Πριν καταπιαστώ με τη συλλογή αυτή θα παραθέσω δύο ποιήματα από το αμέσως προηγούμενο ποιητικό βιβλίο της ποιήτριας που είχε τον τίτλο «Μη με ψάχνετε εδώ», για να δείξω ότι υπάρχει σύνδεση και συνέχεια στο ποιητικό της έργο. Το πρώτο είναι το ποίημα που λειτουργεί ως προμετωπίδα στην προαναφερθείσα συλλογή:
Μη με ψάχνετε εδώ
είμαι μετά το κόμμα
πέρα από την τελεία
Κάτω
κάτω
μετά το τέλος
Είμαι η αρχή
του κενού η μήτρα.
Το μοτίβο των σημείων στίξης, όπως φαίνεται απασχολεί ήδη τη δημιουργό.
Το δεύτερο ποίημα από την ίδια συλλογή βρίσκεται στη σελ. 34 και λέει:
Πρώτα η Αργυρώ
ύστερα ο Νάσος
ο Αρτέμης
ο Παναγιώτης
Στα καφενεία
μέσα σε μαύρο και λευκό
ξανασμίγει η οικογένεια
πιάνονται για λίγο στα χέρια
ξαφνιασμένα
αναδεύονται οι ρίζες δειλά
σαν να θυμούνται
Από κηδεία σε κηδεία
μεγαλώνουν τα παιδιά
Εν προκειμένω είναι το θέμα του θανάτου που συνδέει νοηματικά τις δύο συλλογές.
Θα επισημάνω επίσης εξαρχής ότι η συλλογή «Το πριν και το μετά την παύλα» είναι γεμάτη με πανέμορφες λεκτικές εικόνες και σε κάθε ποίημα είναι εμφανής η σκηνοθετική ματιά της εικαστικού. Δεν θα επιμείνω όμως στο θέμα αυτό ιδιαίτερα. Θα άξιζε ίσως κάποια στιγμή να γίνει μια παράλληλη παρουσίαση του ποιητικού, πεζογραφικού και εικαστικού έργου της δημιουργού, για να φανεί πιο απτά η ισχυρή σύνδεση μεταξύ τους εκτός των άλλων και θεματολογικά.
«Το πριν και το μετά την παύλα» χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου και περιέχει 20 ποιήματα, ενώ το δεύτερο μέρος περιέχει δεκαοκτώ ποιήματα κάτω από τον τίτλο «Μέρες του σήμερα». Κάποια από τα ποιήματα εντάσσονται σε ευρύτερες ή μικρότερες ενότητες και άλλα βρίσκονται έξω από αυτές. Όμως καλό είναι, πιστεύω, η συλλογή να διαβαστεί ως ένα ποίημα, γιατί τα ποιήματα τα συνέχει ισχυρή λογική αλληλουχία. Δεν είναι δηλαδή τυχαία η σειρά και η τοποθέτησή τους στη σύνθεση. Κατασκευαστικά το βιβλίο παραπέμπει στην τέχνη των ψηφιδωτών. Μικρές ψηφίδες τα ποιήματα, στιγμιότυπα, προσωπογραφίες και σύντομες βιογραφίες, αναδρομές, σχόλια κλπ, είτε μόνα είτε σε ενότητες, διατηρούν την αυτονομία τους, αλλά υπηρετούν ταυτόχρονα το σύνολο συνδεδεμένα όλα τους με το κονίαμα του θέματος, το δίπολο ζωή-θάνατος.
