Στο προηγούμενό μου κείμενο ο παρασυρμός της επικαιρότητας, λόγω έναρξης του καλοκαιριού, με παραστράτησε και έγραψα για το Αρχαίο Δράμα σε υπαίθρια θέατρα.
Τι γίνεται όμως όταν αποτολμούμε να μικρύνουμε το μέγεθος και να μεταφερθούμε από έξω, μέσα;
Η αρχή της αλλαγής έγινε πριν από αιώνες με τα κλειστά αντίγραφα των αρχαίων θεάτρων.
Έπειτα, μετά την Αναγέννηση, η Όπερα χρησιμοποίησε μεγάλα θέατρα και κατάφερε να λειτουργήσει πειστικά.
Ώσπου φτάσαμε στον εικοστό αιώνα με παραστάσεις Αρχαίου Δράματος σε κλειστά θέατρα, επηρρεασμένες έντονα από την Όπερα και τις φιλολογικές προσεγγίσεις του αρχαιοελληνικού θεάτρου. Συνήθως σε πολύ μεγάλα θέατρα.
Η ανάπτυξη των μικρών θεάτρων, που συμβαίνει στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, έφερε το Αρχαίο Δράμα στο ρεπερτόριο των μικρών θεάτρων.
Εδώ, το αρχαίο μέγεθος είναι αδύνατον να προσαρμοστεί. Επομένως απομακρυνόμαστε από τις θεωρίες τού πώς ήταν το Αρχαίο Δράμα στην εποχή του και το αντιμετωπίζουμε με όρους του σύγχρονου θεάτρου.
Όπου μοιραία προκύπτουν διάφορα προβλήματα.
Πρώτον και κύριον, τι κάνουμε με τον χορό, που δεν χωράει. Κάνουμε τους δεκαπέντε τρεις-τέσσερις, αλλά έτσι δυσκολεύεται η έννοια της αντιπροσώπευσης ενός πλήθους, που είναι ο κατεξοχήν ρόλος του χορού.
Δεύτερον, πώς φτιάχνουμε σε ένα μικρό θέατρο μια σκηνογραφία, που να πείθει ότι βρισκόμαστε σε μια πλατεία, μπροστά σ’ ένα βασιλικό μέγαρο.
Τρίτον, πώς μπορεί να υποστηριχτεί υποκριτικά το μέγεθος των χαρακτήρων του έργου, θεοί και τύραννοι και άγγελοι εξ ουρανού, με τόνους ομιλίας θεάτρου δωματίου.
Τέταρτον, πώς μπορούμε να επινοήσουμε μια τελετουργία, αντίστοιχη μ’ αυτήν που έχει ενσωματωμένη το κείμενο -στα χορικά κατά κανόνα-, όταν δεν είναι εύκολο να φέρουμε έναν οποιοδήποτε βωμό εντός ενός δωματίου, που είναι η σκηνή.
Αν αυτά τα προβλήματα δεν λυθούν, η σκηνοθεσία των έργων αυτών είναι προβληματική και συνήθως προτείνει λύσεις που επεμβαίνουν στη δραματουργία, δηλαδή αντιστοιχούν με το ξαναγράψιμο του κειμένου από τον σκηνοθέτη, που -σαν συγγραφέας- είναι συνήθως ανεπαρκής για μια τέτοια δραστική δραματουργική αναθεώρηση.
Ο Καμύ και ο Σαρτρ είχαν κατανοήσει αυτά τα προβλήματα, κατέληξαν ότι δεν μπορούν να λυθούν, και τόλμησαν να ξαναγράψουν άλλα κείμενα με τα θέματα των αρχαίων.
Η βασική ιδέα του εκσυγχρονισμού και η σύγχρονη μόδα της δήθεν αποδόμησης (η αποδόμηση του Σοφοκλή, σαν ανέκδοτο ακούγεται) οδηγεί σε αυθαιρεσίες-ανοησίες παντός είδους.
