Απότυχε καλύτερα
Όταν σ’ εντυπωσιάζει κάτι νομίζεις πως το έζησες πολύ πρόσφατα. Πόσα χρόνια έχουν κυλήσει από τότε που πρωτοείδα το περιώνυμο ”Περιμένοντας τον Γκοντό” του Σάμιουελ Μπέκετ; Πρέπει να ήταν το 1969, όταν κατέβηκα τα σκαλιά του υπογείου, όπου βρισκόταν (και βρίσκεται) το Θέατρο Τέχνης. Αυτό που έσκαψαν οι μαθητές του Κάρολου Κουν, όταν έξω η Αθήνα ήταν ακόμη κατειλημμένη από τους Γερμανούς. Δεν έχω ξεχάσει ούτε τον Δημήτρη Χατζημάρκο ούτε το Γιώργο Λαζάνη, μακαρίτες πια, στους ρόλους του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου ντυμένους στα μαύρα σαν ήρωες του τσίρκου να παίζουν το νούμερό τους βγάζοντας και βάζοντας τα παπούτσια τους. Μείνε μαζί μου, μη λες τίποτα. Δυο αλήτες που αντί για τον Γκοντό που περιμένουν δέχονται την επίσκεψη του Πότζο (Νίκος Κούρος) και του Λάκυ δεμένου απ’ το λαιμό μ’ ένα σκοινί (Δημήτρης Αστεριάδης). Ο Πότζο, εξουσιάζει το Λάκυ και ο Λάκυ κατεβάζει έναν ατέλειωτο μονόλογο και στο τέλος της πρώτης πράξης ένα παιδί έρχεται και λέει πως ο κύριος Γκοντό θα έρθει την άλλη μέρα, αλλά αντί γι αυτόν στη δεύτερη πράξη, ένα δέντρο που ήταν στη σκηνή μ’ ένα μοναδικό φύλλο είναι πια γυμνό. Και στο τέλος ο κύριος Γκοντό δε λέει νά ‘ρθει. Κι έτσι νομίζω πως το έργο δεν τελειώνει. Κανονικά πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να αποφασίσει να έρθει ο Γκοντό ή να ειπωθεί πως δεν θά ‘ρθει ή πως δεν υπάρχει.
Πολλοί λένε πως στα έργα του Μπέκετ πνέει μια ψύχρα, μια παγερή ατμόσφαιρα. Αν αυτό είναι αλήθεια τότε κάθε φορά οι ήρωες των έργων του αγκαλιάζονται για να ζεσταθούν.
Εστραγκόν: Λες να με βλέπει ο Θεός;
Βλαδίμηρος: Πρέπει να κλείσεις τα μάτια
Εστραγκόν: Θεέ λυπήσου με!
Βλαδίμηρος: Και εμένα;
Εστραγκόν: Εμένα! Εμένα λυπήσου! Εμένα!
Μοναξιά και σκοτάδι. Ένας ψίθυρος και μια ανάσα που δεν θα ανασάνει ως στο τέλος. Πως είναι, με ερωτηματικό ή χωρίς, αδιάφορο. Δεν πρόκειται γι αυτό ”παρά για ένα αργό ταξίδι πάνω στη λάσπη, σερνάμενο μέσα σ’ ένα επώδυνο αγκομαχητό, είναι η αργή προφορική εξόρυξη ενός πλάσματος που αρχικά δε μπορεί να αδελφωθεί με κάποιον. Μόλις όμως βρεθεί και αγκαλιαστεί αυτός ο αδελφός, γίνεται θύμα μιας λυσσασμένης αγάπης”.
Όλοι αυτοί που πέφτουν σερνάμενοι κάτω απ’ τη βροχή, στην ιρλανδέζικη εξοχή σφαγιάζοντας κάθε ελπίδα και καθώς η Μάντυ Ρούνυ πηγαίνει προς τον σιδηροδρομικό σταθμό με τον τυφλό σύζυγό της τον κατηγορεί που δε μετράει ούτε σκαλοπάτια ούτε αναπνοές.