Ξεκινώντας από τον τίτλο που είναι δανεισμένος από το δεύτερο κατά σειρά ποίημα της συλλογής, επεξηγηματικά μπορούμε να πούμε τα εξής: Σε ανθολογίες, εγκυκλοπαίδειες και όπου αλλού δίνονται βιογραφικά υπάρχει η ημερομηνία γέννησης και θανάτου, αν ο βιογραφούμενος έχει φύγει από τη ζωή. Αν είναι εν ζωή, τότε δίπλα στην ημερομηνία γέννησης μπαίνει η συνδετική παύλα. Μια εκκρεμότητα δηλαδή, μια συνέχεια ή μια παράταση. Γύρω από αυτή την παύλα ξετυλίγεται η σκέψη της ποιήτριας. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα της που έφυγε από τη ζωή στις 28-1-2016. Η εμπειρία του θανάτου είναι από τις πιο σκληρές και οδυνηρές με αναπόφευκτη συνέπεια το σπάσιμο των φραγμάτων και την εισχώρηση για λίγο στον σκοτεινό κόσμο των επέκεινα. Η επαφή με τον θάνατο, η συνεχής μετατόπιση με δεκάδες αφορμές, όπως λευκώματα, άλμπουμ φωτογραφιών, αντικείμενα κλπ στο πριν της μνήμης, των βιωμάτων, των αισθήσεων και των αισθημάτων και στο μετά της έλλειψης, του κενού, της πραγματικής τελείας και παύλας, γέννησαν ετούτη τη συλλογή. Γιατί το μετά την παύλα, η απουσία, δεν παύει να βασανίζει και να απασχολεί τους ανθρώπους που συνεχίζουν, που ζουν στις μέρες του σήμερα. Ένας βαθύς προβληματισμός πάνω στη ζωή, στον θάνατο και στον χρόνο είναι λοιπόν το περιεχόμενο του παρόντος βιβλίου. Η απώλεια μας αναγκάζει στην αναδρομή, στην επαναξιολόγηση· στην παρατήρηση πτυχών της ζωής που δεν προσέξαμε, που μας διέφυγαν· στη συνειδητοποίηση της μεγάλης αλήθειας των ανθρώπων, της θνητότητας, και ότι η ζωή είναι ένας σύντομος δρόμος. Γεννιόμαστε κουβαλώντας το τέλος. Η παύλα σαν δαμόκλειος σπάθη μας ακολουθεί σε όλη την πορεία μας. Αξίζει επιπροσθέτως να σημειωθεί ότι στα δύο ποιήματα με τίτλο «Σε σένα που δεν» γίνεται σαφές ότι η έλλειψη βιώνεται και ως απουσία αυτού που δυνάμει θα υπήρχε, αλλά δεν γεννήθηκε ποτέ. Ένα παιδί που κουβαλάμε στα κύτταρά μας.
Με το πρώτο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Εκκίνηση» και παρουσιάζει μια κάθοδο από την ανυπαρξία στην ύπαρξη εκκινείται η ζωή και η συλλογή. Είναι μια πολύ καλά δοσμένη ποιητικά και εικαστικά σύλληψη. Αξιοποιείται ως σύμβολο η σκάλα του Ιακώβ. Η σκάλα που οδηγεί στον ουρανό και την ονειρεύτηκε ή την οραματίστηκε ο Ιακώβ το βράδυ που ξάπλωσε για να κοιμηθεί κατά την πορεία του για την πόλη Χαρράν. Ό,τι ανεβάζει όμως στον ουρανό μπορεί και να κατεβάσει από τον ουρανό. Νύχτα και ησυχία επικρατούν στο σκηνικό του ποιήματος. Χρώματα ιώδη και σκιές στις μπαλωμένες πολιτείες. Κάποιος κατεβαίνει τη σκάλα, ένα τράνταγμα, ένας σπασμός και κλάμα. Η γέννηση. Γύρω τα πρόσωπα που ρήμαξε μέχρι να βρει το τωρινό του. Αλλάζει πρόσωπα ο άνθρωπος όσο ζει, ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται μέχρι να ανεβεί ξανά στη σκάλα προς την ανυπαρξία. Από κει και πέρα η κάθοδος, ο σπασμός και το κλάμα θα συντελούνται συχνά, μέσα σε αυτούς που μένουν πίσω. Είναι η μνήμη πια που γεννά αυτό που υπήρξε και τα σπλάχνα που συνταράζονται στη θύμηση αυτού που έφυγε.
Η σκέψη, η βάσανος η εσωτερική για το πέρασμα του χρόνου, για την αλήθεια των βιωμάτων, την έλλειψη, για τη ζωή των ανθρώπων που μένουν και πρέπει να συνεχίσουν, απλώνεται και στα επόμενα ποιήματα. Με αναδρομές στο χθες πότε εξαιτίας του ρούχου του βαφτιστικού, που αντιστικτικά παρουσιάζεται πρώτα δίπλα στα γερασμένα χέρια της μητέρας τα γεμάτα στίγματα και γεροντικές κηλίδες και έπειτα στην αγκαλιά του αφηγητή που νιώθει να κρατά τον ίδιο του τον εαυτό ως βρέφος [Εις το όνομα], πότε με μια φωτογραφία που πήρε φως και αχνοφαίνεται [Φωτογραφία καμένη από Kodak του ογδόντα] ξεδιπλώνεται με την τέχνη των συνειρμών η ποιητική σύνθεση. Στο ποίημα «Φωτογραφία καμένη από Kodak του ογδόντα» χρησιμοποιείται πολύ πετυχημένα ως συμβολισμός «η γέφυρα» που αρχικά είναι άσκηση γυμναστικής πάνω στην άμμο κάποιο καλοκαίρι και κατόπιν μεταπλάθεται σε γέφυρα που ενώνει το χθες με το σήμερα και αψίδα κάτω από την οποία κύλησαν τα χρόνια. Στην ενότητα Κορυδαλλέως 7-9(1970-1980) σε τέσσερα ποιήματα, πάλι με φλας μπακ, μας δίνεται μια κρίσιμη δεκαετία της χώρας, δηλαδή η κορύφωση της δικτατορίας και η μεταπολίτευση που συνδέονται με τη ματιά του αφηγητή ο οποίος στη δεκαετία αυτή έμενε στην οδό Κορυδαλλέως και ήταν τα χρόνια της μετάβασής του από την παιδική ηλικία στην εφηβική. Παρακολουθούμε μια γειτονιά, μια εποχή και το ερωτικό άγγιγμα του αφηγητή από τη μαγεία της ποίησης καθώς έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Κώστα Μαυρουδή, του Γιάννη Πατίλη και του Μιχάλη Γκανά, οι οποίοι μέσα του αφήνουν την αίσθηση ότι κελαηδούν λέξεις.
Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν, ο αφηγητής μετακομίζει και ως πικρή έρχεται η συνειδητοποίηση ότι:
Τώρα πια δίχως μας
ξένες λαλιές χτυπιούνται
στους τοίχους των ορόφων
αντιλαλούνε στα μισότυφλα
κουφώματα
που εμείς φευγάτοι
[Κορυδαλλέως 7-9, Ι]
Με αναμνήσεις και αναδρομές τρέφονται και οι ηλικιωμένοι. Στο ποίημα «Ο Δρομέας» ο ηλικιωμένος σέρνει τα βήματά του στο στενόμακρο μπαλκονάκι και θυμάται:
Μυρωδάτα χρόνια του σχολείου
ξυσμένο μολύβι γομολάστιχα
τρύπιες παλιές ελβιέλες
εξαρτήματα φοιτητικά
άρβυλα πριν γίνουνε πολέμου
Την πρώτη αγάπη του θυμάται…
Την αέρινη αίσθηση του χρόνου που περνά βιαστικά αποπνέει η γραφή αυτών των ποιημάτων. Το χθες και το σήμερα φαίνονται τόσο ακατανόητα κοντά.
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης στο έργο του «Γραμμένα φιλιά» αναρωτιέται:
Τι θα μείνει από τη μνήμη;
«Φευγαλέες εικόνες, απόμακροι ήχοι, ψίθυροι; Παλιά αντικείμενα, φυσικά φαινόμενα, τυχαίοι αριθμοί;
…
Τι θα μείνει; Σε μέρες, σε μήνες, σε χρόνια».
Η Ηρώ Νικοπούλου στο δεύτερο ποίημα της ενότητας «Παλιά φωτογραφία συντρόφισσας», δίνει τη δική της απάντηση:
Στο τέλος μένει η φωνή
αν είσαι τυχερός
μένει και η εικόνα
Αν όμως μείνει πίσω κάτι ουσιαστικό από τους ανθρώπους που φεύγουν, αυτό θα σωθεί μέσα σε κάποιους από τους ανθρώπους που μένουν, όπως στη συνέχεια του ποιήματος γίνεται φανερό:
μα αν εντέλει κάποιος σώσει
κάτι από σένα
θα είναι από τους ονειρευτές
των εγκοιμήσεων εκείνων
που σαν παλιοί πιστοί
μπρος στο κερί αναμένοντας
κάθε φορά ανασαίνουν
και ένα αμήν πιο πέρα
Κι ας τους περιγελούσες.
Στο ποίημα «Προνύμφες» τραγική ακούγεται η διαπίστωση του τελευταίου δίστιχου:
όλοι του Πλούτωνα
είμαστε προνύμφες
Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Η Νικοπούλου όμως δεν είναι απαισιόδοξη, η ποίησή της έχει φυγές. Προτείνει τη ζωή. Μας καλεί στο ίδιο ποίημα, ακριβώς εξαιτίας του πρόσκαιρου της ζωής, να προσέξουμε τα τρυφερά χαμόγελα, να μην ξεχαστούμε. Στο ποίημα «Το Δάνειο» αφήνει να φανεί ότι η ζωή είναι ένα δάνειο που πρέπει προσεκτικά να ξεχρεώσουμε.