Ας πούμε, παίζεται η Μήδεια σαν κόρη της κυρίας Κατίνας και όχι σαν εγγονή του Ήλιου.
Ο Ορέστης σαν φοιτητής της γκαρσονιέρας στο ισόγειο, ο Αγαμέμνων σαν Πρόεδρος της Λαχαναγοράς, η Ιφιγένεια σαν Αλίκη Βουγουκλάκη, ο Μενέλαος σαν Γιώργος Μούτσιος κλπ.
Στο Χορό δε, συμβαίνουν τα μύρια όσα. Αλλαγή φύλου, αλλαγή ήθους, καταργήσεις χορικών που θεωρούνται άσχετα με το «στόρυ», εκφορά λόγου όλοι-μαζί-εν-χορώ (για να νομίζουμε ότι πρόκειται περί αρχαίου δράματος), κινησιολογίες του στυλ «πέφτω και σηκώνομαι» ή «χτυπιέμαι για να δώσω έμφαση» και άλλα παρόμοια.
Βλέπουμε λοιπόν προσαρμογές του αρχαίου θεάτρου σε μορφές του σύγχρονου, που καμία σχέση δεν έχουν με το περιεχόμενο στο αρχαίο κείμενο νόημα.
Σημεία και Τέρατα. Τέτοια.
Δηλαδή, τα έργα ανεβαίνουν σαν να τα είχε γράψει ο Τσέχωφ, ο Ίψεν, ο Μπέκετ (στην καλύτερη περίπτωση) ή ακόμη σαν ένα μπουλβάρ διασκευασμένου αστυνομικού της Αγκάθα Κρίστι.
Το Αρχαίο Δράμα, το κείμενο εννοώ, είναι ένα θέατρο υψηλών απαιτήσεων από όλους τους συντελεστές της παράστασής του.
Πρώτον, θέλει πολύμορφη και σε βάθος μελέτη. Δεν προσεγγίζεται με το ένστικτο, ιδιαίτερα των σύγχρονων ανθρώπων, που φιλοσοφικά, ιδεολογικά και λειτουργικά είναι πολύ μακριά από τις νόρμες του.
Δεύτερον, απαιτεί ένα ομοιόμορφο και συμπαγές σύνολο συντελεστών. Κυρίως ηθοποιών.
Ενώ, στη περίπτωση των παραστάσεων σε εξωτερικούς χώρους, είναι εμφανής η καταλληλότητα ή μη των ηθοποιών (η χρήση μικροφώνων δεν βοηθάει, πιστέψτε με), στο Αρχαίο Δράμα εσωτερικού χώρου οι τεχνικές απαιτήσεις είναι μεν μειωμένες, αλλά παραμένει σε υπερανθρώπινα επίπεδα η ανάγκη της εσωτερικής υποστήριξης των υπερφυσικών δεδομένων. Χαρακτήρων και Συναισθημάτων.
Οι ρόλοι στα έργα αυτά δεν υπάρχουν, ως μέγεθος, στη σύγχρονή μας πραγματικότητα. Ίσως υπάρχουν ακόμη αντιστοιχίες σε πρωτόγονες ή υποανάπτυκτες κοινωνίες, αλλά στον σύγχρονο δυτικό κόσμο ούτε κατά διάνοια. Ακόμη κι αν εντοπίσουμε τέτοια μοντέλα, ο δυτικός άνθρωπος είναι πολύ δύσκολο να τα κατανοήσει και αδύνατον να τα υποστηρίξει. Ίσως μόνο με απόλυτη προσήλωση και πολυετή, μετά μανίας, άσκηση. Πράγμα που, για το νεοελληνικό θεατρικό τοπίο, είναι απολύτως ανεφάρμοστο και αδιανόητο. Έχουμε ένα μοναδικό παράδειγμα τέτοιου ηθοποιού, Άρης Ρέτσος, αλλά ουδείς φαίνεται πρόθυμος να τον ακολουθήσει.
