You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Δυο περίπατοι και μια παιδοκτονία – [μια θλιβερή, σουρεαλιστική μαύρη αλλά διασκεδαστική ιστορία]

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Δυο περίπατοι και μια παιδοκτονία – [μια θλιβερή, σουρεαλιστική μαύρη αλλά διασκεδαστική ιστορία]

 Πρέπει να αναφέρω πως ένα υπέροχο πρωινό, τώρα πια δεν είμαι σίγουρος για την ώρα, καθώς με κατέβαλε η επιθυμία να κάνω έναν περίπατο, έβαλα το καπέλο στο κεφάλι μου, εγκατέλειψα το δωμάτιο που γράφω, το δωμάτιο των φαντασμάτων, και κατέβηκα βιαστικός τις σκάλες για να βγω στο δρόμο. Θα μπορούσα να προσθέσω πως στις σκάλες συνάντησα τον Μπάστερ Κήτον που μόλις πριν λίγο όπως με πληροφόρησε είχε σκοτώσει μ’ ένα ξύλινο εγχειρίδιο τα τέσσερα παιδιά του. Μέτρησε τα πτώματά τους για να είναι σίγουρος και καβάλησε το ποδήλατό του ή ένα ποδήλατο δεν είναι ξεκάθαρο ακριβώς. Το ποδήλατο στην αρχή ήταν ζαχαρένιο μετά έγινε μονοδιάστατο και στο φινάλε κανονικό. Βόλεψε τον κώλο του στη σέλα κι άρχισε να φέρνει βόλτες σε οβάλ κύκλους. Κάποια στιγμή είδε μια κάμπια γιατί φορούσε βέβαια γυαλιά των οποίων οι φακοί ήταν σαν πάτος μπουκαλιών Coca Cola. Ο σκελετός ήταν από χοντρή ταρταρούγα χρώματος κόκκινου που μουρμούριζε αχ! έρωτα! Μέσα από αυτά τα θεαματικά, μπάνικα γυαλιά του έβλεπε μεγεθυμένα όλα τα αντικείμενα του θεού. Τους ανθρώπους όμως, για έναν ανεξήγητο λόγο, τους έβλεπε 80% μικρότερους. Φαντασθείτε! Μια κάμπια τεράστια σαν σε μικροσκόπιο κι ένας Νέγρος μικρός σαν νεογέννητο μωρό, ίσως και μικρότερο. Και μη νομίζετε ο Μπάστερ Κήτον ήταν πολυάσχολος και δεν είχε χρόνο για χάσιμο-ο άτιμος. Εδώ ξεπάστρεψε τέσσερα παιδιά, τόσα δα, βέβαια, γιατί απλούστατα έτσι του ήρθε. Τι να τα κάνει τέσσερα παιδιά την σήμερον ημέρα; Πώς να τα θρέψει; Αλλά νομίζω πως αγαπάμε πολύ τις εξηγήσεις ή έχουμε διαβάσει πολύ Σιμενόν, Τσάντλερ, Χάισμιθ και Παξινού μαζί. Λάθος, αυτή δεν ήταν συγγραφέας αστυνομικών έργων, αλλά μια μεγάλη τραγωδός που είχε αφήσει εποχή με το ρόλο της Μάνας στο Ματωμένο Γάμο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτουνού είναι ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον ή το ποδήλατο του Μπάστερ Κήτον ή οι τέσσερις φόνοι του Μπάστερ Κήτον. Φτάνει! Είμαστε ακόμη στην αρχή και δεν τον βλέπω να κρατιέται πάνω στο ποδήλατο για πολύ ώρα. Παλαντζάρει, χάνει πότε πότε την ημικυκλική ή την οβάλ διαδρομή, και το ποδήλατο πότε αποκολλάται από τον κώλο του πότε ξαναεφαρμόζει.

Editorial use only
Mandatory Credit: Photo by SNAP/REX/Shutterstock (390932ja)
FILM STILLS OF ‘CONVICT 13’ WITH 1920, BEHIND BARS (IN JAIL), BUSTER KEATON IN 1920
VARIOUS

        Τέλος πάντων τώρα ας πάμε πιο γρήγορα. Πάμε!

