Σιωπηλός, περίκλειστος, υπομονετικός, με τις ελαφρά αγκαθωτές ραβδώσεις του, σχεδόν ατρακτοειδής, αλλά μάλλον φαλλικού σχήματος εν τέλει, ο αγαπημένος μου κάκτος μού δίνει κάθε χρόνο μεγάλες συγκινήσεις με την ανθοφορία του, αφού γραμματικό γένος και γεωμετρικό σχήμα είναι τα μόνα αρσενικά. Κατά τα άλλα είναι θηλυκότατος.
Ανθίζει αρχές του καλοκαιριού και τα υπέροχα άνθη του είναι ένα θαύμα της φύσης. Πώς ξεπροβάλλουν προς το βράδυ αίφνης από τα μαλλιαρά σταχτοκαφετιά μικρά μπουμπούκια ,αυτά τα θαυμάσια σαν κρίνοι άνθη! Έχουν λευκορόδινο χρώμα, λάμπουν μες τη νύχτα, στάζουν δρόσο με λεπτότατο άρωμα και πεθαίνουν την άλλη μέρα προς το μεσημέρι.
Σφοδρή ήταν πολλές φορές η επιθυμία μου να δω μέσα σ’αυτή την άτρακτο. Ποιο είναι το περιεχόμενο κάτω απ’ το περίβλημα. Πώς προετοιμάζεται το θαύμα, πώς ξεπροβάλλει το «μπουμπούκι». Αυτό όμως θέλει μαχαίρι και σκληρή καρδιά. Όχι, όχι , ποτέ! Αυτό είναι δουλειά ανατόμου κι εγώ ανατόμος δεν είμαι.
Φέτος όμως αποφάσισα το άλλο. Να δω το θαύμα εν τη γενέσει του. Ανέβασα τον κάκτο στο τραπέζι του μπαλκονιού κι έκατσα να τον παρατηρώ. Υπομονετικός ο κάκτος μου; Υπομονετική κι εγώ.
Πήρα ένα βιβλίο και κάθισα απέναντί του. Και ήταν λιγότερες οι ματιές που έριχνα στο βιβλίο, από το προσηλωμένο κάθε τόσο βλέμμα μου επάνω του. Μέχρι που παράτησα εντελώς το βιβλίο στην άκρη. Και είδα. Είδα μπροστά στα μάτια μου το θαύμα. Να μακραίνει ο πράσινος βλαστός που είχε ξεπροβάλει νωρίτερα, να μακραίνει σχεδόν σε σχήμα φαλλικό κι αυτός, στρογγυλεμένος στην άκρη, να φουσκώνει και αθόρυβα να σκάζει κάτω από τα μάτια μου, να ανοίγει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να παίρνει χρώμα…
Ζαλίστηκα σχεδόν απ’ την προσήλωση, τα μάτια μου βούρκωσαν και θολά καθώς έβλεπα, ανάμεσα ύπνου και ξύπνου, περασμένα μεσάνυχτα πια ,είδα αυτές τις κινήσεις του ανοίγματος να γράφουν σχήματα σαν σήματα στον αέρα. Μου κάνει σήματα τώρα μονολόγησα. Τέτοιο θαύμα! Το μυστήριο όμως δε λύθηκε, αντίθετα μεγάλωσε.
Το άλλο πρωί επίμονες και συνεχείς κλήσεις στο τηλέφωνο με ξύπνησαν σχεδόν από λήθαργο. Ήταν η φίλη μου, η Μελπομένη.
-Έλα παιδί μου, τι έγινε και επιμένεις τόσο;
-Ο Θανάσης, μου είπε.
-Ο Θανάσης τι; Ρώτησα με μαγκωμένη ανάσα.
– Πήρε χάπια. Τον βρήκαν τώρα το πρωί.
Ο Θανάσης, ο μοναχογιός των αγαπημένων μας φίλων, του Αριστοτέλη και της Μαρίας. Ωραίο αγόρι, αρρενωπό με λαμπρές σπουδές στο Πολυτεχνείο και μάστερ στο εξωτερικό. Τα μάτια μου θόλωσαν πάλι. Λυγρά σήματα σκέφτηκα. Ο κάκτος μου λυγρά σήματα εξέπεμψε.