Μια ανάσα δρόμος. Ο δρόμος από τον Βατ ως την τριλογία: Μολόυ, ο Μαλόν πεθαίνει, ο Ακατανόμαστος.
Αν η γλώσσα είναι αφέντρα, τότε ο Ναμπόκοφ, ο Κόνραντ, ο Σολωμός, ο Μπέκετ είχαν δύο αφέντρες, δύο μήτρες, υπηρετούσαν δύο κυρίους: αγγλικά η μητρική, γαλλικά η θετή μητέρα για τον Μπέκετ κι αυτή στην οποία έγραψε, αν και τα περισσότερα κείμενά του τα μετέφρασε ο ίδιος στ’ αγγλικά. Μπορεί στη μετάφραση στα ελληνικά να χάνεται η διαφορά, αλλά έπειτα μήπως όλοι δεν είμαστε Χαμένοι; Μία λέξη στα ελληνικά, δύο οι λέξεις αγγλικά και γαλλικά, The lost ones, le Depeupleur (ο Ερημωτής [1971-72] στη μετάφραση του Νάσου Δετζώρτζη).
”Ενδιαίτημα όπου περιφέρονται σαρκία και το καθένα ψάχνει για τον ερημωτή του. Αρκετά μεγάλο ώστε το ψάξιμο να είναι μάταιο αρκετά περιορισμένο ώστε κάθε διαφυγή να είναι μάταιη”.
Μια περιοχή αποψιλωμένη, ένα σπίτι γυμνό, μια γυναίκα μόνη, το υπόλοιπο μιας ημέρας. Το μάτι, που ακόμα είναι ακόρεστο, ο λόγος που ακόμα είναι αμείλικτος, ψάχνουν εκεί για το συσσίτιο τους, (…) πώς να ξεφύγεις απ’ τα σημάδια;
13 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή του 1906, στο Φόξροκ, νότιο προάστιο του Δουβλίνου, γεννιέται ο Σάμιουελ Μπάρκλευ Μπέκετ δευτερότοκος γιος ευκατάστατης προτεσταντικής οικογένειας. Γουίλιαμ ο πατέρας. Η Μαίρη η θεοσεβούμενη η μητέρα. Εκείνος δεν θέλει να ξέρει πότε γεννήθηκε, ότι γεννήθηκε Μεγάλη Παρασκευή, ή πάντως δεν θα θυμάται πως πέθανε 22 Δεκεμβρίου, τρεις μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα του 1989, γιατί δεν υπάρχει μνήμη μετά θάνατον. Κοντά σ’ αυτά και σύμφωνα με την επιθυμία του, η είδηση του θανάτου του ανακοινώνεται μετά την ταφή του στο Παρίσι. Τα τελευταία χρόνια χωρίς την αγαπημένη του Σούζαν. Θα έχει τη μοίρα του «εξ’ αποστάσεως» φίλου του, Εμίλ Σιοράν. Ο τελευταίος έπαθε Αλτσχάιμερ, ο Μπέκετ μπήκε στο γηροκομείο.
Δεν είχε κανέναν να τον φροντίσει. Αυτός είχε φροντίσει όμως όλους τους ήρωές του. Καταρχήν τους είχε δώσει ένα όνομα. Στην αρχή πολυσύλλαβο ο Μπελάκουα, ο ήρωας του νεανικού του έργου More Pricks than Kicks που ξεφεύγει απ’ όλες τις γυναίκες, αφού όσοι δεν ξεφεύγουν, δύσκολα ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, π.χ. ο τυφλός Ρούνυ, ο μισοπαράλυτος Γουίλι, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, την αθέατη του φρυγμένου λόφου όπου η Γουίνι χωμένη μέχρι το λαιμό σ’ αυτόν, φορώντας καπέλο και κρατώντας αλεξήλιο, μιλάει, μιλάει διαρκώς αναπολώντας τις Ωραίες Μέρες. Ω! αυτές που είναι πίσω της, αφού μάλλον δεν υπάρχει μπροστά, όπως και στο Τέλος του Παιχνιδιού [End Game], όπου οι μονοσύλλαβοι ήρωες, ο Χαμ στην αναπηρική καρέκλα φορώντας μαύρα γυαλιά, δε βλέπει, μιλάει κι αυτός και δίνει διαταγές σ’ έναν υπηρέτη, ή γιό[;] τον Κλοβ, που ανεβαίνει και κατεβαίνει σ’ ένα παράθυρο που βρίσκεται ψηλά και βλέπει μια τρομακτική έρημο έξω, σαν να έχει προηγηθεί πυρηνική καταστροφή. Οι γεννήτορες, ανάπηροι χωρίς τα κάτω άκρα τους που τα έχουν χάσει σε ποδηλατικό δυστύχημα, ο Ναγκ και η Νελ, βρίσκονται μέσα σε σκουπιδοτενεκέδες.
