ANGLAIS MORT À FLORENCE
Κάθε άνοιξη όλο και κάτι λιγότερο γυρνούσε πίσω σ ́ αυτόν.
Η μουσική άρχισε να μην επαρκεί. Ο Μπραμς, μολονότι
Γνωστός του, ένας σκοτεινός άγνωστος εν τέλει, συχνά βάδιζε χώρια.
Το πνεύμα του αβέβαιο πια για τις απολαύσεις
Παρέμενε βέβαιο για την αβεβαιότητά του – όπου
Εκείνος ο σκοτεινός σύντροφος τον εγκατέλειψε απαρηγόρητο
Χάρις σε μιαν ανάμνηση που ξαναρχόταν.
Μόλις τον περασμένο χειμώνα είπε πως το γυμνό φεγγάρι
Δεν ήταν πλέον το φεγγάρι που συνήθιζε να βλέπει, να νοιώθει
(Στις ωχρές ανταποκρίσεις φεγγαριού και διάθεσης
Όταν ήταν νέος), γυμνό και απόμακρο
Λάμποντας πιο αδύναμα κι από έναν ισχνότερο ουρανό.
Η χλωμάδα του από ρόδινη πήρε το χρώμα των πτωμάτων.
Στράφηκε στη λογική, τη θέλησή του γύμνασε,
Στον Μπραμς εγκαίρως δόθηκε, ως να ήταν του λόγου
Η παραλλαγή. Ήταν εκείνη η μουσική κι ο εαυτός του.
Αποτελούσαν μέρη μιας τάξης, μια μοναδική μεγαλοπρέπεια:
Θυμήθηκε όμως τον καιρό, τότε που τον βαστούσαν τα πόδια του.
Στεκόταν επιτέλους όρθιος με τη βοήθεια του Θεού και της αστυνομίας ·
Θυμήθηκε όμως τον καιρό, τότε που τον βαστούσαν τα πόδια του.
Αφέθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτή τη μοναδική μεγαλοπρέπεια:
Θυμήθηκε όμως τον καιρό, τότε που τον βαστούσαν τα πόδια του,
Όταν η αίσθηση της ύπαρξης και η χαρά του να υπάρχεις φαίνονταν ένα
Και το αυτό, προτού βαθύνουν τα χρώματα και μικρύνουν τόσο.
ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
Η νύχτα αγνοεί τα τραγούδια της
Είναι αυτή που είναι, όπως εγώ είμαι αυτός που είμαι:
Και παρατηρώντας αυτό, βλέπω τον εαυτό μου
Κι εσένα. Μόνο εμείς οι δύο μπορούμε ν’ ανταλλάξουμε
Τον εαυτό μας, δώρο ο ένας στον άλλο.
Μόνο εσύ κι εγώ είμαστε ένα, όχι εσύ κι η νύχτα,
Ούτε η νύχτα κι εγώ, αλλά εσύ κι εγώ, μόνοι,
Τόσο μόνοι, τόσο βαθιά μαζί,
Τόσο μακριά από κάθε τυχαία μοναξιά,
Όπου η νύχτα αποτελεί το μοναδικό υπόβαθρο του εαυτού μας,
Υπέρτατα πιστός ο καθένας στον ατομικό του εαυτό,
Στις ανταύγειες που ρίχνει ο ένας στον άλλο.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
Ο νους είναι το μεγάλο ποίημα του χειμώνα, ο άνθρωπος,
Ο οποίος, για να βρει αυτό που θα τον ικανοποιήσει,
Ισοπεδώνει ρομαντικές κατοικίες
Από ρόδα και πάγους
Στη χώρα του πολέμου. Πέρα κι απ ́ τον άνθρωπο,
Είναι ένας άνθρωπος με τη φρενίτιδα μιας γενεάς ανθρώπων,
Ένα φως στο κέντρο πολλών φώτων,
Ένας άνθρωπος στο κέντρο των ανθρώπων.
Πρέπει να ικανοποιεί τη λογική του πολέμου.
Πρέπει να πείθει ότι ο πόλεμος συνέχεται από την ουσία της,
Ένας συλλογισμός, μια μέθοδος
Καταστροφής, όπως ο νους καταστρέφει,
Μια αποστροφή, καθώς ο κόσμος αποστρέφεται
Μιαν απάτη παλιά, έναν παλιό δεσμό με τον ήλιο,
Μια παρεκτροπή ασύλληπτη με το φεγγάρι,
Μια ποταπότητα ειρήνης.
Όχι, ούτε η πένα ούτε η σελίδα είναι το χιόνι.
Το ποίημα μαστιγώνει πιο μανιασμένα κι απ ́ τον άνεμο.
Ο νους, για να βρει αυτό που θα τον ικανοποιήσει, ισοπεδώνει
Ρομαντικές κατοικίες από ρόδα και πάγους.
ΕΙΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ
Ι
Α. Μια τάξη βίας σημαίνει αναρχία · και
Β. Μείζων αναρχία παράγει τάξη. Αυτά τα
Δύο είναι στην πράξη ένα. (Εικονογραφημένες σελίδες).
