, ίσως και να μη γίνεται αντιληπτή η σπουδαιότητα των σχετικών γεγονότων, διεργασιών και φαινομένων από εκείνους που τα ζουν ή απλώς τα μαθαίνουν. Λείπει θα μού πείτε η παράμετρος του χρόνου και του βάθους του, η οποία προσδίδει αξία στα ανθρώπινα έργα –ή αφαιρεί. Όταν οι σημαντικές προσωπικότητες και οι δράσεις τους συμπίπτουν χρονικά με τα φοιτητικά μας χρόνια και, γενικά, με τη νεότητά μας, τότε παίρνουν άλλη διάσταση, όσο και εμείς μεγαλώνουμε, σαν να μεγαλώνουν μαζί μας. Τότε γίνονται μέρος της μυθολογίας μας, ίσως και της ταυτότητάς μας.
Τα διδάγματα των «Γάλλων δομιστών» ήταν το θεωρητικό πλαίσιο της διπλωματικής μου εργασίας στο μάθημα της Γλωσσολογίας. Οι Γάλλοι δομιστές, ο Εμίλ Μπενβενίστ (Émile Benveniste)[1], ο Ζεράρ Ζενέτ (Gérard Genette)[2], Ζυλιέν Γκρεμάς (Julien Greimas)[3] –ανέπτυξαν τις εφαρμογές τους στο πεδίο της Λογοτεχνίας. Ο δομισμός, ή «στρουκτουραλισμός», ως μέθοδος μελέτης, εμφανίστηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα, με τα διδάγματα του γαλλόφωνου Ελβετού Φερδινάδου ντε Σωσσύρ στη Γλωσσολογία, ενισχύθηκε από τη λεγόμενη «Σχολή της Πράγας» (Roman Jacobson, Nikolai Trubetskoy), στην Κοπεγχάγη και (Louis Hjelmslev) στη Ρωσία με εκπρόσωπο τον διάσημο για την «τράπουλά» του, Βλαδίμηρο Προπ (Vladimir Propp)[4]. Ο δομισμός αναπτύχθηκε και στον τομέα της Ανθρωπολογίας (Κλωντ Λεβί Στρως), της Ψυχανάλυσης (Ζακ Λακάν), της λογοτεχνικής κριτικής, της Οικονομίας και της Αρχιτεκτονικής.
Οι κύκλοι των μελετητών που αποκαλούνται «Σχολές», διεύρυναν και προήγαγαν, καθένας με τον τρόπο του, τις έννοιες που είχε εισαγάγει ο ντε Σωσσύρ. Για παράδειγμα: Με αφετηρία τη διαπίστωση ότι η σημασία είναι πανταχού παρούσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα, ο Greimas διατυπώνει το θεώρημα ότι ο ανθρώπινος κόσμος ορίζεται ως ο κόσμος της σημασίας· στο μέτρο που δεν σημαίνει, δεν είναι ανθρώπινος. Μετέφερε δηλαδή την εστία ενδιαφέροντος από τον κόσμο στον άνθρωπο ο οποίος παρατηρεί τον κόσμο και τον ζει, άρα τον σημασιοδοτεί. Συνεπώς, η έρευνα της σημασίας είναι το πεδίο όπου οι επιστήμες του ανθρώπου θα μπορούσαν να βρουν τον κοινό τους παρονομαστή. Στη βάση αυτής της αντίληψης καθιερώνει ένα νέο διεπιστημονικό πεδίο, τη Γενική Σημαντική (ή Σημασιολογία), που δεν ταυτίζεται με τη «σημασιολογία» της παραδοσιακής Γλωσσολογίας, αλλά συνιστά μια καθολική επιστημολογία των επιστημών του ανθρώπου. Αυτή η επιστημολογία έφερε τον Greimas στην πρωτοπορία της θεωρητικής επανάστασης της μεταπολεμικής περιόδου η οποία μεταμόρφωσε την περιοχή των ανθρωπιστικών επιστημών (Structural Semantics: «Δομική Σημασιολογία»).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι εκπρόσωποι του δομισμού άρχισαν να αντιμετωπίζουν τον δυναμικά ανερχόμενο κύκλο των Γάλλων διανοητών στους οποίους ανήκαν ο φιλόσοφος και Ιστορικός Μισέλ Φουκώ, ο φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά, ο μαρξιστής φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ και οι κριτικοί λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ και Τζβεντάν Τοντορόφ. Ο κύκλος αυτός, λειτουργούσε ως μία τάση που θα διαδεχόταν τον δομισμό, -κατηγορούσε μάλιστα τον δομισμό ότι ήταν πολύ αυστηρός και ανιστόρητος. Όντως σήμερα οι θεωρητικοί αυτοί θεωρούνται ότι λειτούργησαν σαν μετα-δομιστές, ένα στάδιο πριν από τον «αποδομισμό» του Ζακ Ντεριντά.