Χαμ: Πήγαινε φέρε μου δύο ρόδες ποδηλάτου
Κλοβ: Δεν υπάρχουν πια ρόδες ποδηλάτου
Χαμ : Τι τό ‘κανες το ποδήλατό σου;
Κλοβ: Δεν είχα ποτέ ποδήλατο.
Χαμ: Δεν είναι δυνατόν.
Κλοβ: Τότε που υπήρχαν ακόμα ποδήλατα έκλαψα για να πάρω κι εγώ. Έπεσα στα πόδια σου. Εσύ με έστειλες στο διάβολο. Τώρα δεν υπάρχουν πια.
Έγραψα τον Γκοντό μέσα σ’ ένα μήνα. Το τι Ωραίες μέρες μου πήρε ενάμισι χρόνο.
Προηγουμένως πριν φύγει απ’ την Ιρλανδία, είχε διαβάσει την Ανατομία της Μελαγχολίας του Robert Burton, τους Ψαλμούς, κάποια βιβλία της Βίβλου, τρεις τουλάχιστον συμπατριώτες του: Sterne, Swift, Joyce, τον Σοπενχάουερ, το άλλο πρόσωπο της Έμμας Μποβαρύ, την Έφη Μπριστ του Τέοντορ Φοντάνε και ακόμα Δάντη, Γκαίτε, ενώ μετέφρασε το Μεθυσμένο Καράβι του Ρεμπώ.
Ο Κόσμος και η αντανάκλασή του ή μήπως ο Κόσμος και η αναπαράστασή του; Ο κόσμος και η σιωπή και οι ήρωες μονολεκτικοί ή όχι που μιλούν ακατάπαυστα πριν σωπάσουν οριστικά. Αναμασήματα, τόσο συχνά όσο ανοιγοκλείνει μια μασέλα που μασά τσίχλα. Ένα στόμα που στρογγυλεύει για να προφέρει ένα: Ο. Επαναλήψεις, επικλήσεις, αντιφάσεις, σύγχυση. Η παρανάγνωση, όχι μόνο από τον αναγνώστη συχνή. Τα παραθέματα ελάχιστα στην αρχή, ανύπαρκτα όσο προχωρά το έργο και το μελάνι στην γραφομηχανή σώνεται. Σύντομα κείμενα ή κάπως πιο εκτεταμένα. Κείμενα του Μοντερνισμού και του Μεταμοντερνισμού, αφασικά καμιά φορά, ιδίως μετά το Νόμπελ [τα χρήματα του οποίου μοιράστηκε με φίλους του καλλιτέχνες]
Νουμεράκια. Λίγα νουμεράκια για να κλείσουμε και με την πίκρα του άδειου, όπως λέει ο αφηγητής στο Ένα παρατημένο Έργο. Αυτός μετρά νουμεράκια, άλλος λεπτά, δευτερόλεπτα, σκαλοπάτια ή απαριθμεί, αφού έχει υπολογίσει πόσο συχνά πέρδεται, τις πορδές του.
Οι ήρωές του Μπέκετ φορούν καπέλο για να μη χάσουν το μυαλό τους.
