Ο Τόλης Νικηφόρου έχει διαγράψει μια μακρά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πορεία στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, με πλήθος ποιητικών συλλογών και πεζογραφημάτων. Στο χώρο της ελληνικής ποίησης πρωτοεμφανίστηκε το 1966 με τη συλλογή Οι άταφοι. Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει περί τα είκοσι ποιητικά βιβλία διαμορφώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την προσωπική του φωνή και ιδιοσυγκρασία η οποία έγκειται σε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που απαντώνται και στη νέα του ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» και φέρει τον τίτλο Κόκκινες πηχτές σταγόνες. Ήδη από τον τίτλο ο αναγνώστης μπορεί να διαμορφώσει ορισμένες προσδοκίες σε σχέση με την θεματική και τον προσανατολισμό των ποιημάτων που δεν μπορεί παρά να κατευθύνεται και να απορρέει από το γνωστό και αγαπημένο θέμα στην ποίηση διαχρονικά, τη σχέση δηλαδή και τη σύζευξη ζωής και θανάτου.
Η συλλογή αποτελείται από τριάντα τρία ελευθερόστιχα ποιήματα, τα περισσότερα από αυτά ολιγόστιχα, που δομούνται από σχετικά ολιγοσύλλαβους στίχους. Η συντομία αυτή υπηρετεί σε μεγάλο βαθμό την ανάδειξη και την προβολή του νοήματος, το οποίο αποκαλύπτεται ξεκάθαρο, σαφές, ευδιάκριτο. Αυτό ακριβώς κάνει τα ποιήματα του Νικηφόρου να διαπνέονται από μια ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική που, κάποιες φορές, τους δίνει τη μορφή «πυροτεχνήματος», μιας στιγμής, δηλαδή, που, ενώ διαρκεί λίγο, δημιουργεί μια εντύπωση τόσο καίρια και καταλυτική που φωτίζει το σκοτάδι και σβήνει μέσα σε αυτό αφήνοντας όμως τα ίχνη του στην αναγνωστική συνείδηση. Θεματικά τα ποιήματα μπορούν να διακριθούν και να κατανεμηθούν σε τρεις μεγάλες ομάδες. Είναι τα προσωπικά – αυτοαναφορικά ποιήματα, τα ποιήματα για την ποίηση και, τέλος, τα ποιήματα στα οποία αποτυπώνεται η κοσμοθεωρία του συγγραφέα για τη ζωή και τις διάφορες εκφάνσεις της. Εδώ κεντρική θέση έχει ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής αντιμετωπίζει το θάνατο και, πιο συγκεκριμένα, την κρίσιμη στιγμή της μετάβασης του ανθρώπου από την ύπαρξη στην ανυπαρξία.
Ο πρώτος κύκλος ποιημάτων περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα που έχουν προκύψει από τα ερωτικά βιώματα του ποιητή, από την προσωπική του θητεία στο κομμάτι αυτό και αντικρύζουν τον έρωτα ως θαυματουργική δύναμη που μεταμορφώνει τον περιβάλλοντα χώρο («τώρα και αύριο και παντοτινά»), ως φως που εκπηγάζει από το αγαπημένο πρόσωπο και διαλύει το σκοτάδι («παιχνιδίζει ένα φως»), ως μνήμη που επανέρχεται και επιδεινώνει τη μοναξιά («στα μαγεμένα στενοσόκακα») ή ως θαυματουργική αναβίωση που τονώνει την ελπίδα («η αναβίωση του ονείρου»). Άλλοτε πάλι ο έρωτας καθίσταται αντίπαλος του χρόνου και, εν τέλει νικητής: γιατί άφησες ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου / ενώ φτερούγιζες στα μάτια μου / για πάντα στα δεκάξι / στο σκοτεινό δωμάτιο / δειλά προβάλλει απ’ τον φεγγίτη / η ξεχασμένη άνοιξη («γιατί ήρθες τόσο αργά;»). Στα ποιήματα «ονειρεύτηκα» και «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος» παρακολουθούμε την ερωτική διάθεση του ποιητή να μετουσιώνεται σε συντροφικότητα, σε ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς μέχρι το τέλος της σχέσης, το τέλος της κοινής ζωής. Τα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά έχουν ως αφετηρία και κατάληξη το αγαπημένο πρόσωπο, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες που ο ποιητής εμπνέεται από άλλα αγαπημένα πρόσωπα, το γιο ή τη μικρή εγγονή, και δημιουργεί ποιήματα που διακρίνονται για το συγκινησιακό τους βάθος και δονούνται από την ένταση του συναισθήματος.