         Η Αμερικάνα τον φωνάζει κι ο μαύρος σαν τον Χριστό στο λίκνο της Βηθλεέμ του λέει μια άλλη φωνή -δύσκολο τώρα να πει ο συγγραφέας ποια.

Πόσο μάλλον εγώ. Δεν έχει και τόση σημασία αγαπητοί μου.

        Τα μάτια του σαν χαζού παιδιού είναι πολύ όμορφα ή πολύ άσχημα. Ή είναι σαν στρουθοκαμήλου. Τα μάτια του ανθρώπινα και τόσο σίγουρα σαν την ισορροπία της μελαγχολίας. Μακριά φαίνεται η Φιλαδέλφεια. Σεραφείφ στριφογύριζαν γύρω από γαλάζια γάτα Χερουβίμ. Δεν ξέρω τι κάνουν αυτά ούτε ο συγγραφέας ξέρει. Που να ξέρω εγώ ο άμοιρος πιο πολλά απ’ τον Λόρκα; Πιθανολογεί μονάχα πως κάνουν λίγο πολύ το ίδιο με τα Σεραφείμ. Μαζί πάνε αυτά.

        Σκάσε σου λέω άσε με να παίξω όπως θέλω και να λέω περίπου ό,τι θέλω αφού αποδεικνύεται συνεχώς πως ο Λόρκα σε κάποια θέματα έχει πλήρη άγνοια–ή μάλλον ξέρει λιγότερα κι από μένα. Δηλαδή λιγότερα από τον καθένα. Εξάλλου εγώ είμαι απλά και μόνο ένας κομπέρ ή ένας αναγνώστης ή διασκευαστής, ή κάποιος που δράττεται της ευκαιρίας να μπαλώσει τα πράγματα, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, να συναντήσει τη φωνή, την Αμερικάνα, ναι παίζει κι αυτή. Καλά μη φανταστείτε, τρία λόγια λέει και παρακάτω άλλα τόσα, σιγά το ρόλο!

        Είπαμε δεν έχω ιδέα γιατί ο Κήτον σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Λόρκα. Λάθος τα τέσσερα παιδιά του ήθελα να πω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Λόρκα είναι αθώος του αίματος –αν κι αυτός δεν είναι που έγραψε το έργο; Πάντως ούτε τον Μπάστερ Κήτον τον βλέπω για δολοφόνο καραμπινάτο, είναι γεμάτος αθωότητα κι όχι μόνο επειδή το λεν τα μάτια του, τόσο μεγάλα, τόσο μεγεθυμένα από τα πατομπούκαλα που φοράει.  Είναι μάταιο να θέλεις και να μη μπορείς. Ουδόλως. Τέλος πάντων. Πάνε τα παιδάκια! Ό,τι και να κάνουμε πίσω δεν έρχονται. Τώρα άμα η υπόθεση καταλήξει στο δικαστήριο και βγει αυτός ο μπουνταλάς με την πολύ αθωότητα στο μεγεθυμένο βλέμμα του και πει:   Κύριοι δικαστές, εγώ ξέρετε σας βλέπω μικρούς, 80% πιο μικρούς απ’ ότι είστε, ε, τότε άντε να φέρεις το δικηγόρο του μπας και τον συνετίσει. Γιατί οι δικαστές σε φυσικό μέγεθος ή 80% πιο μικροί δεν καταλαβαίνουν Χριστό, θα τον στείλουν στην κρεμάλα. Σκύβω στ’ αυτί του Λόρκα και του λέω: Δεν του λες τίποτα εσύ; Άκου μου λέει, εμένα με τουφεκίσανε στου Βιθνάρ το ρέμα χωρίς να σκοτώσω τέσσερα παιδιά. Ούτε καν μια κάμπια. Μια πεταλούδα. Ένα σέλινο. Εγώ δεν πρόλαβα να χαρώ τον τελευταίο εραστή μου καλά καλά. Μας κόψανε πάνω στο καλύτερο. Καλά του λέω τότε κι εγώ μη συνεχίζεις. Δεν είπαμε και τίποτα.