Οι ηθοποιοί: ο Μπάστερ Κήτον στο Film (σε σκηνοθεσία Άλαν Σνάιντερ). Ο Ροζέ Μπλεν που σκηνοθέτησε πρώτος το 1952 τον Γκοντό. Η Χριστίνα Τσίγκου, αγαπημένη του ηθοποιός μαζί με την Μπίλυ Γουάιτλο και τον Πάτρικ Μακγκί. Η Μαντλέν Ρενώ στις Ωραίες Μέρες, η Ντελφίν Σεϊρίνγκ στο Έργο.
”Η φωνή απ’ όπου πήρα τη ζωή μου”
”Πάλι η τελευταία άμπωτη
τα νεκρά βότσαλα
η μεταβολή κι ύστερα τα βήματα
προς στα γέρικα φώτα”
”Ό,τι και να πω θα είναι ψέμα (…) Εγώ δεν είμαι εδώ τιποτ’ άλλο από μια κούκλα εγγαστρίμυθη”. Αυτός είναι ‘’ο ομιλών’’. Το κείμενο απ’ τα Κείμενα για το τίποτα.
Οι ήρωες του Μπέκετ είναι εκτεθειμένοι ανήκουν, και δεν ανήκουν στον κόσμο, πέφτουν από ψηλά και από κάτω δεν υπάρχει καν δίχτυ ασφαλείας
Από τον Μάρφυ, τον Βατ, τους Μερσιέ και Καμιέ, την Πρώτη Αγάπη, τον Αποδιωγμένο, το Ηρεμιστικό, το ανέκδοτο θεατρικό έργο Ελευθερία, ως στην τριλογία και τα μεγάλα θεατρικά έργα καθώς και την τελευταία τριλογία, (Συντροφιά – Άσχημα Ειδωμένο Άσχημα Ειπωμένο – Ολοταχώς προς το Χειρότερο) οι ήρωές του περιπλανώμενοι, αναποφάσιστοι, αγαπησιάρηδες ξεχειλίζουν από συναίσθημα, διψούν γι αγάπη.
Αυταρχικές γυναίκες, τυφλοί και αποδιωγμένοι περιπλανώνται πάντα χωρίς προορισμό, βαδίζοντας ως το ασφαλές τελικό εμπόδιο, εκεί σταματούν, παύουν να μιλούν, σωπαίνουν. Οι ήρωές του πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται αλλάζοντας ονόματα, ταυτότητα και περιεχόμενο και πάλι απ’ την αρχή.
Πού ανήκουν τα έργα του Μπέκετ; Ανήκουν στο Θέατρο του Παράλογου, όπου ανήκουν τα έργα των Ζενέ, Ιονέσκο, Αντάμοφ και τα πεζογραφήματά του στο λεγόμενο Νέο Μυθιστόρημα.
Τι λογής έργα είναι; Είναι φάρσες, τραγωδίες, κωμωδίες, τραγικοκωμωδίες; Είναι όλα αυτά, είναι επιπλέον παρωδίες, που πάνε μέχρι τα άκρα, μέχρι το γκροτέσκο. Μιλάνε και ψάχνουν για το νόημα.
Σ’ ένα θεατρικό έργο του 1962 τα πρόσωπα ονομάζονται: Πρώτη γυναίκα, Δεύτερη γυναίκα, Άνδρας. Ένας προβολέας κατευθύνεται πάνω τους, κάθε φορά αποσπά τα λόγια τους. Αυτά λέει η σκηνική οδηγία και η Γ2 (Δεύτερη γυναίκα) λέει:
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κάνω το ίδιο λάθος που έκανα όταν έλαμπε ο ήλιος, ψάχνω να βρω νόημα εκεί που πιθανότατα δεν υπάρχει κανένα απολύτως.
Και ο προβολέας μετακινείται στον Α (Άνδρα).
Ένας άλλος ήρωας με το ίδιο όνομα Κραπ την πρώτη φορά με ένα π, Κραππ τη δεύτερη φορά με δύο, είναι αυτός και η φωνή του στην μαγνητοταινία: η Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ.