Και η τέχνη; Ποιος είναι ο ρόλος της σε όλα αυτά; Η τέχνη είναι μια έξοδος σωτηρίας. Στην ενότητα «Μέρες του σήμερα» στο έβδομο ποίημα διαβάζουμε:
Γλείφω γλώσσα φωτιάς γαλαζωπής
γλυκό κουκούτσι της Σιωπής
Κι όλο πλάθουν πηλό
τα χέρια μου
χρώματα λέξεις
ιστορίες
Εξόδους φτιάχνουν σωτηρίας
αντίδοτα για το μετά
από το Μέγα κλικ
το τελικό
του Γενικού
Μου θύμισε το ποίημα αυτό ένα παλιότερο του Βέλγου Georges Rodenbach με τον τίτλο «Επίλογος» που διάβασα, παιδί κάποτε κι εγώ, σε μετάφραση Κ. Καρυωτάκη, στο σημείο που λέει:
…που μόνο εσέ θα
σκέφτομαι
πεθαίνοντας,
σεμνή
προσπάθεια:
να περάσουμε,
και το Έργο
μας να μείνει.
Θα ερανιστώ εδώ κι ένα ποίημα από τη συλλογή «Ανέμου» της Νικοπούλου προς επίρρωσιν της άποψης που προηγουμένως ειπώθηκε για τον ρόλο της τέχνης. Εκεί στη σελ. 23 γράφει:
Κάθε μέρα σπρώχνω
τον θάνατο λίγο πιο πέρα.
Τον σπρώχνω ευγενικά με τρόπο
κι άλλοτε κάπως
να μοιάζει σα χορευτική φιγούρα.
Τρυφερά αγκαλιάζοντας τον παρτενέρ
ζητώντας χώρο
στο σώμα του να υπάρξω…
Και πράγματι είναι η τέχνη (χορευτική φιγούρα) που επωμίζεται το δύσκολο έργο να σπρώχνει τον θάνατο πιο κει.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Μέρες του σήμερα» τα θέματα ευρύνονται αρκετά. Τα ποιήματα «Κάθε Δευτέρα» και «Προνύμφες» προηγούνται και δεν εντάσσονται στην προαναφερθείσα ενότητα. Λειτουργούν μεταβατικά. Συνδέουν θεματικά τα δύο μέρη. Έχουν την αξία τους, αλλά δεν θα επιμείνω περισσότερο σε αυτά για να μην μακρηγορήσω.
Στο πρώτο ποίημα της ενότητας «Μέρες του σήμερα», που αριθμείται με το ελληνικό Α κεφαλαίο, η έλλειψη είναι κυρίαρχη. Δηλώνεται με φράσεις όπως, « το ράγισμα του όστρακου, …κρύα ρυάκια που διασχίζουν/ το παλιό πατρικό σαλόνι, …το γκρίζο το άσφαλτο/απόσταγμα του τέλους». Από κει και πέρα όμως συντελείται ένα άλμα. Όσοι ζουν είναι αναγκασμένοι να συνεχίζουν. Παλεύουν καθημερινά με την πραγματικότητα, που είναι πολύ σκληρή. Παρουσιάζεται από τη δημιουργό με αδρές γραμμές η ζωή στη σύγχρονη πόλη με τις αλλαγές και αλλοιώσεις και τα προβλήματα των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτή. Για παράδειγμα στα επόμενα ποιήματα θίγεται το τεράστιο ζήτημα της ανεργίας που κορυφώθηκε τα χρόνια της κρίσης, η εσωτερική πάλη, η σύγκρουση με το είναι μας για όσα δεν ζήσαμε, για τα όνειρα που προσπεράσαμε και δεν μας αφήνουν να κοιμηθούμε τα βράδια, αλλά και η μοναξιά(στο τέταρτο ποίημα) με το πέρασμα των χρόνων και η αίσθηση ότι πια:
κανείς δεν σε χρειάζεται
κανείς δεν σε φωνάζει
ούτε καφέ πια στο τραίνο βιαστικό
ούτε χαμόγελα κλισέ γραβατωμένα
και όπως στην παραβολή του μεγάλου δείπνου ο οικοδεσπότης, όταν οι επισήμως καλεσμένοι δεν έρχονται, έστειλε τον δούλο του να φέρει όλους τους φτωχούς και ανάπηρους, έτσι και το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα αυτό, αφού νιώθει ότι κανείς δεν το χρειάζεται αποφασίζει να κάνει βαθιά βουτιά στα σπλάχνα της πόλης και να ενωθεί με τους βιαστικούς που τρέχουν, κάτι θα βρει γι’ αυτούς και θα γίνει επιτέλους κάτι χρήσιμο.