Στην δεύτερη μεγάλη ομάδα εντάσσονται τα ποιήματα που έχουν ως θέμα τους την ποιητική δημιουργία, είτε ως αποτέλεσμα της πάλης του ανθρώπου με τα θηρία που στοιχειώνουν τη ζωή του («αναμέτρηση»), είτε ως αποτύπωση στο χαρτί των θαυμαστών πραγμάτων που συνθέτουν το φαινόμενο της ζωής («ίχνη του δέους»), είτε ως έμπνευση που προκύπτει από ένα «εσύ» το οποίο κρύβεται μεν αλλά είναι πάντοτε παρόν («μαγική εικόνα»). Ο ποιητής αντιλαμβάνεται την τέχνη του «σαν άγριο θηλυκό σαν οπτασία» που αιφνιδιαστικά αναδύεται / μέσα από την ομίχλη / και με μαγεύει πάντα / πάντα με ματώνει / ισόβια όπως την πρώτη νύχτα ερωμένη («σαν άγριο θηλυκό σαν ουτοπία»). Οι παραπάνω στίχοι μαζί με όσους ακολουθούν αποτελούν μια απολογία του ποιητή και ταυτόχρονα μια παραδοχή του γεγονότος ότι η στροφή, κάποιες φορές, στην πεζογραφία πραγματοποιείται διότι η ποίηση δεν μπορεί να προσφέρει τη βεβαιότητα και την ασφάλεια που έχει ανάγκη ο ποιητής. Άλλοτε πάλι ο Νικηφόρου αποκαλύπτει πως θεωρεί τους ομότεχνους του σαν αδέρφια, σαν οικογένεια, πολλά από τα μέλη της οποίας στέκουν σιωπηλά και παραμελημένα στα ράφια της βιβλιοθήκης του («οικογενειακή συγκέντρωση») και άλλοτε αποκαλύπτει τον πόνο και τον κόπο, το αίμα και το σκοτάδι που κρύβεται πίσω από το φως που ακτινοβολεί η ποίηση («πόσο κοστίζει αυτό το φως»). Το κόστος της ποίησης είναι μεγάλο – οι λέξεις και οι στίχοι δεν διευκολύνουν μόνο την έκφραση και τη δημιουργία, αλλά μπορεί να φέρουν μαζί τους τη θλίψη, αφού είναι αυτοί που αποτυπώνουν την τραγικότητα του ανθρώπου («ατύχημα στο δάσος των λέξεων») – μεγάλη όμως είναι και η ανταμοιβή της .