Το τέλος της δεκαετίας του 70 και η αρχή της δεκαετίας του 80 ήταν χρόνια μεγάλης νεανικής αναζήτησης και μελέτης. Στις φοιτητικές παρέες, σταθερά θέματα ζητήτησης ήταν οι εκδόσεις των βιβλίων του Ρολάν Μπάρτ, του Φουκώ, της Κρίστεβα: “Η επικράτεια των σημείων”, «Η απόλαυση του κειμένου», «Ο βαθμός μηδέν της γραφής», «Μυθολογίες», “Φωτεινός θάλαμος” (Μπαρτ), «Ιστορία της τρέλας», «Αρχαιολογία της γνώσης» (Φουκώ), “Desire in language» (Κρίστεβα). Έτσι ο μεταδομισμός, πέρασε στις επιδράσεις που μας μεγάλωσαν.
Ειδικότερα με την περίπτωση του Μπάρτ καταλαβαίναμε ότι επέφερε στους τομείς των ανθρωπιστικών σπουδών εντυπωσιακούς μετασχηματισμούς, ίσως λόγω της δύναμής του να ερμηνεύει γνώριμα φαινόμενα με απλό, καίριο και αιφνιδιαστικό τρόπο, με πρωτοτυπία και με μία ματιά που δεν χρωστούσε δάνεια σε καμία άλλη θεωρία. Ο ίδιος είχε μια περιέργεια και μια ανάλυση για το καθετί: σίγουρα, αν ζούσε, θα ανέλυε τις σύγχρονες εξαγγελίες κινημάτων, που αιχμαλωτίζονται σε ένα επιτηδευμένο στυλ Τότε τολμούσε, φορώντας τα καλοσιδερωμένα του πουκάμισα και τις επιβλητικές του καμπαρντίνες, να τα βάλει με τους χίπηδες, μιλώντας για ένα «καρικατουρίστικο αντίγραφο της οικονομικής αλλοτρίωσης που διακρίνεται αντίστροφα από μια θετική ανευθυνότητα». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα για ένα κίνημα από τη διολίσθηση προς αυτό που υποτίθεται ότι αρνείται, όπως είναι σήμερα το κίνημα των «χίπστερ», οι οποίοι ακυρώνονται από την ίδια τους την εκκεντρικότητα. Στα κείμενα του Ρολάν Μπαρτ για την ένδυση και τη μόδα, που περιλαμβάνονται στην συλλογή «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα» (εκδόσεις Πλέθρον, σε μετάφραση Βασίλη Πατσογιάννη), αναλύονται όλες οι υποτιθέμενες σημειολογικές αντιθέσεις στο σύστημα της μόδας, εντοπίζεται η βαθιά κανονικότητα και κανονιστικότητα που διέπουν τη μόδα και το ένδυμα ως γεγονότα πέρα από την πρακτική και καλλωπιστική τους λειτουργία, αναδεικνύεται η σταθερή δύναμη του γούστου σε αντίθεση με την ευκαιριακή ευτέλεια ενός πρόσκαιρου στυλ και, τέλος, αναλύεται σε βάθος το φαινόμενο του δανδισμού και των αυθεντικών επαναστατών της μόδας, όπως η Σανέλ. Ο Μπαρτ, αναζητώντας τον πλούτο των εννοιών ενος κειμένου στην αρχαιολογία του λόγου, των συμβόλων και των άλλων μη λεκτικών σημειακών συστημάτων, δεν δίστασε να σκοτώσει τον συγγραφέα ως ναρκισσευόμενο παντοκράτορα και να παρουσιάσει τα συστατικά μιας σκέψης σαν ένα παιχνίδι lego που δεν χρειάζεται πια έναν ακκιζόμενο ποιητή παρά έναν ψυχρό αποκρυπτογράφο.