Τη μοναξιά των πόλεων θίγει και το έκτο ποίημα, αλλά εδώ χρησιμοποιούνται ως σύμβολο τα πουλιά. Οι πόλεις γέμισαν τσιμέντο, τα πάρκα και τα δέντρα εξαφανίστηκαν και τα πουλιά «Μοναξιασμένα και βαριά/ κουρνιάζουν σε σκοτάδι /φυλλοβόλο», κάθονται στα φανάρια και ελέγχουν τις διαβάσεις. Στα ποιήματα που ακολουθούν γίνεται λόγος για τον χρόνο, για την τεχνολογία, ειδικά όσον αφορά την ανθρώπινη επικοινωνία, αντιθετικά με την εικόνα του ταχυδρόμου που παλιά ήταν ο μαντατοφόρος των καλών και των κακών. Τώρα, μέιλ, σμάρτ φόουν, σκάιπ, διαφημίσεις, ξένοι νεκροί και ειδήσεις από την άλλη άκρη της γης. Τόσες πληροφορίες, τόσες γνώσεις, τόση επικοινωνία που αντί να λύσουν, εντείνουν την τραγική μοναξιά και μόνωσή μας. Ο ταχυδρόμος πια φέρνει μόνο λογαριασμούς και κατασχέσεις.
Και μέσα σ’ όλα αυτά κυρίαρχη η μοναξιά του καλλιτέχνη. Ο Ρίτσος γράφει «καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,/μονάχος στη δόξα και στο θάνατο». Η εικόνα αυτή δίνεται από τη δημιουργό ανάγλυφα πρωθύστερα στο ποίημα «Solaris» με την τραγική επωδό: «Ο Κίρικο πεθαίνει πάλι μόνος».
Αρκετά ποιήματα της ίδιας συλλογής πραγματεύονται το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων. Στο δέκατο με τον τίτλο «Στα φανάρια των μαχών» αναφέρεται η ποιήτρια στο πόσες ενοχές μας γεννούν τα μάτια των μεταναστών στα φανάρια που δεν τα αντέχουμε, γιατί κρινόμαστε χωρίς να μας κρίνουν, και για να τα αποφύγουμε φοράμε γυαλιά ηλίου ή μαρσάρουμε ανακουφισμένοι, όταν ανάβει το πράσινο για να απομακρυνθούμε γρήγορα, μέχρι το άλλο φανάρι… Στο δωδέκατο και δέκατο τρίτο βρίσκουμε την ειρωνική οπτική για τα τραγελαφικά που συμβαίνουν γύρω μας. Έκθεση φωτογραφίας για τους πρόσφυγες, υπέρμετρη η ευαισθησία κάποιων, αλλά η σκληρή πραγματικότητα των πνιγμένων που ξεβράζονται στις ακτές, ένας πόνος που δεν θα καταλάβουμε ποτέ, που μπορούμε να μην τον γευθούμε, να τον αφήσουμε έξω από το σπίτι μας κλείνοντας την τηλεόραση και να τελειώσει κάπου εκεί η υποκριτική ευαισθησία μας. Αλλά η συνείδηση δεν ησυχάζει, δεν πωρώνεται τόσο εύκολα. Όπως εύλογα λέει η ποιήτρια:
Μόνο τα βράδια πρόσεχε
που όλο και κάποιο σώμα
ξεπροβάλλει από τα αζήτητα
μη σε τραβήξει μέσα
Με τη λύπη καταγίνεται η ποιήτρια στο προτελευταίο ποίημα της ενότητας, με τις μάταιες προσπάθειες να την αποφύγουμε και τελικά με την αποδοχή και τη συνήθεια να ζει μαζί μας.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι «Το πριν και το μετά την παύλα» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Έχει συχνά πολλά επίπεδα η γραφή της Νικοπούλου και υπήρξαν σημεία στα οποία στάθηκα πολλές φορές, προσπαθώντας να δω σε βάθος. Ωστόσο όσες φορές και να το διάβασα, δεν μειώθηκε στο ελάχιστο η πνευματική και αισθητική απόλαυση.
Ως κατακλείδα κράτησα το ποίημα με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή, μια καταπληκτική αλληγορία, του κορυδαλλού, με τον τίτλο «Παρένθεση»:
Εράνισμα λιτό του κήπου
το πρωινό τραγούδι του κορυδαλλού
πολύ πρωί με κρύο
φτωχός δραπέτης που ξέπεσε
στην πόλη μας
ελπίζοντας να ζήσει
Δεν νομίζω πως μπορούσε το ζήτημα της προσφυγιάς να τεθεί με πιο λιτό και καίριο τρόπο.