Κεφάλαιο 1
Το επίθετό μου ήταν Πίρριπ και το μικρό μου όνομα Φίλιπ: η μωρουδίστικη γλώσσα μου δεν μπορούσε να φτιάξει από αυτά τα δυο τίποτα πιο μακρύ και πιο καθαρό από τη λέξη «Πιπ».
Έτσι, ονόμασα τον εαυτό μου Πιπ – και με φώναζαν Πιπ.
Λέω πως το οικογενειακό όνομα του πατέρα μου ήταν Πίρριπ, επειδή το ξέρω από την ταφόπλακά του – και από την αδερφή μου, την κυρία Τζο Γκάρτζερυ, που παντρεύτηκε τον σιδερά.
Καθώς δεν γνώρισα ποτέ ούτε τον πατέρα ούτε την μητέρα μου και δεν έμαθα πώς ήταν τα χαρακτηριστικά τους (γιατί στις μέρες τους δεν υπήρχαν ακόμα οι φωτογραφίες), οι πρώτες μου υποθέσεις για το πώς θα μοιάζανε προήλθαν, αυθαίρετα, από τις ταφόπλακές τους: Το σχήμα των γραμμάτων μου έδωσε την παράξενη ιδέα πως ο πατέρας μου ήταν ένας τετράγωνος, γεροδεμένος μελαψός άντρας με μαύρα κατσαρά μαλλιά. Κι από το χαρακτήρα και την κλίση της επιγραφής Και η Τζορτζιάνα, Σύζυγος του Ανωτέρω, έβγαλα το παιδιάστικο συμπέρασμα πως η μητέρα μου ήταν ασθενική και γεμάτη φακίδες. Όσο για τους πέντε μικρούς πέτρινους ρόμβους που ήταν αραδιασμένοι με τάξη πλάι στον τάφο και ο καθένας τους είχε περίπου πενήντα πόντους μήκος, αυτοί ήταν αφιερωμένοι στη μνήμη των πέντε μικρών μου αδελφών – που παραιτήθηκαν πολύ νωρίς από την προσπάθεια να επιβιώσουν σ’ αυτό τον παγκόσμιο αγώνα της ζωής – και τους χρωστάω μια διασκεδαστική εντύπωση, που την πίστευα με θρησκευτική ευλάβεια: Φανταζόμουν πως όλα τα αδέρφια μου είχαν γεννηθεί ανάσκελα, με τα χέρια στις τσέπες των παντελονιών τους, και πως δεν τα έβγαλαν από εκεί ποτέ όσο ζούσαν.
Το χωριό μας ήταν στα βαλτοτόπια πλάι στο ποτάμι που το πλαισίωναν ακολουθώντας το, και έφταναν μέχρι το δέλτα του, είκοσι μίλια πριν από τη θάλασσα. Την πρώτη μου, τη ζωηρότερη και ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων μού φαίνεται πως την απέκτησα ένα αξιομνημόνευτο παγωμένο απόγευμα, σχεδόν σούρουπο. Τότε συνειδητοποίησα πως αυτός ο έρημος τόπος, ο γεμάτος τσουκνίδες, ήταν το νεκροταφείο της εκκλησίας – και πως ο Φίλιπ Πίρριπ, πρώην ενορίτης, καθώς και η Τζορτζιάνα, σύζυγος του ανωτέρω, ήταν πεθαμένοι και θαμμένοι. Και πως τα μωρά των προαναφερθέντων, ο Αλεξάντερ, ο Βαρθολομαίος, ο Αβραάμ, ο Τομπίας και ο Ρότζερ , ήταν κι αυτά πεθαμένα και θαμμένα. Και πως αυτή η σκοτεινή επίπεδη ερημιά που απλωνόταν πέρα από το νεκροταφείο, γεμάτη χαντάκια και υψώματα και μονοπάτια, που την έβοσκαν σκόρπια κοπάδια, ήταν τα βαλτοτόπια. Και πως αυτή η χαμηλή μολυβένια γραμμή, πέρα μακριά, ήταν το ποτάμι. Και πως αυτή η απομακρυσμένη φωλιά θηρίου, απ’ όπου ορμούσε ο άγριος άνεμος, ήταν η θάλασσα. Και πως αυτό το πιτσιρίκι που το τύλιγαν ανατριχίλες, που το τρόμαζαν όλα κι άρχιζε να κλαίει γοερά, ήταν ο Πιπ.
«Σκάσε!» ακούστηκε μια φοβερή φωνή, κι ένας άντρας φανερώθηκε ανάμεσα στους τάφους, απ’ τη μεριά του προαυλίου της εκκλησίας. «Ακίνητος, μικρέ διάβολε, αλλιώς θα σου κόψω το λαρύγγι!»
Ήταν ένας τρομαχτικός άνθρωπος ντυμένος στα γκρίζα. Είχε το πόδι του στα σίδερα. Δεν φορούσε καπέλο, τα παπούτσια του ήταν ξεσκισμένα κι είχε ένα κουρέλι δεμένο γύρω στο κεφάλι του. Ήταν ένας άνθρωπος μουσκεμένος και βουτηγμένος στη λάσπη, κουτσαμένος από τις πέτρες, πληγωμένος από τα βράχια, ξεγδαρμένος από τους βάτους, κατατσιμπημένος από τις τσουκνίδες. Ένας άνθρωπος που κούτσαινε κι έτρεμε από το κρύο, που αγριοκοίταζε και μούγκριζε, που τα δόντια του χτυπούσαν δυνατά καθώς μ’ άρπαξε από το πηγούνι.
«Αχ! Μη μου κόψετε το λαρύγγι, κύριε!» ικέτεψα έντρομος. «Σας παρακαλώ, κύριε, μη μου το κάνετε αυτό!»
……………………………………………………………………….
Χθες ήταν τα αντιγενέθλια του μεγάλου Καρόλου Ντίκενς… (9/6/1870)