Το θέατρο αυτό μπορεί να υπηρετηθεί μόνο από ηθοποιούς ταγμένους και απολύτως αφοσιωμένους σ’ αυτό τον σκοπό. Δεν μπορείς να παίζεις σε καθημερινό σήριαλ στην τηλεόραση και να θέλεις να παίξεις ικανοποιητικά και σε αυτό το είδος.
Θα μου πείτε, «Μα έτσι συμβαίνει σε όλο το θέατρο».
Το κάθε περιεχόμενο απαιτεί την κατάλληλη φόρμα, που θα το υποστηρίξει, θα το αναδείξει και θα το μεταφέρει στο κοινό. Ακριβώς!
Η φόρμα θα πρέπει να αντέχει να περιβάλει και να αναδείξει το περιεχόμενο.
Το πρόβλημα επομένως δεν είναι μόνο στο Αρχαίο Δράμα εσωτερικού χώρου, αλλά στο ελληνικό θέατρο εν γένει, που κατά κανόνα μιμείται αντί να δημιουργεί, είναι εμπόρευμα κι όχι πνευματικό αγαθό. Με τους πραγματικούς καλλιτέχνες να αγωνίζονται στο περιθώριο της πιάτσας και τα μέσα πληροφόρησης να προβάλλουν αυτό που θέλουν να πουλήσουν ή αυτό που μπορεί να τους πληρώσει.
Όμως, δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικοκοινωνικό τοπίο, όπου οι πνευματικες αξίες δεν έχουν οικονομικό ενδιαφέρον, οι ελπίδες είναι ελάχιστες. Το πνεύμα ταλαιπωρείται από την χρηματιστηριακή ύλη, υποφέρει αγωνιζόμενο μάταια, ενώ το μη πνεύμα υπηρετεί δουλικά τη μόδα και αυτό που μας λένε ότι αρέσει στο κόσμο. Ο κόσμος όμως μαθαίνει αν τολμούσαμε να ρισκάρουμε την ψεύτικη βόλεψή μας. Η Ιστορία το έχει αποδείξει, με τα κατά καιρούς μεγάλα πνευματικά κινήματα και τους ξεχωριστούς καλλιτέχνες!
Η επιστροφή στο Αρχαίο Δράμα, με τον τρόπο που γίνεται, είναι καταδικασμένη να μοιάζει με άλλο ένα θέαμα της θεατρικής αγοράς, αφού τη σύγχρονη κοινωνία ουδόλως απασχολούν τα μεγάλα ερωτήματα που επεξεργάζεται ο αρχαίος ποιητής και απασχόλησαν τους κορυφαίους διανοητές.
Μήπως θα έπρεπε κάποτε να αναρωτηθούμε ποιος ήταν ο λόγος που η ανθρωπότητα διέσωσε αυτά τα λογοτεχνικά αριστουργήματα; Η απάντηση είναι αυτονόητη, αλλά η κρατούσα κατάσταση είναι ότι ο λόγος που υπαρχουν αυτά τα έργα είναι για να κάνει το κομμάτι του ο κάθε ημιμαθής και επηρμένος σκηνοθέτης που νομίζει ότι μπορεί να βελτιώσει το κείμενο του Αισχύλου ή να δώσει άλλες διαστάσεις στον Ευριπίδη.
Αν δεν βρεθούν σύγχρονες αντιστοιχίες για τη φόρμα, αλλά και το περιεχόμενο, είναι προτιμότερο να μην παρουσιάζονται «εκσυγχρονισμένα» αυτά τα έργα από σκηνής.
Ας αναλάβουν οι συγγραφείς να γράψουν, εμπνεόμενοι από τους αρχαίους, σύγχρονα έργα, για να παίζονται στα μικρά θέατρα. Το έκανε ο Άρθουρ Μίλλερ, με μεγάλη επιτυχία, στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Και μάλιστα κατάφερε να τον γράψει η θεατρική Ιστορία, ξεχωριστά από τους αρχαίους που τον ενέπνευσαν.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, μεγάλου πνευματικού ύψους…