Στην τρίτη ομάδα ανήκουν τα ποιήματα εκείνα με τα οποία ο Νικηφόρου πραγματοποιεί ένα άνοιγμα σε άλλους ορίζοντες, όχι εγκόσμιους, αλλά και στους ορίζοντες της ψυχής από την οποία εκπηγάζει η χαρά κι ο πόνος, η μνήμη, το όνειρο, αλλά και η αναδημιουργία: απ’ τη χαρά / κι από την πίκρα της ζωής / από τον πόνο και τα τραύματά μου / χρόνια μετά να αναδύεται / και να με κατακλύζει /κάτι σαν άγγιγμα / κάτι σαν άρωμα / κάτι σαν γέννηση και σαν πατρίδα / κάτι σαν φως («ηδονική αλχημεία»). Άλλοτε πάλι αντικρύζει με θάρρος τη στιγμή του θανάτου και εύχεται να έχει το αγαπημένο του κόκκινο χρώμα: σαν το πουλί ας φτερουγίζει / μέσα σ’ αυτό το κόκκινο η ψυχή μου / μέσα στο φως που τόσο απελπισμένα / αγάπησε («το πιο βαθύ μου κόκκινο»). Ο θάνατος και η φύση του αποδίδονται εξαίσια στο ποίημα «σκιές στο χώμα», το οποίο προσιδιάζει και θυμίζει την ομηρική φιλοσοφία και εικονοποιία αφού παρομοιάζει τους ανθρώπους με τα φύλλα των δέντρων και τη στιγμή του θανάτου με τη στιγμή που σβήνει το φως της μέρας: σκιές των φύλλων / που τρεμοπαίζουν με τις αχτίδες / με την πνοή του ανέμου / πάνω στο χώμα / σα να αγγίζονται / και να φιλιούνται / σα να χορεύουν / έως ότου σβήσει ο άνεμος / και γείρει ο ήλιος / έως ότου πέσει η νύχτα / σκιές στο χώμα («σκιές στο χώμα»). Η πικρή γνώση της προοπτικής του θανάτου απαλύνεται από την αίσθηση ότι πρόκειται για την επιστροφή στο γενέθλιο τόπο, στην πατρίδα και αυτή ακριβώς η αίσθηση έχει μια γεύση γλυκιά και μελαγχολική ταυτόχρονα.
Στην ίδια ομάδα θα πρέπει να ενταχθούν και τα ποιήματα εκείνα με τα οποία ο Νικηφόρου επιχειρεί να προσφέρει διδάγματα ζωής, όπως, για παράδειγμα το ποίημα «ένα παράξενα ωραίο χαμόγελο» στο οποίο προβάλλει η ιδέα ότι οι λύπες και τα δάκρυα της ζωής μπορούν να οδηγήσουν και να συνθέσουν ένα παράξενα ωραίο χαμόγελο, αλλά το ποίημα «το πιο ασήμαντο αντικείμενο» στο οποίο γίνεται μια αντιπαράθεση μεγεθών, του «μικρού» και του «μεγάλου», για να καταδειχθεί η σημασία του πρώτου που, κάποιες φορές, μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από αυτήν που φαίνεται. Παράλληλα, σε πολλά ποιήματα προβάλλει η φιλοσοφία και η θυμοσοφία ζωής του Νικηφόρου που άλλοτε μιλά για το απρόσιτο και το ανέφικτο της ευτυχίας που μετριάζεται, όμως, από τις στιγμές χαράς που εμποτίζουν τη ζωή («στιγμές χαράς»), άλλοτε για την αλλαγή που έχει επέλθει στη γενέθλια πόλη και που γεννά αισθήματα θλίψης και νοσταλγίας στον ποιητή («άρχοντας και στοιχειό της πόλης»)
Με την τελευταία του αυτή συλλογή ο Τόλης Νικηφόρου προσθέτει έναν ακόμα σταθμό στην προσωπική ποιητική του πορεία, αλλά και μια ακόμα σημαντική στιγμή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Σε αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο ποιητής δεν συγγράφει, αλλά κυριολεκτικά συνθέτει, αφού τα περισσότερα από τα ποιήματα συνιστούν ένα τραγούδι, όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά ιδωμένα ως ψήγματα ζωής, αισιοδοξίας και φωτός. Μια ώθηση προς τα εμπρός, ένα πλήγμα στο μαύρο του θανάτου, μια πίστη απαρασάλευτη στις δυνάμεις του ανθρώπου, μια νίκη της ζωής και, εν τέλει, μια νίκη της ίδιας της ποίησης που με τον Νικηφόρου και τις Κόκκινες πηχτές σταγόνες του, εγκαταλείπει την εσωστρέφεια και αφήνεται να κατακλύσει και να κατακτήσει με τις λέξεις της, τις έννοιες, τις ιδέες, αλλά κυρίως με το συναίσθημα, τον αναγνώστη.