Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος που επέλεξε ο Βασίλης Ζιώγας για το έργο του, ΤΑ ΕΦΤΑ ΚΟΥΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ. Πίσω από το έργο μισοκρύβεται ο αρχαίος μύθος με μια γυναίκα γεμάτη περιέργεια να δει, τι έχει το ένα και μοναδικό κουτί, «πεποιημένη» όμως για να προκαλέσει την καταστροφή στο ανθρώπινο γένος και έτσι ο υψιβρεμέτης Δίας να εκδικηθεί τον Προμηθέα που έκλεψε τη θεϊκή φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους.
Ο Ζιώγας θα προσγειώσει τα πράγματα στην καθημερινή ανθρώπινη ζωή. Θα παίξει όμως σε ένα υψηλό επίπεδο, ζωής και Τέχνης, κάπου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και θα εφοδιάσει την δική του Πανδώρα με εφτά κουτιά, σαν τα συρτάρια της υπερρεαλιστικής γυναίκας, με εφτά διαφορετικές προσωπικότητες. Το κουτί της μυθικής Πανδώρας, πέρα από όλα τα άλλα, περιείχε την ελπίδα. Ο μύθος διδάσκει και είναι σαφής. Τι περιέχουν όμως τα εφτά κουτιά της δικής του Πανδώρας; Ας δούμε…
Η «Πανδώρα» είναι ηθοποιός, κλασικού ρεπερτορίου. Κάθε βράδυ, μετά το θέατρο, επιστρέφει στο σπίτι, ανήσυχη, να βρει τον σύζυγό της, τον Γιώργο. Η φωνή της ακούγεται από μακριά, πριν μπει μέσα: «Γιώργοοο!!!».
Κάθε επιστροφή της είναι επηρεασμένη από το ρόλο που μόλις έφερε εις πέρας. Έτσι, στην πρώτη ενότητα, επιστρέφει ως Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, με το κοστούμι αλλά και την ερωτική διάθεση για τον Ρωμαίο της. Τρυφερή, δοτική, ζητά τον έρωτα του «Γιώργου», θέλει να επιβεβαιώνει το ρόλο της, σαν να προεκτείνει το θέατρο στη ζωή της, εφόσον ως γνωστόν πλέον, Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Στη δεύτερη ενότητα επιστρέφει Μαργαρίτα, από τον Φάουστ του Γκαίτε, στην τρίτη Αντρέγεβνα από τον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ, μετά Τζένη, από την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ, στην πέμπτη ενότητα είναι η Αγία Ιωάννα του Τζορτζ Μπέρναρ Σο, στην έκτη είναι η Δεσποινίς Τζούλια του Στρίμπεργκ και στην έβδομη είναι εξημερωμένη στρίγγλα, η Κατερίνα του Σαίξπηρ. Ποια όμως είναι η αληθινή;
Ποια «Πανδώρα» κρύβεται κάτω από τη θεατρική σκευή; Κι εκείνος, ο «Γιώργος», που τον φωνάζει με αγωνία επιστρέφοντας, σαν να είναι αυτός το κοινό της –«γιατί δεν έρχεσαι να με περιμένεις στο καμαρίνι;»- και πέφτει στην αγκαλιά του ή διαχωρίζει τον ιδιωτικό της χώρο –το τετράγωνο με την κιμωλία, στο πάτωμα- (παραπέμποντας προφανώς στον Κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ), εκείνος λοιπόν, ποια «Πανδώρα» θέλει;
Εκείνος θέλει την «Πανδώρα» με το φόρεμα (που με ελαφρές παραλλαγές στο σχέδιο, είναι πάντα λευκό)ˑ δεν θέλει το προκλητικό αγοροκότριτσο με το μαύρο κολάν, που κάθεται στην καρέκλα σαν καουμπόι στο σαλούν. Θέλει την παραδοσιακή, και αυτή η παραδοσιακή επιστρέφει πάντα, παρά την όποια παρασπονδία της. Γιατί ο γάμος τελικά, είναι αυτός που φτιάχνει το δεσμό στους ανθρώπους, όχι επειδή τους έδεσε με τα «ιερά δεσμά», αλλά γιατί αυτοί που έφτασαν στα «ιερά δεσμά» είχαν κάτι μέσα τους πολύ ισχυρό για να είναι μαζί για πάντα…
Τίποτα δεν είναι τέλειο στη ζωή και όλες οι σχέσεις περνούν την κρίση τους. Όμως, οι αληθινές σχέσεις παραμένουν – και τα όποια προβλήματα, διαφωνίες και αντεγκλήσεις, δεν είναι παρά οι δοκιμασίες που επιβεβαιώνουν τη σχέση. Αυτή είναι η ελπίδα και η τελευταία ατάκα της 7ης ενότητας: Έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε δύο. Αυτό είναι μια φοβερή δύναμη.
Το να «είμαστε δύο» είναι και «πολυτέλεια» και «φοβερή δύναμη», για να αντέξουμε τα δύσκολα του βίου, προφανώς.
Σκηνικό, κοστούμια, χτενίσματα όλα μαζί συμβάλλουν για να ρίξουν φως στόν αδιερεύνητο ψυχισμό μιας γυναίκας που είναι ασφυκτικά προσκολλημένη στον άντρα που αγαπά, που εκείνη τον φροντίζει για να μπορεί εκείνος, αφοσιωμένος και αναπόσπαστος από τα αναγκαία της καθημερινής μέριμνας, να επιδοθεί στο έργο τουˑ το γράψιμο.