Ο Κραπ βγάζει από την τσέπη του μία μπανάνα. Μια μπανάνα που χαϊδεύει όταν ακόμα είναι στην τσέπη του, την ξεφλουδίζει, πετάει το φλούδι και την τρώει. Ανοίγει το μαγνητόφωνο και ακούει μια δυνατή φωνή, σε μια παλιότερη εποχή, τη δική του φωνή, λέει:
Τριάντα ενός ετών σήμερα, πιο υγιής από ποτέ, αν εξαιρέσω την παλιά μου αδυναμία (…) Κάθισα μπροστά στο τζάκι με τα μάτια κλειστά, και χώρισα την ήρα από το στάρι (…) τεντώνω τα αυτιά μου (…) πάντα τέτοια ώρα τραγουδάει η ηλικιωμένη κυρία Μακ Γκλομ. (…) Εγώ άραγε, όταν φθάσω στην ηλικία της, αν ποτέ φθάσω, θα τραγουδάω;
Έπειτα αναρωτιέται αν τραγούδησε ποτέ. Προσπαθεί να θυμηθεί πού ανάλωσε τις ώρες του τα προηγούμενα χρόνια. Καταλήγει πως αναλώθηκαν σε κατάστημα οινοπνευματωδών.
Είχε γράψει κάτι για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω του. Ένα opus magnum.
Περασμένα μεσάνυχτα. Τέτοια σιωπή δεν την ξαναθυμάμαι. Σαν να ναι ακατοίκητη η γη.
Και αυτός επιμένει να ηχογραφεί τη σιωπή. Και επιμένει ν’ ακούει την παλιά μαγνητοταινία. Να ακούει εκείνον το ”αρχιβλάκα”, τον εαυτό του δηλαδή. Τακτοποιεί τις ταινίες, σταματάει και ξαναρχίζει. Φαντάσματα του παρελθόντος, αναστεναγμοί, αναμασήματα.
Της είπα να με κοιτάξει και ύστερα από λίγο (Παύση) ύστερα από λίγο πράγματι με κοίταξε, αλλά τα μάτια της ήταν σαν χαραμάδες, απ’ τον πολύ ήλιο. Έσκυψα πάνω της για να κάνω σκιά και τα μάτια της άνοιξαν. (Παύση. Αργά.) Και με δέχτηκαν. (Παύση) Το ρεύμα μας τράβηξε μέσα στις καλαμιές (…) ξάπλωσα πάνω της, με το πρόσωπο στα στήθια της και το χέρι μου πάνω της. Μείναμε σ’ αυτή τη στάση ακίνητοι. Από κάτω όμως όλα κινούνταν, και μας κινούσαν και εμάς…
Αλλά νωρίτερα απ’ αυτήν την ερωτική ανάμνηση, την τόσο λυρική της είχε πει να μην συνεχίσουν γιατί δεν υπήρχε νόημα, γιατί αυτός έπρεπε να κάνει κάτι άλλο. Τέτοιο βλακόμουτρο ήταν.
Ίσως έφυγαν τα καλύτερά μου χρόνια. Τότε που υπήρχε ακόμη ευκαιρία για ευτυχία. Δεν θα ήθελα όμως επ’ ουδενί να γυρίσουν.
Δηλαδή αν υποθέσουμε πως υπάρχει έστω κάποιο νόημα, τότε είναι ασυνάρτητο, συγκοπτόμενο, όπως ένα όνειρο πριν κατορθώσει αυτός που το είδε να το φέρει στα μέτρα του εν εγρηγόρσει εαυτού του. Με λίγα λόγια μπορεί η ζωή να είναι ένα όνειρο, όμως αν είναι όνειρο είναι σιωπηλό, βουτηγμένο στο σκοτάδι, αλλά όπως λέει ο Μπέκετ, ίσως αυτό να μην έχει σημασία, αφού το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή, κι όμως συνεχίζουμε. Και συνέχισε κι αυτός ως το τέλος.
Ίσως αυτό να είναι το νόημα