ΙΙ
Αν όλο το πράσινο της άνοιξης ήταν γαλάζιο – και πράγματι είναι ·
Αν τα λουλούδια της Νότιας Αφρικής χάριζαν την αίγλη τους
Στα τραπέζια του Κονέτικατ – και την χαρίζουν όντως·
Αν οι Εγγλέζοι επιζούσαν στην Κεϊλάνη δίχως τσάι – κι επιζούν ·
Κι αν όλα συνέβαιναν βάσει ενός σχεδίου –
Κι αυτό όντως συμβαίνει · ένας νόμος έμφυτων αντιθέτων,
Μιας θεμελιακής όμως ενότητας, είναι ευχάριστος σαν το κρασί Πόρτο,
Ευχάριστος σαν την πινελιά ενός κλαδιού, ενός υψηλού,
Ιδιαίτερου κλαδιού, ας πούμε όπως το συναντάμε στους πίνακες του Μάρτσαντ.
ΙΙΙ
Άλλωστε η μετρημένη αντιπαράθεση ζωής και θανάτου
Αποδεικνύει ότι οι αυτές οι δύο αντιθέσεις συμμετέχουν σε μια κοινή αρχή.
Αυτή εν ολίγοις ήταν η κρατούσα θεωρία, τότε που τα βιβλία
των επισκόπων κανόνιζαν τον κόσμο. Δεν θα επιστρέψουμε σ ́ αυτά.
Η σύγχυση των γεγονότων ξεπερνά τα πλακίδια του νου,
Αν μου συγχωρεθεί η έκφραση. Κι όμως σχέση υπάρχει,
Μια μικρή σχέση, που εκτείνεται σαν του σύννεφου τη σκιά
Πάνω στην άμμο, ένα σχήμα στη ράχη του λόφου.
IV
Α. Λοιπόν, μια αρχαία τάξη είναι τάξη βίας.
Αυτός ο συλλογισμός δεν οδηγεί πουθενά. Άλλη μια αλήθεια,
Άλλο ένα στοιχείο μέσα στην απέραντη αναρχία των αληθειών.
Β. Είναι Απρίλης τώρα που γράφω. Ο άνεμος
Φυσά μετά από μέρες ασταμάτητης βροχής.
Όλα αυτά θα φέρουν βεβαίως νωρίτερα το θέρος.
Ας υποθέσουμε όμως ότι η αναρχία των αληθειών
Θα μπορούσε κάποτε να καταστεί τάξη ακαταμάχητη,
Όπως στο παρελθόν ήταν η διαδοχή των δυναστειών…
Μείζων αναρχία ίσον τάξη. Άρα, το Α
Και το Β δεν είναι αγάλματα στημένα προς κοινή θέα στο Λούβρο.
Είναι πράγματα χαραγμένα με κιμωλία στο πεζοδρόμιο
Για να μπορεί να τα δει ο άνθρωπος ο στοχαστικός.
V
Ο στοχαστικός άνθρωπος…Βλέπει εκείνο τον αετό
Για τον οποίο οι ιλιγγιώδεις Άλπεις είναι μια μοναδική φωλιά.
Ο ΥΣΤΑΤΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΡΑΣΤΗ
Άναψε το φως το πρώτο του δειλινού, όπως σ ́ ένα δωμάτιο
Όπου ξεκουραζόμαστε και θέλουμε να πιστεύουμε
Ότι ο κόσμος που φανταζόμαστε είναι το ύψιστο αγαθό.
Αυτό είναι λοιπόν το πιο έξαλλο ραντεβού.
Είναι μέσα σ ́ αυτή τη σκέψη που ησυχάζουμε
Γύρω από ένα πράγμα, μακριά από όλες τις ασημαντότητες:
Μέσα σ ́ ένα μοναδικό πράγμα, ένα σάλι μόνο
Τυλιγμένο γύρω μας σφιχτά, μια κι είμαστε φτωχοί, μια θέρμη,
Ένα φως, μια δύναμη, η επίδραση του θαύματος.
Άρα εδώ ξεχνάμε ο ένας τον άλλο και τον εαυτό μας μαζί.
Νοιώθουμε τη σκοτεινιά μιας τάξης, μιας ολότητας,
Μιας γνώσης, αυτής που κανόνισε το ραντεβού.
Μέσα στο ζωτικό της χώρο, μέσα στο νου.
Λέμε ότι Θεός και φαντασία είναι ένα και το αυτό…
Πόσο ψηλά εκείνο το ύψιστο κερί φωτίζει το σκοτάδι.
Απ’ αυτό το ίδιο το φως, απ ́ αυτόν τον κεντρικό νου
Χτίζουμε ένα σπίτι στον αέρα του απογεύματος
Όπου αρκεί και μόνο το ότι είμαστε μαζί.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ
«J’ ai passé trop de temps à travailler mon violon, à voyager. Mais l’ exercise essential du compositeur, la meditation, rien ne l’ a jamais suspendue en moi. Je vis un rève permanent qui ne s’ arête ni nuit ni jour».(1)
Georges Enesco
Μήπως είναι ο Οδυσσέας αυτός που πλησιάζει από την ανατολή,
Ο ακαταπόνητος τυχοδιώκτης; Τα δέντρα ανάρρωσαν.