Τη σημασία όλων αυτών των μεθοδολογικών αρχών στην ιστορική τους διάσταση δεν τη συνειδητοποίησα παρά μόνο στο τέλος της δεκαετίας του 1990, κατά την εφαρμογή τους στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για τη διδασκαλία του μαθήματος της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας. Αλλά ποτέ δεν θα φανταζόμουν πώς αυτές οι μεθοδολογικές αρχές και όλες αυτές οι προσωπικότητες θα μπορούσαν να συναφανθούν σε ένα μυθιστόρημα με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, ένα από τα οποία είναι αστυνομικό μυστήριο.
Με την ανάγνωση του βιβλίου του Λοράν Μπινέ «Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας» είναι σαν να μπήκα στην μηχανή του χρόνου για να βρεθώ στο Παρίσι του 1980. 25 Φεβρουαρίου μέχρι 25 Μαρτίου. Σαν να με πήρε ο συγγραφέας από το χέρι, εμένα που μου άρεσαν τόσο πολύ όλοι αυτοί οι άνθρωποι, και να με πήγε να παρακολουθήσω μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, τα πάρτι των διανοουμένων που ανέφερα μαζί με άλλες προσωπικότητες της εποχής, των Γραμμάτων και της πολιτικής, τον Σαρτρ, τον Ντ Εσταίν, δίπλα στον Ζακ Μπαγιάρ, έναν αστυνομικό που προσπαθεί να βρει τον ηθικό αυτουργό του θανάτου του Ρολάν Μπαρτ (ας σημειώσω ότι δεν γνώριζα τις συνθήκες του θανάτου του).
Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα με τις πραγματικές ιδιότητες και δραστηριότητές τους. Όντως ο Μπάρτ χτυπήθηκε από φορτηγάκι καθαριστηρίου, ενώ είχε δειπνήσει με τον Φρανσουά Μιττεράν, ο οποίος όντως ήταν τότε υποψήφιος για τη Γαλλική προεδρεία. Ο Ζακ Μπαγιάρ είναι υπαρκτό πρόσωπο; Μάλλον όχι, αλλά παρά λίγο να το πιστέψω, εν μέσω τόσων πραγματικών προσώπων. Παρά λίγο επίσης να πιστέψω ότι ένας Ρολάν Μπαρτ δεν μπορεί να σκοτώνεται από ένα απλό και τυχαίο ατύχημα. Πολύ θα μου ταίριαζε αν πέθαινε επειδή είχε στην τσέπη του ένα χαρτί σχετικά με μία νεοανακαλυφθείσα, επαναστατική και άκρως επικίνδυνη λειτουργία της γλώσσας. Ο Σιμόν Χέρτσοκ, τον οποίο επιστρατεύει ο αστυνομικός για να τον βοηθήσει να προσεγγίσει, να παρακολουθήσει και να του «μεταφράσει» τον κύκλο των Γάλλων διανοουμένων είναι υπαρκτό πρόσωπο; Ποιος μπορεί όμως να σκότωσε τον Μπάρτ, παρόλο που πολλοί όντως τον αντιπαθούσαν, όπως ομολογεί ο αντι-στάρ Μισέλ Φουκώ.