Γρήγορα λησμόνησα πως μόλις πριν από λίγο στο δωμάτιό μου βασανιζόμουν σκυθρωπός πάνω από μια άδεια σελίδα χαρτί.

Μπορείτε να ορκιστείτε ότι αυτό είναι το βιβλίο με τη μεγαλύτερη διακίνηση φέτος;

-Χωρίς καμία αμφιβολία!

-Μπορείτε να επιμείνετε ότι αυτό είναι το βιβλίο που κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει;

-Ανεπιφύλακτα.

-Είναι και πραγματικά καλό βιβλίο;

-Εντελώς περιττή και απαράδεκτη ερώτηση!

-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, είπα ψυχρά, και προτίμησα να αφήσω στη θέση του το βιβλίο, το οποίο έκανε τις μεγαλύτερες πωλήσεις και αποσύρθηκα αθόρυβα.

         Ποιο βιβλίο ήτανε αυτό, ξέρεις; μου σφύριξε στ’ αυτί ο Ρόμπερτ Βάλζερ. Άντε πάλι όλες τις εξηγήσεις εγώ. Εσύ δεν ξέρεις του λέω; Εσύ έγραψες αυτό το διάλογο. Λοιπόν άκου του λέω. Νομίζω πως πρόκειται για το Ένας ποιητής στη Ν. Υόρκη του σενιόρ Λόρκα.

        Τι δεν είναι μυθιστόρημα δηλαδή; Ποιήματα είναι; Δεν το πιστεύω.

        Ή του λέω: Ο θρήνος για τον Ιγνάσιο Σάντσεθ Μεχίας, ένας θρήνος για ένα ταυρομάχο που του ήρθε μετά από καιρό να μπει στην αρένα και ο ταύρος έμπηξε τα κέρατά του στο στομάχι του στις πέντε η ώρα που βραδιάζει. Καλά για κοίτα όμως να σιγουρευτείς κι εγώ δεν θα σ’ αφήσω έτσι. Ήμουν ξέρεις υπηρέτης κάποτε, τώρα είμαι συγγραφέας, αλλά πάντα με τρομάζει η λευκή σελίδα.

 Αχ έρωτα λέει κι αφήνεται αυτός ο περιπατητής στην χρυσή μακαριότητα της μελαγχολίας.

  Συνοψίζω: Ένας συγγραφέας, ο Ρόμπερτ Βάλζερ δεν μπορεί να γράψει και βγαίνει βόλτα και περιγράφει τι είδε στη βόλτα: Μια Καυκασιανή, μια κρεολή, μια Βραζιλιάνα, έναν βιβλιοπώλη που του μιλά για το βιβλίο με την μεγαλύτερη κίνηση στην αγορά τον τελευταίο μήνα και διάφορα άλλα μικρογεγονότα που άμα τα περιμαζέψεις όλα δεν πιάνουν ούτε δεκαπέντε σελίδες. Τώρα πως κατάφερε και τό ‘κανε 150 σελίδες, τι να σας πω, δεν ξέρω. Ένας χασομέρης σαν τον Ρόμπερτ Βάλζερ μπορεί να κάνει θαύματα.

              Πού είχαμε αφήσει τον Μπάστερ Κήτον;

Εκεί που είδε την κάμπια, τεράστια σαν παλαιοντολογικό κήτος χάρις στα πατομπούκαλά του με τον κόκκινο σκελετό από ταρταρούγα.

   Ε, λοιπόν την προσπέρασε. Στην πραγματικότητα, ενώ λόγω του πολύ μικρού πραγματικού μεγέθους της, δεν ήταν απαραίτητη παρά μια ελάχιστη στραβοτιμονιά, αλλά λόγω του ότι την είδε σαν τέρας αρχαίο έκανε μια ολόκληρη παράκαμψη κι έπεσε πάνω στην Ελεονώρα. Μια μικροκαμωμένη έτσι κι αλλιώς 14χρονη που για τα γυαλιά του Μπάστερ Κήτον γίνηκε λίγο μεγαλύτερη από ένα μάνγκο με κεφάλι, χέρια και πόδια. Παρά το φρενάρισμα της τελευταίας στιγμής η Ελεονώρα έπεσε κατά γης. Μάτωσε λίγο στα χαλίκια, αλλά τίποτε περισσότερο. Θύμωσε ωστόσο και είπε: Απορώ πως είναι δυνατόν να μη με δεις αφού φοράς αυτά τα τεράστια γυαλιά;

Εκτός εάν

Τι εάν είπε ο Μπάστερ Κήτον.