Πάει ο χειμώνας. Κάποιος κινείται
Στον ορίζοντα κι όλο ανεβαίνει, θέλει να τον υπερκεράσει.
Ένα σχήμα, το πυρ, πλησιάζει τον χιτώνα της Πηνελόπης,
Η βαναυσότητά του ξυπνάει τον ιδιαίτερο κόσμο της που μέσα του ζει.
Για χρόνια δημιουργούσε έναν εαυτό για να τον υποδεχτεί
Σύντροφο εκείνου, όπως η ίδια τον φαντάστηκε για τον εαυτό της,
Δύο σ’ ένα καταφύγιο, βαθιά, φίλοι, ιδιαιτέρως εγκάρδιοι φίλοι.
Τα δέντρα έχουν αναρρώσει, άσκηση απαραίτητη
Σε μια περισυλλογή άτεγκτη, μεγαλύτερη από τη σκέψη της.
Οι αγέρηδες, α, όχι δεν ήταν σκυλιά πιστά, δεν την πρόσεχαν τη νύχτα.
Δεν ήθελε τίποτα από όσα δεν θα της έφερνε αν επέστρεφε μόνος.
Δεν ήθελε καλοπιάσματα. Η αγκαλιά του θα ήταν το περιδέραιό της
Και η ζώνη της, ο πλούτος, ο τελικός, του πόθου τους.
Αλλά είναι αυτός πράγματι ο Οδυσσέας; Ή μήπως το χάδι μόνο
Του ήλιου στο μαξιλάρι της; Η σκέψη της χτυπούσε μέσα της
Σαν την καρδιά της. Ταυτόχρονοι χτύποι. Απλώς ήταν η ημέρα.
Ήταν και δεν ήταν ο Οδυσσέας. Κι όμως είχαν βρεθεί κάποτε
Φίλοι, ιδιαιτέρως εγκάρδιοι φίλοι, μέσα σ ́ έναν κόσμο σθένους.
Η δύναμη, η βάρβαρη, ποτέ δεν θα λύγιζε εντός της.
Θα μιλούσε σε λίγο στον εαυτό της, χτενίζοντας τα μαλλιά της,
Επαναλαμβάνοντας το όνομά του, τις συλλαβές της υπομονής
Χωρίς να λησμονεί ότι εκείνος την πλησιάζει όλο και περισσότερο.
—-
(1) Πρόχειρα έστω αποδίδεται ως εξής: «Έζησα πολλά χρόνια ασκούμενος στο βιολί, ταξίδεψα. Αλλά τη θεμελιώδη εξάσκηση του συνθέτη, την περισυλλογή δηλαδή, τίποτε δεν την ακύρωσε εντός μου. Ζω σ ́ ένα διαρκές όνειρο, που δεν σταματά ούτε τη νύχτα ούτε τη μέρα».
BLANCHE McCARTHY
Δες τον φοβερό καθρέφτη τ’ ουρανού
Κι όχι αυτό το νεκρό γυαλί που μόνο επιφάνειες
Μπορεί ν’ αντανακλά- το απλωμένο χέρι,
Τον ώμο που γέρνει και το μάτι που ψάχνει.
Δες τον φοβερό καθρέφτη του ουρανού.
Ω, σκύψε στο αόρατο, γείρε πάνω από τα σύμβολα
Της νύχτας που κατεβαίνει · ψάξε την εκθαμβωτική
Λάμψη αποκαλύψεων που προσπερνούν!
Δες τον φοβερό καθρέφτη του ουρανού.
Δες πώς σε περιμένει σ ́ ένα ξέφωτο της σκοτεινής
Ψυχής σου το φεγγάρι που λείπει και πώς, από φυλλωσιές
Απίστευτες, των άστρων τα φτερά υψώνονται στον άνεμο.
Σημείωση:
Γουάλας Στήβενς – Wallace Stevens (1879, Ρήντινγκ της Πενσιλβανίας – 1955, Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, Η.Π.Α. ). Μείζων ποιητής του μοντερνισμού. Διεισδυτικός δοκιμιογράφος. Ο Χάρολντ Μπλουμ τον χαρακτήρισε «άριστο και πλέον αντιπροσωπευτικό ποιητή της εποχής του». Τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1955. Η μουσική, η οποία παράγεται αβίαστα στο σύνολο του ποιητικού του έργου, τεκμηριώνει την ιδιάζουσα δεξιοτεχνία του. Εκτός από την εμμονή του να παραμένει γειωμένος σταθερά στο έδαφος ενός στοχαστικού ανθρωπισμού, τον διακρίνει η σπάνια ομολογουμένως ικανότητά του να προωθεί στα άκρα την καλλιτεχνική ιδέα, χωρίς όμως να την εκφυλίζει σε μάταια λεκτικά παιχνίδια. Έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας κυρίως από τους Χάρη Βλαβιανό, Στάθη Καββαδά, Αντώνη Μακρυδημήτρη, Γιώργο Χουλιάρα, Πέτρο Γκολίτση προσφάτως και Γιώργο Σπέντζο.