Από την άλλη πλευρά, ως προς τα γνωστά πρόσωπα, που έχουμε ψάξει να βρούμε τα βιβλία τους, τα έχουμε υπογραμμίσει και συζητήσει, έχουν επηρεάσει τη σκέψη μας, τα γραπτά μας την εργασία μας, πώς μπορούμε να φανταστούμε ότι «Η Κρίστεβα και ο Σολέρ ήταν σατανικό δίδυμο η αβάν γκαρντ του προλεταριάτου» που ήθελαν «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», δηλαδή «και τις τιμές και τον αντικομφορμισμό» (σελ. 167), -ή μάλλον ο συγγραφέας υπαινίσσεται ότι κάπως έτσι συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις καρριεριστών διανοουμένων με επιφάνεια αντικομφορμιστική; Μπορούμε να φανταστούμε ότι η Κρίστεβα έπαιξε όντως αυτόν τον πολιτικό ρόλο (προσφάτως δημοσιεύθηκε ότι ήταν πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Βουλγαρίας), ότι «ανέλαβε το παρασκήνιο του Πανεπιστημιακού χώρου και τη χειραγήγηση των μανδαρίνων» καθώς και τις «γραφειοκρατικές πλευρές της αναρρίχησής τους»; Ο Σολέρ υπήρξε όντως «οιστριονικός δανδής», «παθολογικά καυχησιολόγος» («το δηλητηριώδες ύφος και η αντικομφορμιστική κουλτούρα» είναι εύλογα).
Μπορούμε να φανταστούμε τον Λακάν να «σηκώνει το χέρι και να βγάζει μια αδύναμη κραυγή πουλιού» χωρίς να παίρνει τον λόγο; (σελ. 168). Δεν μπερδεύομαι πάντως με την αναφορά στην Ελέν, σύζυγο του Αλτουσέρ, (την οποία ο Αλτουσέρ έπνιξε σε κατάσταση παθολογικής παραφροσύνης και γι αυτό απηλλάγη της ανθρωποκτονίας στο δικαστήριο). Η Ελέν περιγράφεται να έχει «άγνοια κινδύνου που διακρίνει τις μικρόσωμες αγριόγατες» (σελ. 168), ενώ στην προηγούμενη σελίδα (167) «παρακολουθεί τους υπόλοιπους καλεσμένους σαν γέρικος φοβισμένος γάτος».
Το καταπληκτικό είναι ότι ο Μπαγιάρ, ο οποίος στην αρχή αναρωτιέται «τι είναι τούτο» όταν ακούει τη φράση «κανονιστική φόρμα» και βρίσκει τους Πανεπιστημιακούς δασκάλους ρυπαρούς αριστερούς φαφλατάδες που παίρνουν τσάμπα τον μισθό, περίπου στη μέση της έρευνάς του (και του βιβλίου, σελ. 196) «σιγά σιγά να σκέφτεται στρουκτουραλιστικά» και να αναρωτιέται αν η μεταβλητή «Βουλγαρία» είναι λειτουργικό και επαρκές κριτήριο για να υποψιαστεί οποιονδήποτε!
Το βιβλίο είναι τόσο δεξιοτεχνικά γραμμένο, ώστε πολύ θα ήθελα να μάθω πώς το έγραψε ο Μπινέ, δηλαδή με ποιον σχεδιασμό και ποια πρακτική μέθοδο -με δελτία ίσως; Μία άλλη απορία είναι πώς βλέπουν το βιβλίο πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό και είναι εν ζωή, όπως η Κρίστεβα. Πάντως, όπως και να είναι γραμμένο, είναι η χαρά (και η … εκδίκηση!) του φιλολόγου που κάτι ξέρει και από δομική Γλωσσολογία –και γενικά στρουκτουραλισμό-, αφού κατά την ανάγνωση μεταφέρεται σε ένα σύμπαν όπου οι ευχές είναι του τύπου: «Είθε οι θεοί των αντιθετικών σχημάτων να είναι μαζί μας» η οποία ακούγεται στο ελκυστικό και συγχρόνως εφιαλτικό «Λόγος Κλάμπ» (σελ 196).
Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας αριθμείται με τον μαγικό αριθμό επτά, επειδή παραπέμπει στη λειτουργία που κανένα θεωρητικό σχήμα δεν μπορεί να αποτυπώσει: στην επενέργεια της γλώσσας, η οποία γίνεται αισθητή κατά τη συγκυρία της επικοινωνιακής περίστασης, με τις τόσο σύνθετες προϋποθέσεις των πομπών και των δεκτών. Η λειτουργία αυτή είναι πανίσχυρη: μπορεί να αλλάξει ζωές, να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους ή το αντίθετο, να ασκήσει εξουσία, μαζί με όλα της τα συνοδά φαινόμενα. «Τσακίζει κόκκαλα», αλλά και κυριολεκτικά –όχι παίζουμε! Ποιος να τη συστηματοποιήσει σε μοντέλο; Απλώς η γλώσσα είναι μαγική.
Ωστόσο η γλώσσα δεν τα λέει όλα. «Μιλάει» και το σώμα, μιλούν τα αντικείμενα, η Ιστορία, η ατομική και η συλλογική τύχη, η ζωή και ο θάνατος μας μιλούν συνεχώς με άπειρους τρόπους. Ο άνθρωπος είναι μία ερμηνευτική μηχανή και με λίγη φαντασία βλέπει παντού «σημαίνοντα»: στο χρώμα του παλτού της γυναίκας του, στη ρίγα στην πόρτα του αυτοκινήτου του, στις διατροφικές συνήθειες των γειτόνων του, στα μηνιαία επίπεδα ανεργίας στη χώρα του, στη γεύση του κρασιού του.
Εφαρμόζοντας μία μεταμοντέρνα τεχνική, ο Μπινέ, «βγάζει» τον Χέρτσοκ από τον ρόλο του βασικού αφηγητή, τον στρέφει προς τον αναγνώστη επισημαίνοντάς τους ότι το τέλος της ιστορίας θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Ο Χέρτσοκ θέτει ερωτήματα και για την ίδια του την ύπαρξη, ακόμη και για την παγίδευσή του στην ιστορία. Σε ποια κατηγορία ανήκει το βιβλίο; Παραδίδω την ερώτηση στους κριτικούς λογοτεχνίας, θυμίζοντας τους την αναλόγως δύσκολη να κατηγοριοποιηθεί περίπτωση του βιβλίου «Το όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο. Το βιβλίο του Μπινέ όμως είναι νομίζω περισσότερο ακαδημαϊκό και έχει περισσότερο χιούμορ. Κάθε φορά που θα το σκέφτομαι θα έχω το χαμόγελο που δεν με εγκατέλειψε σε καμία σελίδα του…
Στη χαρίεσσα ανάγνωση συνέβαλε η δεξιοτεχνική μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου -για τις «λύσεις» που έδωσε η μετάφραση αυτή θα χρειαζόταν ξεχωριστό άρθρο.
[1] Benveniste Émile 1973. Problems of General Linguistics (μετάφραση: Mary Elizabeth Meek). University of Miami Press.
[2] Genette Gérard 1979. Introduction à l’architexte. Paris: Seuil
[3] Greimas Julien 1970. On Meaning (μετάφραση: Frank Collins &Paul Perron). Minneapolis: University of Minnesota Press [1987].
[4] Ο Προππ ήταν Ρώσος λαογράφος η οποίος μελέτησε κυρίως ρωσικά παραμύθια και κατηγοριοποίησε τα βασικά συστατικά της αφήγησης σε αυτά, π.χ. «αρχική κατάσταση», «ανατροπή της αρχικής κατάστασης», «ήρωας», «βοηθός του ήρωα», «αντίπαλος του ήρωα». Αυτά τα δομικά συστατικά μπορούν να δώσουν άπειρες ιστορίες με ορισμένη ή ανακατεμένη σειρά, όπως τα φύλλα μιας τράπουλας (Προππ Βλαντιμίρ 2009. Μορφολογία του Παραμυθιού. Αθήνα: Καρδαμίτσα).
Ο Laurent Binet γεννήθηκε στο Παρίσι το 1972. Γιος ιστορικού, σπούδασε λογοτεχνία στη Σορβόννη. Διδάσκει γαλλικά στο Πανεπιστήμιο του Σεν-Ντενί. Το 2010 ο Laurent Binet τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το HHhH. Έχει δημοσιεύσει επίσης το δημοσιογραφικό χρονικό Rien ne se passe comme prévu.