Η κόντρα μεταξύ τους θα ξετυλιχτεί σε επίπεδο ρόλου. Η σχέση δεν θα ξεφύγει σε ακρότητες, θα έχει τις μικρές κορυφώσεις της, τις μεγάλες εξάρσεις της, τις δυσάρεστες παρεκκλίσεις, αλλά τελικά θα καταλήξει αισιόδοξα. Εκείνος φαίνεται, αλλά δεν είναι δεύτερος ρόλος. Είναι πρώτος, γιατί πέρα από το τι είναι για τον εαυτό του, είναι το στήριγμα της «Πανδώρας», της όποιας «Πανδώρας», η οποία με τους ρόλους της μοιάζει να θέλει να κεντρίσει εκείνον. «Γιατί δεν έρχεσαι να με περιμένεις στο καμαρίνι;» είναι κάτι που την απασχολεί. Κι εκείνος θα πάει κάποια στιγμή για να ανακαλύψει κάτι που καθόλου δεν θα του αρέσει. Αυτός όμως είναι το κοινό της, γι’ αυτόν παίζει, κάθε βράδυ, γι’ αυτό επιστρέφει πάντα στη συζυγική φωλιά, με το κοστούμι του ρόλου.
Ο Ζιώγας ερμηνεύοντας τον μύθο με τον δικό του τρόπο, έφτιαξε το έργο του πατώντας στην ψυχανάλυση (γι’ αυτό άραγε πρωτοπαίχτηκε το έργο του στη Βιέννη του Φρόιντ;), προσδίδοντας στην ηρωίδα του εφτά προσωπικότητες, όσοι και οι ρόλοι που έπαιζε στο θέατρο. Και γιατί εφτά; Μήπως, τα εφτά κουτιά λειτουργούν σαν τα εφτά πέπλα της Σαλώμης, τα οποία ανοίγοντας έναν ένα, όπως η Σαλώμη αφαιρούσε τα πέπλα της, θα αποκαλύψουν τον κρυμμένο ναρκισσισμό της γυναίκας, την ανάγκη της από το σημαίνον βλέμμα εκείνου, που παίζει θέατρο ακόμα και όταν νομίζει ότι δεν παίζει. Όμως όλοι θέατρο παίζουμε. Όπως επανελάμβανε ο Σαίξπηρ και στα ποιήματά του και στον Μάκβεθ του, η ζωή είναι μία σκηνή κι εμείς ηθοποιοί που λέμε με πολύ θόρυβο τα λόγια μας και έπειτα αποχωρούμε.
Ο συγγραφέας, λοιπόν, μοιάζει να παίζει σε δύο επίπεδα. Στο ένα, της απροσδιοριστίας των ανθρωπίνων και στο άλλο, της σταθερής προσδιορισμένης βάσης, που η είναι η σχέση του ζευγαριού πέρα από περαστικά περιστατικά, τα οποία την δοκιμάζουν αλλά και την επανεπιβεβαιώνουν. Τελικά, διδάσκει, εφόσον το θέατρο ήταν σχολείο από τα αρχαία χρόνια, τι βαραίνει πιο πολύ.
Η σκηνοθέτις Φαίη Τζανετοπούλου έστησε ένα λιτό σκηνικό, σαλόνι γραφείο, καθιστικό και, βάζοντας σε λειτουργία τη δημιουργική φαντασία του θεατή, φύτεψε ολόγυρα κήπους και περιβόλια με άνθη και δέντρα, με βυσσινιές (με βύσσινα τσαμπιά για σκουλαρίκια), μεταμόρφωσε την ηρωίδα με τα σύνεργα της σκηνής, με ελάχιστες αφαιρέσεις-μετατροπές, σαν να μας έλεγε πως η «Πανδώρα» είναι μία με εφτά παραλλαγές.
Κάτω από τα λευκά φορέματα των ρομαντικών ηρωίδων, υπάρχει πάντα το μαύρο κολάν και στα πόδια τα μοντέρνα αρβυλάκια. Η «Πανδώρα» είναι η αιώνια γυναίκα που κυκλοφορεί από εποχή σε εποχή και αναζητά πάντα τον «Γιώργο» της. Όσο για τον «Γιώργο» κρυώνει αφόρητα όταν αισθάνεται πως την χάνει. Οι μαυροπίνακες στους τοίχους –ωραία επινόηση- , που κατέγραφε ο ήρωας, σαν να μετρούσε τις παραλλαγές της «Πανδώρας» λειτούργησαν σαν επικεφαλίδες των ενοτήτων.
Οι δύο πρωταγωνιστές – Βάνα Πεφάνη, Γιώργος Στριφτάρης- ήταν πολύ καλοί στους ρόλους τους, στις τρυφερές στιγμές τους, στις εκρήξεις τους, στις ανασφάλειές τους. Ο στόχος του συγγραφέα υπηρετήθηκε σωστά. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές.
Συντελεστές:
Κείμενο: Βασίλης Ζιώγας, Σκηνοθεσία: Φαίη Τζανετοπούλου
Πρωταγωνιστούν: Βάνα Πεφάνη, Γιώργος Στριφτάρης
Σκηνικά – κοστούμια: Λαμπρινή Καρδαρά
Μουσική: Γιάννης Μακρίδης