…Εάν είσαι βλαμμένος.

Η αλήθεια είναι πως τα γυαλιά μου είναι σαν να φοράς αμφίπλευρα κιάλια τα ζώα π.χ. τα μεγαλώνουν και τους ανθρώπους τους βλέπεις σαν ανθρωπάκια.

Αλήθεια; είπε εντυπωσιασμένη η Ελεονώρα, δώσ’ μου να δω.

Πρόσεχε της είπε και της τα ‘δωσε. Ή μάλλον της τα φόρεσε.

        Η Ελεονώρα με τα μαγικά γυαλιά έμοιαζε σαν πεταλούδα με σώμα ανθρώπινο. Την πάτησε όμως με την οφθαλμαπάτη γιατί έπεσε πάνω σε έναν καλοβαλμένο κύριο.

Τον  ιδιοφυή αλλά κακότυχο ποιητή Λεντς, που, κατά την περίοδο του πνευματικού και ψυχικού κλονισμού του, έμαθε να κατασκευάζει και κατασκεύαζε υποδήματα.

        Ο ποιητής δεν έδωσε προσοχή στο τρακάρισμα. Συνέχισε το δρόμο του για το παπουτσάδικό του τρίβοντας λίγο τον δεξί μηρό του. Ο Λεντς αγαπούσε πολύ τη ζάχαρη κι όλα τα παρασκευάσματά της. Βανίλιες, τσίχλες και τέτοια. Ωστόσο παρά το ότι κατάπινε τεράστιες ποσότητες λευκής ζάχαρης δεν ήταν βαρύτερος από μια μεγάλη κολοκύθα ε, το πολύ δύο.

        Η Ελεονώρα που ζύγιζε 42 κιλά θα γινόταν κάποτε η γνωστή ζωγράφος Κάρινγκτον και θα εγκαθίστατο στο Μεξικό. Εκεί ζωγράφισε πολλές παραλλαγές αυτής της συνάντησης της με τον  Λεντς, ο οποίος –παρέλειψε να μας το πει ο Ρόμπερτ Βάλζερ– είχε ζήσει την εποχή του Γκαίτε. Εμείς όμως ήμασταν πριν στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ.

  Τώρα βρισκόμαστε πάνω σε ένα ορεινό ελβετικό χωριό όπου ακούτε τον Ρόμπερτ Βάλζερ ν’ αφηγείται μια λυπητερή ιστορία ενός ανθρώπου που: Ήταν χωρίς πατρίδα και ευτυχία. Ήταν αναγκασμένος να ζει χωρίς κανενός είδους αγάπη και ανθρώπινη χαρά. Δεν νοιαζόταν για κανέναν και τίποτα, και ούτε κανένας νοιαζόταν γι΄αυτόν, τις πράξεις ή τη ζωή του. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν ήταν γι’ αυτόν παρά μια άψυχη έρημος, και η ζωή του φαινόταν πολύ λίγη, μικρή και στενή. Για τον ίδιο τίποτα δεν είχε σημασία, και αυτός με τη σειρά του δεν σήμαινε τίποτα για κάποιον άλλον. (3)

Τα μάτια του, απλανή και λυπημένα, σαν τα μάτια ενός ζώου μόλις γεννημένου, ονειρεύονται κρίνους, αγγέλους και ζώνες από μετάξι. Αυτή είναι μια περιγραφή του Μπάστερ Κήτον πραγματικού και φανταστικού ταυτόχρονα. Υπαρκτού αλλά και ρόλου σ’ εργάκι του ποιητή Λόρκα.

  Μητέρα: Κόρη μου κλαις;

Κόρη: Όχι, είναι που αρχίζει να βρέχει. Και η βροχή φορά στην πόλη ένα σκούφο διδάκτορα Φιλοσοφίας.

Την κόρη την λένε, ή θα την λένε: Μαρία, Ρόζα, Τρινιδάδ, Σιγισμούνδη, Γενοβέφα και της άρεσε να κεντά τραγουδώντας. Όλο το αλφάβητο κέντησε η έχουσα πλήθος ονομάτων που μάλλον κανένα δεν ήταν δικό της γιατί το είχε ξεχάσει. Γιατί αυτοβαφτίστηκε με τόσα ονόματα; Για να μπορεί λέει ο άνδρας που θα την πάρει να τη φωνάζει μ’ όποιο όνομα θέλει.

   Πέρναγε λοιπόν από τη μια αγκαλιά στην άλλη –πριν διαλέξει τον άντρα που θα πάρει –και κάθε ένας τη φώναζε με διαφορετικό όνομα, αφού απ’ όλα διάλεγε χωρίς να τα ξέρει στην τύχη, άλλο όνομα από τον προηγούμενο. Ο τελευταίος θύμωσε μια μέρα μαζί της γιατί δεν είχε φτιάξει φαΐ όταν γύρισε απ’ τη δουλειά του και την έπνιξε στη λίμνη.

  Ο Ρούμπεν Δαρείο ποιητής επίσης μαζί με τον φίλο του Λουίς Θερνούδα την ανέσυραν αναίσθητη, σχεδόν νεκρή, της έδωσαν το φιλί της ζωής και την περιποιούνταν από τότε και την περιέβαλαν με στοργή. Αγνόησαν όλα της τα ονόματα και την φώναζαν με το όμορφο όνομα Μπελίσα. Της έφτιαξαν και πολλά τραγούδια. Αυτά συνέβησαν στη Γρανάδα το 1920.

        Καθώς κοιτούσα τη γη, τον αέρα και τον ουρανό, μου ήρθε η θλιβερή αναπόφευκτη σκέψη πως δεν ήμουν παρά ένας δυστυχής φυλακισμένος ανάμεσα ουρανού και γης, και, και πως όλοι οι άνθρωποι είναι κατά τον ίδιο ελεεινό τρόπο φυλακισμένοι, πως για όλους δεν υπάρχει παρά μόνο ένας και μοναδικός σκοτεινός δρόμος, αυτός που οδηγεί στον λάκκο, στο χώμα, πως δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος προς τον άλλον κόσμο, παρά εκείνος που περνά μέσα από τον τάφο.

        Αλλά για να μην πέσουμε στα μαύρα πανιά – αυτός ο Ρόμπερτ Βάλζερ δεν μαζεύεται – τον έστειλα πίσω στο σπίτι του να ξαναβασανιστεί μπροστά στη λευκή σελίδα πριν όλα βυθιστούν στο σκοτάδι, πριν πέσει η αυλαία – ε, δεν τελειώνουν όλα μ’ έναν τάφο και αυτόν τον παιδοκτόνο τον Μπάστερ Κήτον πώς έκανε ένα τέτοιο έγκλημα γαμώτο; Και τώρα πώς θα την γλιτώσει; Σημειώστε πως ούτε ο Ρόμπερτ Βάλζερ τη γλίτωσε, ούτε ο Λόρκα, μόνο αυτή η Μπελίσα επειδή είχε καλούς προστάτες και η Αμερικάνα φυσικά και η Ελεονώρα. Ε! τι να πεις- το ‘χουν οι γυναίκες να στέλνουν τους άντρες στον τάφο!

*Το κείμενο είναι εμπνευσμένο απ το μικρό μονόπρακτο του Λόρκα, ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον. Επίσης περιέχει αυτούσια αποσπάσματα, που όμως περιπλέκονται με το υπόλοιπο κείμενο, από τον Περίπατο του Ρόμπερτ Βάλζερ σε μτφρ. Τέο Βότσος- Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδ. Γαβριηλίδη, 2011

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.